Η Μονή Σινά ως ΝΠΔΔ…

Θα πρέπει να συνεχιστούν συντονισμένα οι προσπάθειες, ώστε και η αιγυπτιακή πλευρά να αναγνωρίσει στη Μονή τη νομική της προσωπικότητα και τα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα επί της ακίνητης περιουσίας της…

Η Μονή Σινά ως ΝΠΔΔ…

«Το Ιουστινιάνειο φρούριο που κατόρθωσε να γίνει ένα μικρό Κράτος εν Κράτει»• έτσι περιγράφει το status της Ι. Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά ο λογοτέχνης Γ. Θεοτοκάς στις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», το διήμερο 24/25 Μαΐου 1960. Αυτό το status, ωστόσο, αμφισβητήθηκε με απόφαση αιγυπτιακού εφετείου, με την οποία, στα τέλη του περασμένου Μαΐου, τερματίστηκε (;), κάπως απροσδόκητα, μια δικαστική αντιμαχία περίπου 15 ετών. Η εν λόγω απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται στη Μονή μόνο η κατοχή και χρήση των λατρευτικών χώρων της και κάποιων πέριξ αυτής εκτάσεων, ενώ αμφισβητούνται τα δικαιώματά της επί άλλων, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, με πολιτικά και νομικά συμφραζόμενα.

Στα τελευταία καταλέγεται νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, η δημόσια διαβούλευση του οποίου έληξε στις 22/7, για την ίδρυση νομικής οντότητας στην ελληνική έννομη τάξη, με την επωνυμία «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή του Αγίου και Θεοβάδιστου όρους Σινά στην Ελλάδα», με τη μορφή, μάλιστα, του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Το νομικό αυτό μόρφωμα θα εκπροσωπεί στην Ελλάδα τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, που εδρεύει από τα μισά του 6ου αιώνα στο Σινά και θα μπορεί να διαχειρίζεται την περιουσία που τυχόν της ανατεθεί από αυτήν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ρύθμιση αυτή κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με τον χαρακτηρισμό του υπό σύσταση νομικού προσώπου ως δημοσίου δικαίου, γεγονός το οποίο επιφυλάσσει για αυτό την αυξημένη έναντι τρίτων προστασία του ελληνικού δημοσίου, χωρίς ταυτόχρονα να το μετατρέπει σε κρατικό νομικό πρόσωπο – εξέλιξη η οποία θα αναιρούσε τη θρησκευτική αυτοτέλειά του.

Πλην όμως, δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πανάκεια για τη διευθέτηση του ζητήματος που, ως μη όφειλε, έχει ανακύψει. Αντιθέτως, θα πρέπει να συνεχιστούν συντονισμένα οι προσπάθειες, ώστε και η αιγυπτιακή πλευρά να αναγνωρίσει στη Μονή τη νομική της προσωπικότητα και τα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα επί της ακίνητης περιουσίας της…

Στη συνάφεια αυτή υποστηρίζεται ότι, με δεδομένη την αρχαιολογική και πολιτισμική αξία του χώρου, η ιδιοκτησία επ’ αυτού δεν μπορεί να ανήκει παρά μόνο στο αιγυπτιακό Δημόσιο. Ωστόσο, η ανάγκη προστασίας των αρχαιοτήτων δε συνεπάγεται, άνευ άλλου, στέρηση της ιδιοκτησίας της «Αρχιεπισκοπής Σινά». Άλλωστε, η πολιτισμική σημασία του συγκεκριμένου μοναστικού χώρου δεν είναι εκείνη που υπερέχει, περιβάλλοντάς τον απλώς με ένα «επίχρισμα θρησκευτικότητας» (parfum de religiosité), αλλά πρωτίστως η θρησκευτική του ιδιότητα, ως τόπος λατρείας και τρόπος ζωής, και μάλιστα εν λειτουργία, εννοιοδοτεί τον χαρακτήρα του ως πολιτιστικό αγαθό, άξιο προστασίας…

Εξάλλου, η πραγματικότητα αυτή, τα ιδιοκτησιακά δηλαδή δικαιώματα της Μονής επί των οικοπέδων, εκκλησιών και άλλων συναφών ακινήτων της, που λειτουργούν προστατευτικά για την αυτονομία της ίδιας και τη θρησκευτική ελευθερία των μοναχών της, έχει αναγνωριστεί από το αιγυπτιακό κράτος, ήδη τόσο από το 1979 (Προεδρικό Διάταγμα 263), όσο και από το 2002, με την ένταξη της Μονής στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco, η οποία συνεπάγεται και μία διεθνή δέσμευση. Άρα, η όψιμη αμφισβήτηση είναι μάλλον εκ του πονηρού…

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής ΕΚΠΑ, είναι Διευθυντής του Εργαστηρίου «Εκκλησιαστικού Δικαίου και σχέσεων Κράτους – Θρησκευμάτων» στην ίδια Σχολή

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version