Προσφάτως, η κυρία Ναταλία Καποδίστρια, ηθοποιός και δραστήριο πρόσωπο του πολιτισμού της Κέρκυρας, η οποία ως απόγονος του Ιωάννη Καποδίστρια, αντιπροσωπευει με την σταση της το ευγενές και ταπεινό ήθος του κυβερνήτη, αποφάσισε να τοποθετηθεί δημοσίως σε σχέση με την ταινία «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή που σε λίγο καιρό θα διανεμηθεί στις αίθουσες.
Την αφορμή έδωσαν οι «κακές γλώσσες» εναντίον της ταινίας που έχουν πάρει φωτιά προτού το φιλμ ακόμα παιχτεί στις αίθουσες. Ως γνωστόν πολύς κόσμος έχει ήδη κρίνει τον «Καποδίστρια» του Γιάννη Σμαραγδή από το… τρέιλερ.
Πρόκειται δυστυχώς για φαινόμενο συχνό στην χώρα μας όταν το θέμα μιας ταινίας είναι «καυτό» και μάλιστα πολιτικό.
Το ίδιο είχε συμβεί με την ταινία «Ενήλικες στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά για την οποία ένα μεγάλο μέρος εκείνων που… επρόκειτο να την δουν, έσπευσε να ασκήσει εκ των προτέρων κριτική χωρίς φυσικά να την έχει δει.
Μπροστά σε τέτοια φαινόμενα δεν μπορείς παρά να σηκώσεις τα χέρια ψηλά γιατί εξαφανίζεται κάθε ίχνος λογικής – για να μην πω ηθικής.
Τι να πεις για τα αυτονόητα; Πρώτα βλέπω και μετά κρίνω.
Προσωπικά, όχι μόνο ως κριτικός κινηματογράφου αλλά ακόμα και ως απλός θεατής θα ντρεπόμουν όχι να εκφέρω άποψη αλλά να μιλήσω καν για κάτι που δεν έχω δει, διαβάσει, ακούσει κ.ο.κ. Αν όντως έχω διαφωνίες απέναντί του, θα τις εκφράσω αφού πρώτα έχω πλήρη εικόνα του έργου.
Ή αλλιώς, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;
Σε κάθε περίπτωση, στην εν λόγω επιστολή την οποία εξασφάλισε το «ΒΗΜΑ» η κυρία Καποδίστρια αναφέρει τα παρακάτω (δημοσιεύουμε την επιστολή αυτούσια):
«Ενόψει της προβολής της ταινίας “Καποδίστριας” του Γιάννη Σμαραγδή παρατηρείται το αξιοσημείωτο γεγονός, το ολιγόλεπτο τρέιλερ που την αναγγέλλει, να έχει προκαλέσει έναν ιδιαίτερα θερμό δημόσιο διάλογο. Η ταινία αναφέρεται σε ένα πρόσωπο όπως και σε μια σελίδα της ιστορίας από τα οποία μας χωρίζουν 194 χρόνια. Προφανώς λοιπόν οι κακοδαιμονίες -εντός και εκτός της χώρας- που οδήγησαν στα τραγικά γεγονότα της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831, θα πρέπει να έχουν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο ισχύ ακόμα στις μέρες μας.
Παρακολουθώ αυτόν το διάλογο μέσα από ένα πλαίσιο ευθύνης απέναντι στη μνήμη του προγόνου μου και την οικογένειά μου, πρωτίστως απέναντι στο ήθος και την οπτική που μου κληροδότησε ο πατέρας μου -Βιάρος – Αυγουστίνος Καποδίστριας- και τελευταίος άρρενας απόγονος του κλάδου της οικογένειας που περνά από τον Κυβερνήτη.
Παράλληλα ως καλλιτέχνης και δημιουργός με επαγγελματική εμπειρία 40 χρόνων μέσα στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, συνεργάστηκα στενά και παρακολούθησα εκ των έσω τη μαραθώνια διαδρομή δημιουργίας αυτής της ταινίας: της διεθνώς πρώτης κινηματογραφικής παραγωγής με θέμα τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η υστεροφημία του δεν κινδυνεύουν και δεν απειλούνται από κανέναν. Ο Ιωάννης Καποδίστριας έζησε τη ζωή του κατά όπως έκρινε και αποφάσισε, υπογράφοντας τις επιλογές του με το ίδιο του το αίμα, αγωνιζόμενος για μια Ελλάδα ελεύθερη και ανεξάρτητη. Μια Ελλάδα που όμως, της πήρε σχεδόν 200 χρόνια για να τολμά να τιμά και να αναφέρεται σε εκείνον χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Μια εναγώνια διαδρομή 200 χρόνων λοιπόν, της ίδιας της Ελληνικής κοινωνίας να ξεπεράσει τον εαυτό της, να επουλώσει πληγές, να αποποιηθεί νοοτροπίες και να θεραπεύσει τραύματα της ίδιας της φύσης της, προκειμένου να δύναται να ελπίσει σε καλύτερες μέρες.
Η ζωή και το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια και η πράξη της υπέρτατης θυσίας του, αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα φορτισμένα κεφάλαια της νεότερης ελληνικής ιστορίας, καθώς εκεί σε μεγάλο βαθμό ανιχνεύεται το πώς και το γιατί το όραμα για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Ελλάδα σιώπησε τόσο άδικα και έσβησε τόσο άδοξα.
Εντούτοις από την πρόσφατη επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση και δώθε, διαισθάνομαι την πνοή ενός άλλου αέρα και μιας άλλης ανάγκης από μεριάς του μέσου πολίτη, προκειμένου για απόδοση τιμής και θεμελίωση μνήμης σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο Καποδίστριας. Ίσως επιτέλους να αναζητούμε -όπως άλλωστε δικαιούμαστε- να συγκινηθούμε απροκάλυπτα και με τον δικό του προσωπικό τρόπο ο καθένας, πάνω στην παρακαταθήκη που μας κληροδότησε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο μπάρμπα – Γιάννης της δικής μας Ελληνικής εθνικής μας ταυτότητας.
Ό,τι περισσότερο αντιπροσωπευτικό αυτής της αναζήτησης, αυτού του κενού μνήμης που μας απέκοψε βίαια από το δρόμο που είχε ξεκινήσει να χαράσσει ο Ιωάννης Καποδίστριας, πιστεύω περιγράφει ο καθηγητής Α.-Δ.Ι. Μεταξάς στο απόσπασμα που παραθέτω, από το βιβλίο του “Το Αθέατο Εγχειρίδιο”:
“…. Ανάμεσα στη φιλότητα και το νείκος, βλέπουμε τον Ιωάννη Καποδίστρια μελαγχολικό, αλλά όχι απαισιόδοξο, να κάνει αδιάκοπες εκκλήσεις υπέρ της πρώτης. Αδικαίωτος για την ώρα, στέκει σταθερός οραματιστής, έστω και στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής πολιτικής του καιρού του, μιας άλλης αβίαιης εποχής, η οποία όμως, in nostro tempore, δεν βρίσκει ακόμα το δρόμο της. Το αίτημα για αβίαιη ζωή είναι αυτές τις ώρες – ώρες που διαρκούν πολύ – ιδιαίτερα επιτακτικό.”
Οι σκέψεις του κυρίου Μεταξά στο συγκεκριμένο απόσπασμα έρχονται να συναντήσουν κάποιους δικούς μου προβληματισμούς χρόνων. Μου έχει δοθεί η ευκαιρία να έχω παρακολουθήσει από μικρή ηλικία, συνέδρια και εκδηλώσεις, συμπόσια, ημερίδες, εορτασμούς και πανηγυρικούς με θέμα τον Ιωάννη Καποδίστρια, όπως και να έχω διαβάσει σχετικά βιβλία. Και ήταν αρκετές οι φορές που μου δημιουργήθηκε μια αίσθησηαπελπισίας, βλέποντας ανθρώπους να ξιφουλκούν δονκιχοτίζοντας, στην προσπάθειά τους να αποδείξουν πόσο περισσότερο εις βάθος έχει ασχοληθεί ο καθένας τους με το αντικείμενο ή από την άλλη – ακόμα χειρότερο – καθώς το τέλος του Ιωάννη Καποδίστρια συνδέεται με τις από καταβολής του Νέου Ελληνικού κράτους αντιπαλότητες συμφερόντων που καλλιέργησαν νοοτροπίες, ήθος και πολιτικές ταυτότητες ισχύουσες μέχρι τις μέρες μας, να βλέπω λοιπόν να διασταυρώνονται ξίφη στο όνομα της μνήμης του Ιωάννη Καποδίστρια, υπέρ της μιας ή της άλλης οπτικής, τραβώντας -ας μου επιτραπεί η έκφραση – το πάπλωμα από τη μια και από την άλλη μεριά και αφήνοντας την κρίση μας ως πολίτες, αθωράκιστη και στο έλεος των διεθνών εξελίξεων.
Στους καιρούς μας λοιπόν είναι ολοένα και περισσότερο παρούσα και ισχυρή η ανάγκη όλων μας να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητα μας ως πολίτες που δικαιούνται και οφείλουν να συγκινηθούν μέσα από τα δικά τους μάτια, την προσωπική τους αισθητική και το δικό τους ύφος από την Ιστορία του έθνους. Ναι, περί αυτού πρόκειται η όλη συζήτηση των ημερών μας, με αφορμή την ταινία “Καποδίστριας”.
Είναι η πρώτη φορά που ένα πλατύ κοινό -τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό- θα απολαύσει στο πανί εν είδει κινηματογραφικής ταινίας, τους βασικούς άξονες της ζωής και του έργου του Ιωάννη Καποδίστρια, όπως και διεθνή γεγονότα των ημερών του που άλλαξαν το ρου της Ιστορίας. Η θέση πως το σενάριο μιας ταινίας μυθοπλασίας -όταν αυτή αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα- πρέπει να διορθώνεται από έναν ιστορικό σύμβουλο, ακούγεται αυθαίρετη και ανυπόστατη.
Η τέχνη του κινηματογράφου εξυπηρετεί άλλες ανάγκες και οράματα από εκείνα της έρευνας και της διδασκαλίας, όπως και ισορροπεί πάνω σε άλλους άξονες από εκείνους ενός ιστορικού ντοκιμαντέρ. Σε κάθε περίπτωση ο προϋπολογισμός που εξασφαλίστηκε, επενδύθηκε από μέρους των χορηγών για να φωτιστεί η οπτική του Γιάννη Σμαραγδή πάνω στον Ιωάννη Καποδίστρια και με εγγύηση την από χρόνια αναγνωρισμένη πορεία του στο χώρο της 7ης τέχνης. Τα κεφάλαια που εξασφαλίστηκαν, όπως και εκείνα που έλειψαν, όλα αφορούν και συνδέονται άμεσα με το κατατεθειμένο έργο, την αισθητική και τη δυναμική της κινηματογραφικής γλώσσας του Γιάννη Σμαραγδή.
Το γεγονός ότι αυτή η ταινία εν τέλει ολοκληρώθηκε με όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και με έναν αρκετά μικρότερο του αρχικού προϋπολογισμό, είναι ένας άθλος και μάλιστα σε απόλυτη αρμονία και πλήρως συντονισμένος προς την ουσία του θέματος που διαπραγματεύεται!
Το αντιστάθμισμα όλων των δυσκολιών και των εμποδίων που προέκυψαν μέσα στα 8 χρόνια προετοιμασίας αυτής της ταινίας και μέχρι να χτυπήσει η πρώτη κλακέτα, ήταν η δημιουργία μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο, της ιδανικής ομάδας συνεργατών και συντελεστών που συνέπραξαν στην τελική ευθεία, από τον τελευταίο βοηθητικό ηθοποιό ως τον πρωταγωνιστή και το διευθυντή φωτογραφίας.
Η ταινία θα βγει στις αίθουσες στις 25 Δεκεμβρίου, όμως το θέμα “Καποδίστριας” παραμένει ανοιχτό και για άλλες αναγνώσεις, ιδωμένο και από άλλες οπτικές. Αυτό είναι και το ουσιαστικό νόημα της τέχνης. Η μόνη προϋπόθεση είναι η αληθινή και η εκ βαθέων συγκίνηση από μεριάς του δημιουργού. Τί πλέον χαρακτηριστικό επί του θέματος από τις δεκάδες ταινίες που έχουν γυριστεί για τη ζωή του Χριστού και τα Θεία Πάθη; Από τον Παζολίνι και τον Τζεφιρέλι ως τον Μελ Γκίμπσον και τον Σκορσέζε.
Όποιος συν -κινείται από ένα θέμα, δικαιούται να δημιουργήσει. Η πληροφορία από μόνη της και το πολιτικά ορθό δεν αρκούν για να πλάσουν ένα έργο τέχνης. Μόνον προπαγάνδα μπορούν να δημιουργήσουν. Και σε κάθε περίπτωση, στα πλαίσια μιας εύρυθμης λειτουργούσας δημοκρατίας ο καλλιτέχνης – δημιουργός νομιμοποιείται και δικαιούται να εκφράζει την συν -κίνηση των εμπνεύσεων που συλλαμβάνει.
Το έργο του επιστήμονα και του ερευνητή είναι να φέρει στο φως την α-λήθεια. Να διώξει τη λήθη, να αποκαλύψει την κατατεθειμένη ιστορική πραγματικότητα. Ο χρόνος λοιπόν μπορεί να μας επιφυλάσσει μεγάλες αποκαλύψεις, καθώς πλήθος αρχείων σχετικά με την ιστορική περίοδο όπου έζησε και έδρασε ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν έχουν ακόμαμελετηθεί: στην Ελλάδα, στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρωσία και την Αγγλία… και μη ξεχνάμε και το αρχείο της οικογένειας Καποδίστρια το οποίο δυστυχώς έγινε στάχτη κατά τον εμπρηστικό βομβαρδισμό των ναζιστικών Γερμανικών δυνάμεων της πόλης της Κέρκυρας, το ’43.
Τέλος, σχολιάζεται δεικτικά η διαφαινόμενη κατά την κρίση κάποιων πρόθεση του Γιάννη Σμαραγδή να αγιοποιήσει μέσα από την ταινία του, το πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια. Επί της ουσίας αυτό είναι κάτι που όντως συζητείται εδώ και καιρό από εκκλησιαστικούς κύκλους. Η δε πρόθεση του Γιάννη Σμαραγδή είναι να αποδώσει τιμή στο έργο και στην αξία του οράματος του Ιωάννη Καποδίστρια για τη δημιουργία ενός κράτους ανεξάρτητου, ουδέτερου και διεθνώς κατοχυρωμένου, η ύπαρξη του οποίου θα αποτελούσε όφελος για την Ευρώπη και κάθε μια από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Μια Ελλάδα με γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια σύμφωνα με ιστορική, γλωσσική, πολιτιστική συνέχεια.
“Το Ελληνικό έθνος σύγκειται εκ των ανθρώπων, οίτινες από αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την ορθόδοξον πίστιν και την γλώσσαν των πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσιν…. Τα όρια της Ελλάδος από τεσσάρων μεν αιώνων διεγράφησαν υπό δικαιωμάτων, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε αι πολύμορφοι συμφοραί… ουδέποτε ίσχυσαν να παραγράψωσι διεγράφησαν δε από του 1821 δια του αίματος του χυθέντος εις τας σφαγάς των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρρών, του Μεσολογγίου, και εις τας πολυαρίθμους ναυμαχίας τε και πεζομαχίας εν αις εδοξάσθη το γενναίον τούτο έθνος.”
Aπάντηση του Ιωάννη Καποδίστρια προς τον Βρετανό υφυπουργό Άμυνας και Αποικιών Robert Wilmot – Horton
Δεν αξίζει στη μνήμη και στο έργο του Ιωάννη Καποδίστρια, να αντιπαλεύουν άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο κοινό όραμα αγάπης για την πατρίδα τους. Υπάρχει χώρος για όλους. Το κενό μνήμης και συνείδησης που μας χωρίζει από την αιματοβαμμένη σελίδα της γέννησης του Νέου Ελληνικού Κράτους, φρόντισαν κάποιες δυνάμεις να είναι τόσο βαθύ, ώστε να χωράει άπλετα η προσφορά, η έμπνευση και το όραμα όλων μας, προκειμένου να φωτιστεί ο δρόμος για τις επόμενες γενιές.»