«Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!» Αν δε σας λέει κάτι η φράση, τότε μάλλον κακώς διαβάζετε αυτή τη στήλη, η οποία – όσο να ‘ναι – τη συμπαθεί τη νοσταλγία. Για εμάς, τις/τους μπούμερ, η συσχέτιση της φράσης με τη Βούλα Πατουλίδου είναι άμεση. Στις 6 Αυγούστου του 1992, η δρομέας κατακτούσε στα 100 μέτρα με εμπόδια, το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στη Βαρκελώνη. Λίγες μέρες πριν, ανάλογη επιτυχία σημείωνε ο Πύρρος Δήμας στην άρση βαρών.
Πατουλίδου και Δήμας σηματοδότησαν την έναρξη μιας χρυσής περιόδου για τον ελληνικό αθλητισμό. Ξαφνικά, η χώρα από παρίας έγινε πρωταγωνίστρια, ανταγωνιστική, με επιτυχίες σε σειρά αθλημάτων. Αποκορύφωμα της διαδικασίας, φυσικά, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, το ζενίθ της εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης της χώρας, με τον κατασκευαστικό οργασμό και την πάνδημη λαϊκή συμμετοχή, είτε από τη θέση του θεατή είτε και του εθελοντή.
Τη συνέχεια την ξέρουμε και μοιάζει πιο κοινότοπη και από την καθιερωμένη έλλειψη ειδήσεων τον Αύγουστο. Το ελληνικό ολυμπιακό όνειρο άρχισε να καταρρέει με ρυθμούς ανάλογους της οικονομίας, με τα σκάνδαλα του ντόπινγκ να συναγωνίζονται τις διαδοχικές πολιτικές επιλογές που μας έκαναν μία από τις πιο ευάλωτες χώρες απέναντι στην κρίση. Όσο για τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις, βρέθηκαν θλιβερά παρατημένες, θυμίζοντας τη ρήση του Λίχτενμπεργκ «θλιμμένος, σαν την άδεια ταΐστρα ενός νεκρού πουλιού».
Παρ’ όλα αυτά, η επιτυχία της Βούλας Πατουλίδου λειτουργεί ακόμα ευεργετικά στο θυμικό. Σαν μια ταινία που όταν την βλέπεις δεύτερη φορά δεν αγωνιάς για την εξέλιξη, αλλά απολαμβάνεις την κατασκευαστική της τέχνη. Η επιτυχία της Πατουλίδου έρχεται ως επιστέγασμα μιας ατομικής προσπάθειας, που ξεπερνάει εντούτοις το άτομο και εγγράφεται σε έναν συλλογικό σκοπό. Πέρα από το εθνικό, όπως θα υπονοούσε πιθανότατα το «για την Ελλάδα», υποκρύπτεται θεωρώ ένα πιο βαθιά κοινοτικό όραμα, η πεποίθηση μάλλον ότι η προσπάθεια δεν εξαντλείται στον πρωταθλητισμό, αλλά γυρνά στην κοινωνία που τη στηρίζει. Είναι σαν να επιστρέφει ο αθλητής κομμάτι του θαυμασμού στο κοινό.
Αυτός πιθανόν είναι ο λόγος που εμπνέουν σήμερα αθλητές σαν τον Μίλτο Τεντόγλου ή τον Εμμανουήλ Καραλή (που έσπασε το περασμένο Σάββατο ακόμα μια φορά το πανελλήνιο ρεκόρ στο επί κοντώ). Διατηρούν ενεργή την ταύτιση του κοινού με τον επιτυχημένο αθλητή, με αυτόν τον «περίεργο» τρόπο: δε βάζω τον εαυτό μου στη θέση του, δε φαντασιώνομαι τις προπονήσεις και τα βάθρα, αλλά αντλώ μια σύνδεση σε μια ενότητα. «Είμαστε στο εμείς», για να θυμηθούμε την κλασική φράση του Μακρυγιάννη – ακόμα κι αν πρόκειται για ατομικό άθλημα. Διότι, ο Τεντογλου κι ο Καραλής μάς μοιάζουν και δε μας μοιάζουν, αλλά τους παραδεχόμαστε, «τους πάμε», τους θέλουμε πολλοί και διάφοροι «εμείς» στο δικό μας «εμείς».
Αυτό φαίνεται πιο καθαρά αν εξετάσουμε περιπτώσεις περισσότερο ανταγωνιστικών – ως προς τις ταυτίσεις που δημιουργούν – αθλητών. Σκέφτομαι χαρακτηριστικά τον Νόβακ Τζόκοβιτς. Αγαπητός σε πάρα πολλούς, ο Τζόκοβιτς εντούτοις δε δημιουργεί ταύτιση στο συλλογικό αλλά στο εθνικό. Προβάλλοντας τη σέρβικη ταυτότητα, τις συντηρητικές έως και αντιδραστικές σε πολλά σημεία απόψεις, την οικογενειακή ζωή, ο Τζόκοβιτς απευθύνεται σε ένα θυμικό που, μέσω του αθλητικού θεάματος, ενσωματώνεται παθητικά σε μια συλλογικότητα. Ακριβώς επειδή η διαδικασία είναι εντέλει διαχωριστική (δημιουργεί ένα εμείς απέναντι στους άλλους) δημιουργεί και αντιπάθειες.
Σε μια εποχή που ο αθλητισμός γίνεται όλο και περισσότερο θέαμα, η επιλογή ανάμεσα στους δύο αυτούς τρόπους ταύτισης έχει θεωρώ μεγάλη αξία. Δείχνει ίσως τι προσβλέπουμε όταν παρακολουθούμε ένα σπορ: να συμμετάσχουμε κάπου ή να κερδίσουμε τους άλλους; Η απάντηση είναι εντέλει βαθιά αποκαλυπτική για το σε ποιο «εμείς» βρισκόμαστε, για το ποια κοινωνία οραματιζόμαστε.
