Με αφορμή την επιτυχημένη πορεία της ταινίας «Θολός βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη στις αίθουσες (δείτε κριτική εδώ), ζητήσαμε από τον έμπειρο ηθοποιό, στέλεχος του ΘΕΑΜΑ, του πρώτου επαγγελματικού συμπεριληπτικού (αναπήρων και μη αναπήρων) θεάτρου στην Ελλάδα, να κάνει μια αναδρομή στη σχέση του με την ταινία όπου εμφανίζεται για πολύ λίγο (φιλική συμμετοχή στον ρόλο ενός ενωμοτάρχη), αλλά για την οποία έχει να πει πολλά.

Ο Μιχάλης Ταμπούκας (δεξιά) στην σκηνή της ταινίας «Θολός Βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη στην οποία εμφανίζεται
Όταν ξεκινά το ταξίδι, δεν ξέρεις πότε τελειώνει. Αν νομίσεις ότι ξέρεις πριν από την ώρα που αναλογεί στην πορεία, μπορεί να το χάσεις. Το μόνο σίγουρο στη διαδρομή είναι ο προορισμός της. Το όχημα και η προκαθορισμένη ώρα των σταθμών της είναι στοιχεία που προκύπτουν ως σχετικά, αναλόγως των συνθηκών. Η εκτιμώμενη ως ώρα άφιξης και αναχώρησης σε σημεία στάσεων και ανεφοδιασμού, ενδέχεται να υπερβεί έως και αρκετά ό,τι ήταν προσδοκώμενο ως αναμενόμενο. Η στιγμή είναι το μόνο που υπάρχει πραγματικά. Η ώρα της στιγμής δεν είναι στο χέρι μας, αλλά στα σημεία του ταξιδιού.
Το μόνο απτό είναι οι αντιδράσεις του σώματος.
Κάποια στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε πλατεία στη Λάρισα, ένας ηλικιωμένος κύριος μου έλεγε για την εμπειρία του ως κρατούμενος στη Μακρόνησο και για καταστάσεις που ακολούθησαν. Ως άνθρωπος ήταν γλυκύτατος και μιλούσε στωικά, σα να περιγράφει ένα οποιοδήποτε καθημερινό γεγονός. Όταν μου είπε για τα βασανιστήρια που υπέστη από έναν δεσμοφύλακα του, η αφήγηση καταδείκνυε μία λύπη για τον βασανιστή του, σχεδόν επισκιάζοντας τη μνήμη του πόνου, από την οποία επιβίωσε. Το ίδιο λυπημένος ακουγόταν και όταν ανέφερε για κάποια στιγμή αργότερα που μίλησε στον βασανιστή του, ό,τι έγινε μπροστά στη γυναίκα του και για το πώς αντέδρασε εκείνη, μαθαίνοντας τι είχε κάνει ο άντρας της.
Καθώς τον άκουγα, εξυπακούεται ότι συγκλονίστηκα και, μετά το πρώτο σοκ, ακόμη πιο συνταρακτική ήταν η θλίψη του συνομιλητή μου για την κατάσταση του ανθρώπου που του είχε κάνει ό,τι του έκανε. Ηταν μία βαριά θλίψη από τον βυθό της μνήμης, αναφορικά με το βλέμμα του αλλοτινού βασανιστή του, που τώρα είχε γίνει τελείως θολό, όπως ανασυρόταν η κατάντια του στην επιφάνεια της στιγμής απτά και ξεκάθαρα. Μία θλίψη καταφανώς διαυγής στο βλέμμα του αφηγητή για τη θέση στην οποία βρέθηκε πλέον ο βασανιστής του, καθώς συνειδητοποιούσε, όχι μόνο το σημείο που είχε καταντήσει την εποχή των βασανιστηρίων, αλλά πολύ περισσότερο, τώρα που η γυναίκα του μάθαινε για το παρελθόν από το πρώην θύμα του και έπρεπε να επιζήσει μετά την επίγνωση αυτής της συνέχειας. Ήταν το σοκ από τη ροή στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως συνεχίζεται στο ταξίδι της. Το ταξίδι, κατά το οποίο κάποιοι θυμόμαστε ότι ξεπέρασε το βλέμμα στη διαδρομή σαν σε όνειρο, ανάλογα με διαθέσεις που επιλέγουμε.
Βύθισμα σε τοπία ψυχής
Με ανάλογη συναίσθηση αναδόμησε και η Ελένη Αλεξανδράκη τα τοπία της ψυχής στο ταξίδι που ξεκίνησε με εφαλτήριο έναν «Θολό Βυθό» (στην άρρηκτη σχέση – και αλληλουχία – αμοιβαιότητας μεταξύ ατομικής και συλλογικής) μνήμης.
Όταν ονειρευόμαστε, ακόμη και αν έχουμε πλήρη επίγνωση ότι βλέπουμε όνειρο, την ώρα που συμβαίνει, το ζούμε ως κάτι πραγματικό. Είναι η μόνη πραγματική συνθήκη εκείνης της στιγμής. Είναι ό,τι συμβαίνει πραγματικά μπροστά μας, επειδή (έτσι) το ζούμε και αφηνόμαστε σε αυτό. Όπως και όταν βλέπουμε όνειρο μέσα στο όνειρο, που είναι μία παρεμφερής συνθήκη με το θέατρο μέσα στο θέατρο στην (ανα)παράσταση θεατρικού έργου ως μέρος ενός άλλου με τους ηθοποιούς να υποδύονται επί σκηνής ηθοποιούς και θεατές και με ταινία μέσα στην ταινία. Επίσης, το όνειρο έχει σαφή «κινηματογραφική» δομή, με παλέτα αποχρώσεων στη «διεύθυνση φωτογραφίας» και εναλλαγές πλάνων (γενικά, μεσαία, πανοραμικά, κοντινά, τράβελινγκ, κτλ.) με ανάλογο «μοντάζ» χώρου και χρόνου.
Αντίστοιχα, ο κινηματογράφος έχει «ονειρική» ιδιοσυστασία και γι’ αυτό ταξιδεύει (και τον θεατή) στο όνειρο, ακόμη και μέσα από ένα «ρεαλιστικό» θέαμα, καθώς εκεί βασίζεται από τα πρώτα του βήματα (αρχής γενομένης εμφατικά με τον εμβληματικό πρωτοπόρο [επί] του θέματος Ζορζ Μελιές) και με αυτήν την αυτονόητη λειτουργία του (ξανα)γεννιέται ως τέχνη διαρκώς μέχρι σήμερα.
Πριν από τρία χρόνια, η Ελένη Αλεξανδράκη μου είχε πει ότι προετοίμαζε την ταινία «Θολός Βυθός» και να επικοινωνούσαμε ξανά εν καιρώ για ό,τι περαιτέρω. Οταν ξαναμιλήσαμε αργότερα, είχε ήδη κλείσει τη βασική διανομή και συζητήσαμε για μία σύντομη φιλική συμμετοχή μου. Στις πραγματικές συνθήκες της εποχής του Εμφυλίου (που αποτελεί βασικό πυρήνα της ταινίας), τα κεφάλια των ανταρτών καρφώνονταν σε παλούκια (όπως παρουσιάζεται και στην ταινία) για να εκτεθούν «παραδειγματικά» σε «περίοπτη» θέση κάποιας πλατείας προς «συνετισμό» των «υπολοίπων».
Στη συζήτησή μας, η Ελένη Αλεξανδράκη μου μετέφερε απτά την αίσθηση σχετικά με τη συμμετοχή μου ως ενωμοτάρχης, που κουβαλούσε φορτίο αποκεφαλισμένων ανταρτών, σχηματίζοντας την εικόνα ότι θα ήταν ένα στιγμιότυπο που δεν είχε (ρεαλιστική) σχέση με ιστορικά γεγονότα, αλλά με τα (πραγματικά) δεδομένα του ψυχισμού του ως προς ό,τι τον επιβάρυνε, έστω και αν δεν το συνειδητοποίησε ακόμη ή να το έχει παραδεχτεί, περίπου σαν τον βασανιστή της Μακρονήσου που προανέφερα.
Σκηνή με «μια τρέλα»
Η σκηνοθετική οδηγία της Ελένης Αλεξανδράκη, καθώς πρότεινε να αυτοσχεδιάσω πάνω σε αυτήν την πινελιά του καμβά της, ήταν μία φράση-κλειδί που μου έδωσε το βάσιμο υλικό που χρειαζόμουν όταν μου είπε ότι ήθελε (η σκηνή) «να έχει μία τρέλα». Έτσι, με καθοδήγησε απευθείας στο σημείο του παραλογισμού της κατάστασης που εξέφραζε η σκηνή στη σκληρότητα της εικόνας της και με οδήγησε στην αίσθηση του ταξιδιού της μνήμης μέσω (και πέραν) του ονείρου, κατά τη διαδρομή του στις διαστάσεις του ονείρου. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελένη Αλεξανδράκη με τροφοδότησε καίρια με μία πρώτη γεύση (στέρεης βάσης) αναφορικά με το ταξίδι της μνήμης (του ονείρου στην αλληλένδετη σχέση του μαζί της), που διαμόρφωνε την καλλιτεχνική σύλληψη της κινηματογραφικής της προοπτικής.
Το Θέατρο του Παραλόγου γεννήθηκε στην Ευρώπη, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο κόσμος έψαχνε σημεία επαναπροσδιορισμού, αφού αποκαλύφθηκε πλήρως η έκταση της ναζιστικής θηριωδίας και της απερίγραπτης φρίκης των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Την ίδια εποχή, η Ελλάδα μετρούσε τις δικές της πληγές από τον (αλληλο)σπαραγμό του Εμφυλίου. Ο κορυφαίος θεωρητικός-ανατόμος της θεατρικής πράξης Γιαν Κοτ είχε σημειώσει ότι «το Παράλογο, σε αντίθεση με το Τραγικό, δεν προσφέρει κανένα είδος μεταφυσικής παρηγοριάς».
Ο ενωμοτάρχης που μεταφέρει αποκεφαλισμένα κορμιά ανταρτών, περιπατεί σε μία γη που ρήμαξε από τα παιδιά της ορφάνιας της, διασχίζοντας δρόμους με αποκαΐδια θερισμού, που έσπειρε νωπές στάχτες. Για άλλη μία φορά, τα πόδια του βαδίζουν στο χώμα που γέννησε τον λόγο της τραγωδίας και του Εμφυλίου, από σώματα που έπεσαν εδώ και (τώρα ωσάν από) αιώνες. Ο λόγος που εκφέρει με το κεφάλι του σαν αποκομμένο από το σώμα του, αντιλαλεί στο ξύπνημα της μέρας με τον παραλογισμό που ξέκοψε τον λαιμό του εδάφους, αποκολλώντας βίαια τον κορμό από τη ρίζα του. Ο αυτοσχεδιασμός μου με την ατάκα «Άντε, να σώσουμε το έθνος! Μη φυτρώσουν άλλοι σαν και δαύτους…» προέκυψε, κατά κάποιον τρόπο, σαν ρωγμή ενός θεάτρου του παραλόγου, παιγμένη ως ξένο σώμα στο έδαφος που γεννήθηκε η τραγωδία και από το οποίο αποξενώθηκε αυτό το σώμα που περιπλανήθηκε στις αποστάσεις του διχασμού, απομακρυσμένο με αγριότητα από τη μήτρα του.
Τα μυθιστορήματα (με ζωτικά αυτοβιογραφική ιδιοσυγκρασία σπονδυλικής στήλης) «Θολός Βυθός» και «Διπλωμένα Φτερά» του Γιάννη Ατζακά παρείχαν την αστείρευτη πηγή της ανεκτίμητης φλέβας τους για την πρόσφορη έμπνευση της Ελένης Αλεξανδράκη και με τον γόνιμο μόχθο της, καρποφόρησε η ταινία στην αυτοτέλεια της καλλιτεχνικής της υπόστασης. Όταν συζητούσαμε κάποιοι συντελεστές ως παρέα στα γυρίσματα, είχαμε κοινή αίσθηση ότι μπορούσε να βγει μία αξιόλογη ταινία με τέτοιο υλικό. Όταν την είδαμε, παραδεχτήκαμε ότι το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίθηκε απλώς στις προσδοκίες μας, αλλά ξεπέρασε κάθε εκτίμηση του αναμενόμενου, με εύφορη πληρότητα. Το λιγότερο που έχω να πω, είναι ότι είδαμε την ταινία, όχι απλώς ως φίλοι και γνωστοί που είχαμε και κάποια εμπειρία από τη διαδικασία της πραγματωσης της, αλλά προπαντός ως παραλήπτες του αποτελεσματος της και μιλούσαμε για την αίσθηση που μας έκανε αμιγώς ως θεατές. Αυτό, δηλαδή, που ακούμε και από πολλούς φίλους, γνωστούς και αγνώστους που έχουν δει ή ξαναδεί την ταινία, εδώ και ενάμιση περίπου μήνα, που προβάλλεται στους κινηματογράφους.
