Ένα νέο ηχητικό ντοκουμέντο αποκαλύπτει τις δραματικές τελευταίες στιγμές της 75χρονης Στέλλας Στάθη στη Σαλαμίνα, πριν δολοφονηθεί από τη νύφη της.
Πανικόβλητη και χωρίς να γνωρίζει ποιος βρίσκεται μπροστά της, η άτυχη γυναίκα προσπαθεί απεγνωσμένα να σωθεί, αποκαλύπτοντας μια τραγική προδοσία μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Οι κραυγές της άτυχης μητέρας και γιαγιάς, που παρουσία το «Φως στο Τούνελ», παγώνουν το αίμα.
Τραγική ειρωνεία; Αποκαλεί «παιδί μου» τον εισβολέα που τη χτυπά, χωρίς να φαντάζεται πως πρόκειται για τη νύφη της.
«Σε παρακαλώ ρε παιδί μου… Γιατί δεν φεύγεις; Αμαρτία δεν είναι ρε παιδί μου; Γιατί με χτυπάς; Βοήθησέ με Παναγία μου… Σε παρακαλώ, παρ’ τα και φύγε σου λέω!»
Ακολουθούν τα πιο σκληρά δευτερόλεπτα.
Ακούγεται να παλεύει να ανασάνει, να ζητά έλεος, την ώρα που δέχεται τα αλλεπάλληλα χτυπήματα.
«Σταμάτα ρε παιδί μου… σταμάτα… Γιατί με χτυπάς; Γιατί; Γιατί; Θες να με σκοτώσεις; Να με σκοτώσεις θες, πες μου… Φτάνει γαμώτο… Φτάνει! Φτάνει! Βοήθεια…»
Οι απεγνωσμένες εκκλήσεις της 75χρονης, λίγα μόλις λεπτά πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, αποτυπώνουν όλο το βάρος της φρίκης και της προδοσίας που έζησε μέσα στο ίδιο της το σπίτι, από άνθρωπο που είχε εμπιστευτεί στην οικογένειά της. Τη νύφη της.
Τι είπε η νύφη στον ανακριτή
Υπενθυμίζεται ότι η ηλικιωμένη βρέθηκε κατακρεουργημένη μέσα στο δωμάτιό της, με πολλαπλές μαχαιριές σε θώρακα και λαιμό, σοβαρά τραύματα στο κρανίο από μπουκάλι και βαθιές τομές στα χέρια της, σημάδια ότι πάλεψε μέχρι την τελευταία της πνοή για να σωθεί. Αδιάψευστος μάρτυρας της πρωτοφανούς σε σκληρότητα δολοφονίας ο ήχος από την κάμερα ασφαλείας που δεν υπολόγισε η καθομολογία δολοφόνος
Μια μάχη απελπισίας απέναντι σε μια ανελέητη επίθεση, που δεν της άφησε καμία πιθανότητα σωτηρίας. Και όλα αυτά για τα χρήματα και τα κοσμήματα που η άπληστη νύφη της ήθελε να της αρπάξει
Η κατηγορούμενη, συνοδεία πάνοπλων αστυνομικών, οδηγήθηκε στον ανακριτή για να δώσει εξηγήσεις. Μια απολογία που κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες και κατέληξε στην προφυλάκισή της.
Αντιφάσεις, κενά μνήμης και απόπειρα αποποίησης ευθυνών. Μετά την ομολογία της, επιχειρεί να θολώσει τα νερά Η νύφη αρνείται, ανασκευάζει, επικαλείται επιλεκτική μνήμη και αφήνει υπόνοιές για άλλους.
Ο διάλογος
Ανακριτής: Στην ομολογία σου στις Αρχές έχεις περιγράψει με λεπτομέρειες τι έχει γίνει, τώρα γιατί λες ότι δεν θυμάσαι;
Κατηγορούμενη: Θυμάμαι μέχρι το σημείο που πήγα με το αυτοκίνητό μου και πάρκαρα δίπλα από το σπίτι της πεθεράς μου. Ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο και το σκεφτόμουν να το κάνω. Ληστεία ήθελα να κάνω. Το τι έγινε μετά δεν το θυμάμαι. Οι αστυνομικοί ήταν σίγουροι ότι το έχω κάνει εγώ, οπότε ό,τι μου έλεγαν το επαναλάμβανα.
Ανακριτής: Μήπως καλύπτεις κάποιον;
Κατηγορούμενη: Δεν καλύπτω κανέναν, αφήστε τα παιδιά απ’ έξω. Τα αγαπάω, σαν μάνα τους. Μόνη μου πρέπει να το έκανα.
Οι συνήγοροί της μιλούν για «σύγχυση» και ζητούν ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.. Ζητούν να ταυτοποιηθούν οι φωνές που ακούγονται στο βιντεοληπτικό υλικό και να ερευνηθεί ποιος είχε πρόσβαση στο σύστημα ασφαλείας.
Για κοντά τέσσερις εβδομάδες στον ρόλο της σοκαρισμένης συγγενούς, γυρνούσε στο τόπο του εγκλήματος και παρίστανε τη συντετριμμένη δίπλα στον επί οκτώ χρόνια σύζυγό της και γιο της θανούσης.
Ακούστε πως περιγράφει ο ίδιος την ημέρα του φονικού:
«Την ημέρα που σκότωσαν την μητέρα μου είχα φύγει για δουλειά από την οποία επέστρεψα στις 7:00 το πρωί. Στο σπίτι είχαν μείνει η σύζυγός μου και τα δύο παιδιά μου. Μίλησα τελευταία φορά μαζί της με μηνύματα στο κινητό».
«Κάποιες φορές η σύζυγός μου έβγαινε τα βράδια βόλτα με το αυτοκίνητο γιατί δεν ήταν καλά το τελευταίο διάστημα. Είχε κάποια ψυχολογικά προβλήματα. Αντιμετώπιζε και προβλήματα με τον τζόγο γι’ αυτό δεν της εμπιστευόμασταν χρήματα. Είχε γίνει κι ένα περιστατικό που είχε πάρει την κάρτα των γονιών της και είχε χαλάσει γύρω στις 10.000 ευρώ».
