«Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…»: πώς μια «απλή φράση» καθιστά τον ρατσισμό αόρατο

Το ερευνητικό πρόγαμμα TRACE του Πανεπιστημίου Πατρών αναδεικνύει μια σχετικά νέα μορφή ρατσισμού, τον ρευστό ρατσισμό. Μιλήσαμε με τον επικεφαλής του προγράμματος, Αργύρη Αρχάκη, για τα όρια του (αντι)ρατσιστικού λόγου και πώς η επιστημονική έρευνα γίνεται πράξη ακτιβισμού.

«Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…»: πώς μια «απλή φράση» καθιστά τον ρατσισμό αόρατο

Σε μια περίοδο όπου ο ρατσιστικός και αντιμεταναστευτικός λόγος θεσμοποιείται συστηματικά, η συζήτηση με τον Αργύρη Αρχάκη, καθηγητή Ανάλυσης Λόγου και Κοινωνιογλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Ο Αργύρης Αρχάκης είναι ο επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος TRACE, ενός πρωτοποριακού εγχειρήματος κοινωνιογλωσσολογικής διερεύνησης μέσω του οποίου επιχειρείται να φωτιστεί ο ρευστός ρατσισμός, δηλαδή ο ύπουλος, αθέατος και ευέλικτος ρατσιστικός λόγος που διεισδύει ακόμα και σε καλοπροαίρετα, «αντιρατσιστικά» κείμενα.

Ο Αργύρης Αρχάκης και η ερευνητική του ομάδα αποδομούν την επιφανειακά ανθρωπιστική ρητορική και αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο η πολιτισμική υπεροψία, ο πατερναλισμός και η λογική της αφομοίωσης «ντύνονται» με τη γλώσσα της αποδοχής.

Μιλώντας στο BHMA, εξηγεί τι είναι ο ρευστός ρατσισμός, γιατί η αποδόμησή του είναι κρίσιμη, ποιες είναι οι γλωσσικές στρατηγικές που τον αποκαλύπτουν, αλλά και γιατί η επιστημονική έρευνα οφείλει να παίρνει θέση  και να λειτουργεί ως μια πράξη αντίστασης και ακτιβισμού.

Και μια προσωπική σημείωση: η συζήτησή μας πραγματοποιήθηκε πριν τις σοβαρές καταγγελίες της ακαδημαϊκής κοινότητας για τη διάθεση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την ενίσχυση του ερευνητικού έργου των δημόσιων κρατικών πανεπιστημίων. Ακαδημαϊκά έργα όπως το TRACE, σε ερευνητικά πεδία που πλήττονται από την υποχρηματοδότηση, αποδεικνύουν για πολλοστή φορά το υψηλό επίπεδο του δημόσιου πανεπιστημίου.

Πώς γεννήθηκε το πρόγραμμα TRACE και ποιος είναι ο ερευνητικός του στόχος σε σχέση με τον ρατσισμό;

Ο τίτλος TRACE αποτελεί ακρωνύμιο από τον αγγλικό τίτλο του ερευνητικού προγράμματος Tracing Racism in Anti-raCist discoursΕ (Ανιχνεύοντας τον ρατσισμό στον αντιρατσιστικό λόγο). Ως κεντρική του ιδέα έχει τη διερεύνηση των αθέατων, ευέλικτων και ρευστών διαστάσεων του ρατσισμού οι οποίες, μεταμφιεσμένες με ανθρωπισμό, κατορθώνουν να εμφιλοχωρούν σε αντιρατσιστικά κείμενα.

Η ιδέα της κοινωνιογλωσσολογικής διερεύνησης του ρευστού ρατσισμού γεννήθηκε μέσα από τη ζεστασιά και την αλληλεγγύη μιας μεγάλης παρέας ανθρώπων (15 συνεργάτες/ιδες από πολλά διαφορετικά πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού) με συγκλίνοντα ερευνητικά και πολιτικά ενδιαφέροντα ως προς την κριτική ανάλυση κειμένων.

«Ο ρευστός ρατσισμός αποτελεί μια νέα, θα λέγαμε σύγχρονη, μορφή ρατσισμού».

Η ιδέα αυτή διαμορφώθηκε κατάλληλα σε ερευνητική πρόταση και υποβλήθηκε προς χρηματοδότηση στο Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.). Το πρόγραμμα TRACE είναι από τα ελάχιστα της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Πάτρας που απέσπασε σημαντική, για τα επίπεδα των κοινωνικών επιστημών, χρηματοδότηση.

Τι είναι ο «ρευστός ρατσισμός» και πώς θα τον εξηγούσατε σε κάποιον που τον ακούει πρώτη φορά;

Ο ρευστός ρατσισμός αποτελεί μια νέα, θα λέγαμε σύγχρονη, μορφή ρατσισμού. Κυκλοφορεί σε κείμενα που, φαινομενικά τουλάχιστον, υιοθετούν ανθρωπιστική και αντιρατσιστική στάση. Δεν έχει ακραία και «σκληρά» χαρακτηριστικά, καθώς δεν αναφέρεται ρητά στην εξόντωση, τον αποκλεισμό και τον εξοβελισμό των διαφορετικών Άλλων, για παράδειγμα των μεταναστών/τριών. Αντίθετα, η εμφάνισή του προϋποθέτει αναφορές στην ανοχή, την αποδοχή, την ένταξη, ακόμα και τη συμπερίληψη των διαφορετικών Άλλων, υπό τον όρο, ωστόσο, της παθητικοποίησης και της αφομοίωσής τους. Έτσι, μπορεί να μην καταγράφεται πάντα επιθυμία ή προσδοκία εκδίωξης των διαφορετικών Άλλων, αλλά η διαφορετικότητά τους σε κάθε περίπτωση απαξιώνεται.

Με άλλα λόγια, ο ρευστός ρατσισμός δεν προβάλλει τους/τις διαφορετικούς/ές Άλλους/ες ως βιολογικά κατώτερους/ες και απορριπτέους/ες, όπως συμβαίνει με τον λόγο μίσους. Μπορεί μάλιστα να πλαισιώνεται από διατυπώσεις που άμεσα ή έμμεσα αρνούνται τον ρατσισμό, όπως το γνωστό μας «Δεν είμαι ρατσιστής/τρια». Ωστόσο, υπογραμμίζει την πολιτισμική ασυμβατότητα των διαφορετικών Άλλων με το κυρίαρχο πλειονοτικό αξιακό πλαίσιο («αλλά αυτοί/ές δεν είναι σαν κι εμάς στον τρόπο ζωής, σίτισης, ένδυσης κ.λπ.») και (εμμέσως) τους/τις προτρέπει στην αφομοίωση, καθώς η διασταύρωση (φυσική ή πολιτισμική) με τους/τις πλειονοτικούς/ές είναι κάτι που παρουσιάζεται ως απειλή αλλοίωσης της πολιτισμικής/εθνικής τάξης.

Γιατί είναι καίριο να ξεφύγουμε από το δυαδικό σχήμα ρατσιστικός vs. αντιρατσιστικός λόγος και να υιοθετήσουμε περισσότερο δυναμικά ερμηνευτικά σχήματα;

Οι ρευστές μεταμορφώσεις του ρατσισμού, όπως τις περιέγραψα, συνιστούν ένα φαινόμενο δυναμικό, διαρκώς ανανεούμενο και μάλλον χωρίς ορατό τέλος. Για να συλλάβουμε το φαινόμενο αυτό θα πρέπει πράγματι να ξεφύγουμε από το  δυαδικό σχήμα ρατσιστικός vs. αντιρατσιστικός λόγος. Ο ρευστός ρατσισμός εντοπίζεται ακριβώς στην τομή, στην παράδοξη σύζευξη ρατσιστικών και αντιρατσιστικών ιδεών, θέσεων και προθέσεων μέσα στο ίδιο κείμενο. Ως εκ τούτου, προϋποθέτει και προωθεί αμφισημίες.

«Στο πλαίσιο του προγράμματος TRACE έχουμε διαμορφώσει μια εργαλειοθήκη εντοπισμού και ανίχνευσης στοιχείων ρατσισμού σε αντιρατσιστικά κείμενα».

Όπως προανέφερα, η βασική του μήτρα είναι το αντιθετικό σχήμα «Δεν είμαι ρατσιστής/τρια, αλλά…». Με ποικίλες παραλλαγές αυτού του σχήματος, ο ρατσισμός κατορθώνει να γίνεται αόρατος, ευέλικτος, διεισδυτικός και να εμφιλοχωρεί σε κείμενα που, προγραμματικά τουλάχιστον, εκλαμβάνονται ως αντιρατσιστικά. Προκύπτει έτσι το φαινόμενο του ρευστού ρατσισμού το οποίο κατορθώνει και αποδυναμώνει τις άμυνές μας ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και υποτιμήσεις.

Στην πράξη, στο ελληνικό πλαίσιο, πώς πραγματώνεται ο ρευστός ρατσισμός; Ποιες είναι οι πιο συνηθισμένες γλωσσικές στρατηγικές που όταν τις ακούμε ή τις διαβάζουμε θα πρέπει να μας υποψιάζουν;

Σύμφωνα με τα πορίσματα των ερευνών μας στο πλαίσιο του TRACE, ο ρευστός ρατσισμός σε αντιρατσιστικά/ανθρωπιστικά κείμενα πραγματώνεται, σε γενικές γραμμές, ως εξής: οι μετανάστες/τριες συχνά αναπαριστάνονται μέσα από τη χρήση ποσοτικών και στατιστικών στοιχείων, με πολύ περιορισμένη πρωτοβουλία και δράση, ποτέ στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας, σχεδόν αποκλειστικά ως αδύναμοι/ες, ευάλωτοι/ες και πάσχοντες/ουσες, πρόθυμοι/ες να δεχτούν τη φιλάνθρωπη, πατερναλιστική βοήθεια των ισχυρών πλειονοτικών, πρόθυμοι/ες εντέλει να αποδεχτούν το κυρίαρχο αξιακό πλαίσιο, να το εσωτερικεύσουν, και πλήρως αφομοιωμένοι/ες να ενταχθούν στην πλειονοτική κοινωνία, με τρόπο ανώδυνο για αυτήν.

Ο κύριος Αρχάκης, επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος TRACE, επισημαίνει στο ΒΗΜΑ ότι οι αναγνώστες και οι αναγνώστρίες οφείλουν να είναι «διαρκώς “καχύποπτοι/ες” για τις ιδεολογικές σκοπιμότητες  των πληροφοριών που διαδίδονται και για τον τρόπο που διαδίδονται».

Αυτό που περιγράφετε φέρνει στο μυαλό μου και τα success stories των μεταναστών/ριών…

Πράγματι, οι επιμελημένες ιστορίες των μεταναστών/τριών σε ιστοσελίδες ανθρωπιστικών (μη κυβερνητικών) οργανώσεων, παρουσιάζουν συνήθως «ιδανικούς/ές» μετανάστες/τριες που λειτουργούν ως πρότυπο, ως υπόδειγμα, αλλά και ως υπόδειξη στους/στις διαφορετικούς/ές Άλλους/ες για το πώς να μεταλλαχθούν σε «κατάλληλους/ες» Άλλους/ες, ώστε να γίνουν αποδεκτοί/ές από τον εθνικό, πλειονοτικό πληθυσμό.

Θα ήταν χρήσιμο να υπήρχε ένας επίσημος οδηγός αντιρατσιστικού λόγου; Κι αν ναι, πού τίθεται το όριο ανάμεσα στις άνωθεν ρυθμιστικές παρεμβάσεις στη γλωσσική χρήση και τη λογοκρισία;

Στο πλαίσιο του προγράμματος TRACE έχουμε διαμορφώσει μια εργαλειοθήκη εντοπισμού και ανίχνευσης στοιχείων ρατσισμού σε αντιρατσιστικά κείμενα. Η εργαλειοθήκη αυτή δεν αποτελεί αυστηρό «οδηγό» που υπαγορεύει τι επιτρέπεται και τι όχι. Με απλά λόγια, η εργαλειοθήκη μας περιλαμβάνει ερωτήσεις κάθε μία από τις οποίες καλεί τον/την αναγνώστη/ρια να σταθεί αναστοχαστικά πάνω στο κείμενο και να διερευνήσει τα γλωσσικά μέσα με τα οποία ενδεχομένως ο ρατσισμός διεισδύει σε αντιρατσιστικά κείμενα.

Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα μιας τέτοιας αναστοχαστικής ερώτησης;

Ενδεικτικά, είναι η εξής: «Προωθείται στα αντιρατσιστικά κείμενα η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, χωρίς να γίνεται λόγος για το πώς θα διατηρηθεί η γλώσσα και ο πολιτισμός των μεταναστών/τριών;». Μια τέτοιου τύπου ερώτηση επιδιώκει να αναδείξει το γεγονός ότι συχνά στα αντιρατσιστικά κείμενα επιδιώκεται και προωθείται η γλωσσική και πολιτισμική αφομοίωση των διαφορετικών Άλλων ως «ένταξη». Έτσι, συνηθέστατα οι γλώσσες και οι πολιτισμοί των μεταναστών/τριών έμμεσα απαξιώνονται και υποτιμώνται, χωρίς να διερευνάται η δυνατότητα ισότιμης αλληλεπίδρασης, επαφής και μείξης με την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό της.

Για να επανέλθω στο προηγούμενο ερώτημά σας, δεν έχουμε δημιουργήσει έναν «οδηγό» που να ορίζει πώς πρέπει να είναι ένα «γνήσια» αντιρατσιστικό κείμενο. Επιλέξαμε δηλαδή να αποφύγουμε τις άνωθεν ρυθμιστικές οδηγίες πολιτικής ορθότητας, οι οποίες θα μπορούσαν να παρερμηνευθούν ως λογοκρισία. Προτιμήσαμε να διαμορφώσουμε εργαλεία-ερωτήσεις κριτικού αναστοχασμού πάνω στα αντιρατσιστικά κείμενα. Οι τελικές επιλογές των δημιουργών ενός κειμένου είναι πάντα αποκαλυπτικές των ιδεολογικών τους τοποθετήσεων.

Μέσα στον καταιγισμό και την αποσπασματικότητα των πληροφοριών, οι αναγνώστες έχουν χρόνο για μια τέτοια διαδικασία;

Μια από τις κεντρικές στοχεύσεις του κριτικού αναστοχασμού, και ευρύτερα του κριτικού γραμματισμού, είναι οι αναγνώστες/τριες να βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση και ετοιμότητα. Να είναι διαρκώς «καχύποπτοι/ες» για τις ιδεολογικές σκοπιμότητες  των πληροφοριών που διαδίδονται και για τον τρόπο που διαδίδονται. Να μην γίνονται έρμαια του καταιγισμού και της αποσπασματικότητας των πληροφοριών.

Ανάμεσα στα είδη λόγου που μελετήσατε είναι και ο χιουμοριστικός λόγος. Πώς διαχέεται ο ρευστός ρατσισμός στο χιούμορ;

Ο χιουμοριστικός λόγος δεν είναι ενιαίος ούτε ομοιογενής. Αδρομερώς, μπορούμε να διακρίνουμε, μεταξύ άλλων, ανάμεσα στον ρατσιστικό χιουμοριστικό λόγο, ο οποίος παρουσιάζει την κοινωνικοπολιτισμική ποικιλότητα ως ασύμβατη και ασκεί υποτιμητική κριτική λ.χ. προς τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, και τον αντιρατσιστικό χιουμοριστικό λόγο, ο οποίος, αντίστροφα, παρουσιάζει τον ρατσισμό ως ασύμβατο και ασκεί κριτική στους/τις υποστηρικτές/τριές του για τις αξίες και τις πρακτικές τους. Αν και θεωρητικά είναι σαφής η διαφορά ανάμεσα στους δύο λόγους, στις χιουμοριστικές επιτελέσεις δεν είναι πάντα εύκολο ούτε αυτονόητο να γίνει η διάκριση του ενός από τον άλλο.

«Στο πλαίσιο μιας άκαμπτης πολιτικής ορθότητας, υπάρχει ο κίνδυνος να διαμορφωθεί μια νέα, λογοκριτική νόρμα».

Στην έρευνά μας έχουμε εντοπίσει «αντιρατσιστικά» χιουμοριστικά σποτάκια τα οποία, ενώ στρέφουν τα χιουμοριστικά τους βέλη σε πλειονοτικούς ανθρώπους π.χ. λόγω της απαξιωτικής τους συμπεριφοράς σε «μελαμψούς/ές μετανάστες/τριες», χρησιμοποιούν ως επιχείρημα για να καταδικάσουν τις ρατσιστικές πλειονοτικές συμπεριφορές το γεγονός ότι οι μετανάστες/τριες αυτοί/ές έχουν μάθει «άπταιστα» ελληνικά και ότι θαυμάζουν τον ελληνικό πολιτισμό. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται ο ρευστός ρατσισμός που προϋποθέτει ως όρο για την «ένταξη» και αποδοχή των Άλλων, τη ρατσιστική αφομοίωσή τους, δηλαδή το «να μοιάζουν αρκετά με εμάς».

Όπως γνωρίζετε, αρκετοί κωμικογράφοι διαμαρτύρονται ότι δεν είναι πια ελεύθεροι να γράφουν όπως θέλουν. Υπάρχει κίνδυνος για λογοκρισία;

Πράγματι, στο πλαίσιο μιας άκαμπτης πολιτικής ορθότητας, υπάρχει ο κίνδυνος να διαμορφωθεί μια νέα, λογοκριτική νόρμα. Αν και μια τέτοια προοπτική δεν είναι επιθυμητή, από την άλλη, θα πρέπει όλοι/ες -και οι κωμικογράφοι- να βρισκόμαστε σε μια αναστοχαστική εγρήγορση και διαρκώς να αναθεωρούμε γλωσσικές, επικοινωνιακές, χιουμοριστικές επιλογές μας που ενδεχομένως έχουν πλήξει ή περιθωριοποιήσει κάποιους συνανθρώπους μας. Και νομίζω υπάρχουν τέτοια παραδείγματα. Π.χ. ο σεναριογράφος της πετυχημένης σειράς Στο Παρά Πέντε ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε χιουμοριστικά τους διεμφυλικούς ανθρώπους. Νομίζω ότι αξίζει επίσης να ξανασκεφτούμε τη συστηματική χιουμοριστική στοχοποίηση των διαλεκτόφωνων στην ίδια σειρά, με τις περιβόητες «επαρχιώτικες» ουρανικές πραγματώσεις της Αμαʎίας (όπως στο μηɲύσεις). Και το παράδειγμα της αναστοχαστικής αυτοκριτικής, θα ήταν ευκταίο να το ακολουθήσουν και άλλοι/ες κωμικογράφοι.

Τόσο στους τόμους του TRACE όσο και στις δημόσιες τοποθετήσεις σας που αφορούν το συγκεκριμένο ερευνητικό έργο αναφέρετε ότι ανάμεσα στα κίνητρά σας για την ενασχόλησή σας με το θέμα είναι και ο «ακαδημαϊκός ακτιβισμός». Σε τι ακριβώς συνίσταται;

Να πω καταρχάς ότι έχουμε εκδώσει δύο συλλογικούς τόμους. Ο πρώτος κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πεδίο με τίτλο «Ιχνηλατώντας τη διείσδυση του ρατσισμού στον αντιρατσιστικό λόγο: Μελέτες για τον ρευστό ρατσισμό» (επιμέλεια Αργύρης Αρχάκης, Ράνια Καραχάλιου & Βίλλυ Τσάκωνα, 2023). Ο δεύτερος κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις John Benjamins, απευθύνεται στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και έχει τίτλο «Exploring the Ambivalence of Liquid Racism: In between Antiracist and Racist Discourse» (editors Argiris Archakis & Villy Tsakona, 2024). Οι τόμοι αυτοί περιέχουν μελέτες που αναλύουν διεξοδικά και σε βάθος ποικίλες διαστάσεις του ρευστού ρατσισμού.

Όπως σωστά σημειώνετε, τόσο στους τόμους μας όσο και στις δημόσιες τοποθετήσεις μας, επιμένουμε στην ανάγκη ακαδημαϊκού ακτιβισμού. Με αυτό εννοούμε την επιδίωξη ευρείας κοινωνικής διάχυσης των πορισμάτων της έρευνάς μας (βλ. σχετικά το παράθυρο Διάχυση Αποτελεσμάτων της ιστοσελίδας του προγράμματός μας https://trace2019.wixsite.com/trace-project), έτσι ώστε αυτά να έχουν πραγματικό κοινωνικό αντίκτυπο και όχι να περιοριστούν στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Πέρα από τη συμμετοχή μας σε επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια, οργανώνουμε ομιλίες σε κοινωνικούς φορείς, επιμορφωτικά σεμινάρια και εργαστήρια κριτικού γραμματισμού σε σχολεία, βιβλιοπαρουσιάσεις και δημόσιες συζητήσεις με το ευρύ κοινό.

«Η ρητά δηλωμένη πολιτική θέση είναι αυτή που διασφαλίζει την αξιοπιστία των πορισμάτων της έρευνας».

Επιχειρούμε έτσι να ευαισθητοποιήσουμε σε ζητήματα ρευστού ρατσισμού ανθρώπους που δηλώνουν ή θεωρούν τους/τις εαυτούς/ές τους αντιρατσιστές/τριες. Και θα μου επιτρέψετε εδώ να παρατηρήσω το εξής: η σκαιά απανθρωποποίηση των Παλαιστίνιων και η γενοκτονία στη Γάζα ίσως να μην είχαν γίνει τόσο ασυγχώρητα ανεκτές (αν όχι σιωπηρά αποδεκτές) από τον δυτικό κόσμο, αν υπήρχε στοιχειώδης κριτική εγρήγορση ενάντια στη ρευστή διάδοση και την επακόλουθη κανονικοποίηση του ακροδεξιού και του ρατσιστικού λόγου.

Αν και η κριτική σχολή της Φρανκφούρτης ήδη από τη δεκαετία του 1930 έχει αναδείξει τον ιδεολογικά φορτισμένο και σε κάθε περίπτωση μη ουδέτερο χαρακτήρα της επιστήμης, πώς ένας ερευνητής διασφαλίζει την αξιοπιστία των συμπερασμάτων του όταν έχει ρητά δηλωμένη πολιτική θέση ως προς τα δεδομένα που αναλύει; Ποιες ήταν οι προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ομάδα του TRACE;

Η ρητά δηλωμένη πολιτική θέση είναι αυτή που διασφαλίζει την αξιοπιστία των πορισμάτων της έρευνας, διότι ακριβώς αποκαλύπτει και δεν βάζει κάτω από το χαλί την οπτική, τα κίνητρα και, αν θέλετε, τις σκοπιμότητες των ερευνητών/τριών. Κι εδώ βεβαίως μπορούμε να θυμηθούμε τον Τέουν Βαν Ντάικ, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου, ο οποίος επισημαίνει ότι το αίτημα για «αντικειμενικότητα» στην προσέγγιση των ζητημάτων του κοινωνικού κόσμου μάλλον προέρχεται από όσους/ες επιδιώκουν τη διατήρηση και διαιώνιση της ισχύουσας τάξης πραγμάτων.

Οι ερευνητές/τριες του προγράμματος TRACE έχουμε -ή τουλάχιστον προσπαθούμε να έχουμε- σαφή και ειλικρινή αντιρατσιστική τοποθέτηση. Στις εισηγήσεις και τις παρεμβάσεις μας συναντάμε συχνά αντιστάσεις, καθώς προσπαθούμε να πείσουμε τους/τις συνομιλητές/ριές μας ότι τα κείμενα που αναλύουμε, παρά τις αντιρατσιστικές τους πλαισιώσεις ή διακηρύξεις, ενσωματώνουν ρευστό ρατσισμό, ο οποίος, ίσως αποτελεσματικότερα από τον ρητά εκφρασμένο ρατσισμό, συμβάλλει σε εθνορατσιστικούς στόχους αφομοίωσης και ομογενοποίησης. Δεν είμαι βέβαιος αν κατορθώνουμε πάντα να πείθουμε. Όμως, επιμένουμε!

Πώς ένας ερευνητής, ο οποίος δεν είναι μετανάστης και ζει σε ένα δυτικό έθνος-κράτος, περιορίζει ή εκμηδενίζει το ρόλο που διαδραματίζουν τα προνόμιά του όταν μελετά πτυχές του (αντι)ρατσιστικού λόγου;

Προφανώς τα προνόμια των δυτικών ερευνητών/τριών ούτε περιορίζονται ούτε βέβαια εκμηδενίζονται. Θα τολμούσα, έστω καθ’ υπερβολήν, τη γενίκευση ότι ο δυτικός άνθρωπος φαίνεται να υπάρχει «εξ ορισμού ρατσιστικά», σε βάρος πολλών άλλων ανθρώπων σε πολλά σημεία του πλανήτη. Το κρίσιμο ζήτημα βέβαια είναι οι δυτικοί/ές ερευνητές/τριες να έχουν επίγνωση των προνομίων τους και ξεκάθαρη πολιτική και ερευνητική στόχευση και τοποθέτηση σε σχέση με αυτά.

«Ο ανθρωπιστικός/αντιρατσιστικός λόγος θα έλεγα ότι σε αρκετές εκφάνσεις του ίσως αποτελεί μια ενοχική δυτική επινόηση».

Επιδιώξεις της ερευνητικής ομάδας του TRACE είναι η κριτική μελέτη του ανθρωπιστικού/αντιρατσιστικού λόγου και η ανάδειξη της καλυμμένης υποκρισίας του. Ο ανθρωπιστικός/αντιρατσιστικός λόγος θα έλεγα ότι σε αρκετές εκφάνσεις του ίσως αποτελεί μια ενοχική δυτική επινόηση που μάλλον συμβάλλει στη διατήρηση και όχι στην αμφισβήτηση των δυτικών προνομίων. Συχνά πλαισιώνει τη συζήτηση για τα μεταναστευτικά ζητήματα, χωρίς να είναι εμφανής η υποκρισία του. Καλύπτει έτσι τον ρατσισμό, τον καθιστά αθέατο και ρευστό και του δίνει άλλοθι να κυκλοφορεί ανενόχλητος σε κείμενα και να διαμορφώνει συνειδήσεις.

Πόσο αναγκαίο ή απαραίτητο είναι το προσωπικό βίωμα για την ανάλυση και ερμηνεία των διακρίσεων στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες;

Τα προσωπικά βιώματα παίζουν αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της ταυτότητας και των πολιτικών τοποθετήσεών μας. Μιλώντας λοιπόν περισσότερο προσωπικά, το κίνητρό μου να ασχοληθώ με τον ρευστό ρατσισμό και τα μεταναστευτικά ζητήματα στο πλαίσιο της Κριτικής Ανάλυσης Λόγου τα τελευταία χρόνια συνδέεται άμεσα με τη δέσμευσή μου να αναδείξω την υποκρισία που συχνά συνοδεύει τις «ανθρωπιστικές/αντιρατσιστικές αξίες» όπως αυτές εσωκλείονται στον εθνικό και τον ευρωπαϊκό λόγο.

Παρακολουθώ συστηματικά τις μετακινήσεις μεταναστών/τριών προς την Ελλάδα από διάφορες χώρες της Βαλκανικής, της Ασίας και της Αφρικής ως μέλος μιας συλλογικότητας, της Κίνησης για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων Προσφύγων/ισσών και Μεταναστών/τριών στην Πάτρα. Από τη θέση αυτή, έχω γνωρίσει από πολύ κοντά την αγεφύρωτη ανισότητα μεταξύ των μεταναστών/τριών και του πλειονοτικού πληθυσμού. Και είναι πλέον απολύτως σαφές σε μένα -και μέσα από τις αυθόρμητες/ μη επιμελημένες αφηγήσεις των μεταναστών/τριών- ότι οι ανθρωπιστικές αξίες, παρά την εκτεταμένη επίκληση τους, συχνά αποδεικνύονται κενές περιεχομένου για την καθημερινότητα των μεταναστών/τριών: Οι μετανάστες/τριες, αν δεν έχουν εκδιωχθεί/ πνιγεί/ δολοφονηθεί, εντοπίζονται να «σπαρταρούν» στο περιθώριο του πλειονοτικού κοινωνικού περιβάλλοντος, απαξιωμένοι/ες κοινωνικά, πολιτισμικά, γλωσσικά, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες. Και, παρ’ όλα αυτά, πολλοί/ές από εμάς τους/τις πλειονοτικούς/ές δυτικούς/ές εξακολουθούμε αμέριμνοι/ες να νομίζουμε και να διατυπώνουμε σε δημόσιο «ανθρωπιστικό» λόγο τη θέση ότι «δεν είμαστε ρατσιστές/τριες…».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version