Έρωτας, πολιτική, θάλασσα: τι λέει με τους στίχους του ο Διονύσης Σαββόπουλος

Αναλύσαμε όλους τους στίχους και τη δισκογραφία του Διονύση Σαββόπουλου. Στα τραγούδια του αποτυπώνεται η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Στην μουσική παρακαταθήκη του μεγάλου καλλιτέχνη σμίγει η προσωπική με τη συλλογική αφήγηση και πρωταγωνιστούν τα παιδιά.

Έρωτας, πολιτική, θάλασσα: τι λέει με τους στίχους του ο Διονύσης Σαββόπουλος

Ο σφυγμός της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα «χτυπά» στους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου.

Η μουσική και οι στίχοι του συνόδευσαν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.

«Με αεροπλάνα και βαπόρια», «Συννεφούλα», «Ας κρατήσουν οι χοροί» είναι μερικές μόνο φράσεις που αντηχούν στο συλλογικό μας νου.

Από το «Φορτηγό» έως τον «Χρονοποιό», ο «Νιόνιος» συνέθεσε έναν μουσικό κόσμο όπου το προσωπικό βίωμα σμίγει με τη συλλογική ιστορία, η ειρωνεία με την τρυφερότητα και το αστικό τοπίο με την θάλασσα.

Με τον επονομαζόμενο «Νιόνιο» όλοι και όλες μας, κάπου συναντηθήκαμε.

Το παζλ των παιδικών χρόνων, των ερωτικών σχέσεων, των νεανικών εξεγέρσεων και των πολιτικών στοχασμών μας έχει κομμάτια από το καλλιτεχνικό σύμπαν του Διονύση Σαββόπουλου.

Αναλύσαμε όλους τους στίχους και ξεχωρίσαμε τις θεματικές και τα λεκτικά μοτίβα, ενώ παράλληλα συγκεντρώσαμε τη δισκογραφία του μεγάλου Έλληνα δημιουργού και καταγράψαμε τα χρόνια της μεγαλύτερης επίδρασής του.

Ο πυρήνας των στίχων του Σαββόπουλου

Ο Σαββόπουλος μέσα από τους στίχους του αναφέρεται συχνότερα στις έννοιες παιδί, χρόνος, φως. Χαρακτηριστική είναι άλλωστε η φράση «Πως να κρυφτείς από τα παιδιά/ Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».

Το παιδί, το φως και η πόλη

Το παιδί ως αντανάκλαση του παρελθοντικού εαυτού, αλλά και ως σημείο αναφοράς για την ωριμότητα και την παιδικότητα συνάμα.

Κρυμμένος σαν παιδί και σαν δραπέτης
κάτω από την σκάλα που ακουμπάει το φως
στο ράδιο ο πατέρας αφουγκράζεται σκυφτός
(Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, 1979)

Κάνοντας μια θεματική ανάλυση παρατηρούμε πως η επικρατέστερη θεματική στα τραγούδια του μεγάλου καλλιτέχνη είναι ο «Έρωτας/Αγάπη», ενώ ακολουθεί η «Πολιτική/Κοινωνία» και οι αναφορές σε «Θάλασσα/Ταξίδια».

Συχνά, σχηματίζει εικόνες θαλάσσιων τοπίων και ταξιδιών. Τα «βαπόρια», τα «αεροπλάνα», τα «λιμάνια», τα «κύματα» συνιστούν μια γενικευμένη χρήση μεταφορικού λόγου για να περιγράψει την έννοια της μετάβασης. Μετάβαση από την επαρχία στην πόλη, από τη χούντα στη μεταπολίτευση, από τις προσωπικές ανησυχίες στη δημόσια έκφραση.

κι όταν στην πόλη κατεβεί το βράδυ,
κι αρχίζει ατέλειωτη η γρια βροχή,
φτάνουν στην πόλη τα πουλιά
στις στέγες στα παράθυρα
κι όνειρα ανθρώπων κλέβουν
(Τα πουλιά της δυστυχίας, 1965)

Η πόλη λειτουργεί ταυτόχρονα ως χρονότοπος ελευθερίας και αποξένωσης. Οι «οθόνες», τα «μπαρ» και τα «λεωφορεία» συνθέτουν ένα σκηνικό νεωτερικότητας. Σε αυτό το μοντέρνο τοπίο οι επιθυμίες του Νεοέλληνα κινούνται διακαώς και διαρκώς.

το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός
μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ’ τα τζάμια
(Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη, 1975)

Στον αντίποδα, οι θρησκευτικές επικλήσεις «Χριστέ», «Θεός», «ψυχή» φέρνουν στο προσκήνιο μια υπαρξιακή διαπραγμάτευση.

Το «εγώ», το «εσύ» και κυρίως το «εμείς» εναλλάσσονται διαρκώς. Η απεύθυνση προς το κοινό έρχεται να συγκροτήσει μια κοινότητα, όπου δημιουργός και κοινό κατασκευάζουν μαζί το νόημα.

Σε αυτό το πλαίσιο, εμβληματικές μικρές φράσεις όπως «Με αεροπλάνα και βαπόρια», «Ας κρατήσουν οι χοροί», «Συννεφούλα», «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς», «Πίστη σε τι;» λειτουργούν ως εφαλτήρια αφήγησης των βιωμάτων, τόσο του καλλιτέχνη όσο και της κοινωνίας εν γένει.

Συναντάμε συχνά το τρίγωνο «αγάπη – πόλη – ταξίδι», όπου με την κίνηση και την προσδοκία ο Σαββόπουλος διαγματεύεται και αντιμετωπίζει τις κάθε τύπου αποστάσεις και μεταβάσεις. Είτε είναι τοπικές, είτε είναι κοινωνικές, είτε είναι πολιτικές.

Το «φως» είναι ένας συμβολικός δείκτης μέσα στο γκρίζο της ζοφερής καθημερινότητας.

Ο λόγος του Σαββόπουλου έχει καθαρότητα και προφορικότητα, καθώς τα τραγούδια του συχνά μοιάζουν με εν εξελίξει διαλόγους. Για αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιεί συχνά λέξεις όπως «πάλι», «ναι», «έλα».

Η Ελλάδα του Διονύση Σαββόπουλου

Η Ελλάδα αποτελεί σημείο προβληματισμού με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Τον αφορά τι και πως συμβαίνει. Εμβαθύνει στις πολυπλοκότητες και στις εγγενείς αντιφάσεις της ταυτότητας του Νεοέλληνα.

κι αν η Αθήνα σε γέρασε σε λιώνει
των εφήβων την κόντρα μέσα σου θα βρεις
(Ακτίνες του Βορρά, 1994)

Ο Σαββόπουλος αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη ως τοπίο μνήμης και στην Αθήνα ως τόπο διερώτησης που διέπεται από δεινά και υποσχέσεις. Η κίνηση μέσα στην Αθήνα σε φθείρει.

Η δισκογραφία του Σαββόπουλου

Ο Διονύσης Σαββόπουλος εξέδωσε 36 προσωπικούς δίσκους και 29 επανεκδόσεις. Το 1966, το «Φορτηγό» αποτέλεσε την πρώτη του δισκογραφική δουλειά. Η πιο παραγωγική του δεκαετία υπήρξε αυτή του 1990, όπου κυκλοφόρησε 9 προσωπικούς δίσκους.

Συνέχισε με το «Περιβόλι του Τρελού» το 1969 και τον «Μπάλλο» το 1971, όπου και παρουσίασε μια ροκ και λαϊκό μουσική παράδοση. Σε συνέντευξή του, το 1972, δήλωνε «Είμαι Έλλην που παίζει ροκ». Στον επόμενο δίσκο «Βρώμικο Ψωμί» το 1972, ο πολιτικός υπαινιγμός γίνεται αιχμηρός, μέσα στην περίοδο της δικτατορίας.

Η σύνδεση με το θέατρο στη μεταπολιτευτική περίοδο, από τους «Αχαρνής» έως τη «Ρεζέρβα», μεταφέρει τον δημιουργό σε έναν χώρο όπου το τραγούδι του συνομιλεί με τη σάτιρα επί σκηνής και τον κοινωνικό προβληματισμό. Στη δεκαετία του 80, οι μεγάλες σκηνές και η τηλεοπτική του παρουσία έρχονται να πολλαπλασιάσουν την απήχησή του.

Ο εμβληματικός τίτλος «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» (1987) λειτουργεί ως σχόλιο για το ίδιο το μουσικό είδος.

Η «Αναδρομή ’63–’89» (1990) στήνει μια γέφυρα μνήμης, τα «Τραγούδια έγραψα για φίλους» (1998) και «Το Ξενοδοχείο» (1997) προκρίνουν νέες ενορχηστρώσεις και νέες ερμηνευτικές γωνίες, ενώ ο «Χρονοποιός» (1999) κλείνει τη δεκαετία του 90’ με έναν τίτλο-κλειδί. Η έννοια του «χρόνου» έχει πια γίνει «πρώτη ύλη» του έργου του.

Από το 2000 και μετά, οι επανεκδόσεις, οι ανθολογίες και οι ζωντανές ηχογραφήσεις  διατηρούν το ρεπερτόριο σε κυκλοφορία και το επανασυστήσουν σε νεότερα ακροατήρια.

Οι καθοριστικές συνεργασίες

Ο Διονύσης Σαββόπουλος συνεργάστηκε με άλλους καλλιτέχνες κάνοντας προσμίξεις διαφορετικών μουσικών ειδών. Η συνεργασία με τη Δόμνα Σαμίου συνέδεσε οργανικά την αστική σκηνή με την παράδοση. Η Σωτηρία Μπέλλου έδωσε στο «Ζεϊμπέκικο» το λαϊκό βάθος που το κατέστησε τραγούδι-σύμβολο. Οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Βαγγέλης Ξύδης και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου άνοιξαν τη μουσική βεντάλια του έργου του Διονύση Σαββόπουλου.

Άλλωστε, όπως αναφέρει ο ίδιος «ιστορία φτιάχνουν οι παρέες».

Η πολιτική αμφισβήτηση

Ο Διονύσης Σαββόπουλος στα τραγούδια του αρθρώνει λόγο πολιτικό για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Συχνά ο λόγος του είναι δηκτικός και εκφέρεται με σαρκασμό και ειρωνεία απέναντι στα κακώς κείμενα.

Έχει δεχθεί κριτική για την στάση του στα πολιτικά πράγματα. Από άλλους το 89’ με το «Κούρεμα», από άλλους το 94’ για τον περίφημο στίχο «Κι εμείς που αριστερήσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;», από άλλους για την Ολυμπιάδα.

Μια φωνή που παραμένει παρούσα

Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε σε ηλικία 81 ετών.

Συναντηθήκαμε και συμπορευτήκαμε όλοι και όλες μας κάποια στιγμή με τη μουσική αυτού του τύπου με τις τιράντες και τα γυαλιά.

Το καλλιτεχνικό του έργο αποτελεί μια παρακαταθήκη στο διηνεκές. Ένα χώρο συνάντησης, προσωπικής αντανάκλασης και πολιτικού προβληματισμού.

Ο «Νιόνιος» είναι αφηγητής της σύγχρονης μεταπολιτευτικής λαϊκής ιστορίας σε έναν διάλογο που δεν κλείνει.

Το έργο παραμένει ως αποτύπωμα μιας ιστορίας αλλά και ως σημείο αναφοράς, αναπόλησης και ελπίδας. Και κάθε φορά που το ακούμε θα σιγοψιθυρίζουμε «Εις το επανιδείν».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version