Απογοήτευση

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο

Κι έτσι το αντι-Σύριζα μέτωπο, λόγω της κερδοφόρας προβολής του Κασσελάκη, γύρισε σε ένα υπερ-Σύριζα παραλία.
Μόνο που ο ίδιος ο Σύριζα έπεσε στο μέτωπο που άνοιξε με τον εαυτό του στο μπητς-μπαρ της Κουμουνδούρου.
Η σφαίρα τον βρήκε στο δοξαπατρί, κάτω από την ξανθιά φράντζα της Δούρου και της Τζάκρη.

Ο Γιόζεφ Ροτ είχε δίκιο με όσα έγραφε για το ραβινικό «ανάθεμα» που ακολούθησε τον διωγμό των Εβραίων από την Ισπανία: «‘Το δικαστήριο του Κυρίου συνεδριάζει διαρκώς, εδώ κάτω κι εκεί πάνω’. Κάποιες φορές περνούν αιώνες. Η κρίση όμως είναι αναπόφευκτη.»*

Ό,τι δεν κατάφερε λοιπόν ο Βορίδης και η «σωστή» πλευρά της Ιστορίας ως προς την διάλυση του Σύριζα, το πέτυχε ο Πολάκης και η λανθασμένη.

Βέβαια, η «σωστή» πλευρά απολαμβάνει την καθώς πρέπει Ιστορία.

Άλλοι – επειδή η Ιστορία γράφεται από τους νικητές – την υπομένουν παραπέμποντας στα κείμενα και τα ποιήματα των ηττημένων τους. Τέτοιο ήταν, τις προάλλες, το μελαγχολικό κείμενο στο «Βήμα της Κυριακής», του Ευκλείδη Τσακαλώτου.

Συγκρατώ την παράγραφο από το «Μανιφέστο της 1ης Μάη του 1968 «, που έθεσε ως «μότο» του άρθρου του ο πρώην υπουργός, όχι ως εάν να μην είχε τίποτα περισσότερο να πεί ο ίδιος, αλλά διότι ο σημερινός (επιστημονικός) λόγος των νικητών αποδεικνύει την επικαιρότητα του «Μανιφέστου», δείχνοντας την ένδεια των εκσυγχρονισμένων λόγων -μεταξύ των οποίων και της Αριστεράς σε πορεία εκσυγχρονισμού.

Παραθέτω όμως απόσπασμα από την επίμαχη παράγραφο:
«Ο εκσυγχρονισμός είναι η ιδεολογία του ατελείωτου παρόντος. Το σύνολο του παρελθόντος ανήκει στην παραδοσιακή κοινωνία, και ο εκσυγχρονισμός δεν είναι παρά το τεχνικό μέσο για την ρήξη με το παρελθόν χωρίς να προετοιμάζει κανένα μέλλον (…) Πρόκειται για τεχνοκρατικό πρότυπο κοινωνίας, πολιτικά ουδέτερης και χωρίς αντιθέσεις.»

Οι πολιτικοί, που δεν ανήκουν πλέον στον Σύριζα, οφείλουν το αυτονόητο για την (νέα;) πολιτική τους διαδρομή: να μην υπάρξει πολιτικός σχεδιασμός εκ μέρους τους χωρίς πολιτιστικό πρόταγμα, μόρφωση και μυθοπλασία.

Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικά εμπλεκόμενη θεωρία χωρίς κριτική της κριτικής δύναμης, δηλαδή δίχως προβληματοποίηση της έννοιας του
«γούστου», επειδή δεν υπάρχει πολιτική και πολιτισμός χωρίς την διαμόρφωση δύο αυτόνομων μορφών στο εσωτερικό της ίδιας τής πολιτικής σκέψης: της αλήθειας αφενός και της ομορφιάς αφετέρου.

Ενός πολιτιστικού «ειδέναι», που απολαμβάνει γνωρίζοντας. Αλλά συγχρόνως και της «ηδονής» που δεν χρειάζεται αυτού του είδους τη θεωρητική- ξύλινη γνώση.

Δεν υπάρχει έτσι πολιτική χωρίς ένα «ανεπίγνωστο ειδέναι» (το γούστο) ως ιδιαίτερη μορφή γνώσης που απαντά και στο καίριο ερώτημα του Αγκάμπεν: «Πώς γίνεται να απολαμβάνουμε γνωρίζοντας / και να γνωρίζουμε απολαμβάνοντας;»**

Ο Τσακαλώτος ατυχώς έως τώρα περιορίστηκε μόνο στο συμπαθητικό «τικ» του: το κόκκινο σακίδιο για τα «πολιτικά» του «ημερολόγια» και τις ταξιδιωτικές του αποδράσεις με την Σκάρλετ Γιόχανσον.

Εννοείται ότι δεν αναφέρομαι εδώ στην «Αισθητική», που την αφήνω για τον Παπανούτσο των φοιτητικών χρόνων μου, ούτε στην υπεκφυγή εκείνου του «de gustidus non disputandum est», αλλά στην ιδέα μιας επίπονης «τελείωσης», ενός «καλού γούστου» (βλ. και Ρολάν Μπαρτ, «Το Μάθημα») που δεν έχει και δεν «γουστάρει» τίποτα άλλο παρά τη «γη και τις πέτρες.» *** Κάτι ακόμη αδιανόητο για τη σημερινή Αριστερά.

Ποιός αμφιβάλλει πως πρόκειται για μια επιμέλεια και μια ηθική που σχεδιάζει τον εαυτό της μεταξύ της φρόνησης και της μωρίας – σαν αυτή που συναντώ στο πλατωνικό «Συμπόσιο»;

Διότι, όπως το «μότο» του Τσακαλώτου στο άρθρο του, ο Σεφέρης, με ένα στίχο του Ρεμπώ ως «μότο» στο «Μυθιστόρημά» του («Αν έχω γούστο δεν είναι παρά για τη γη και τις πέτρες»), δείχνει το αδιέξοδο -ή μήπως την έξοδο;- όπου εμείς οι άλλοι, οι ανάποδοι, οι απέλπιδες και οι εμμονικοί θα έπρεπε να έχουμε ήδη φθάσει.

Σε ό,τι με αφορά (αλλά έχει σημασία;), ανάμεσα στην απελπισία και το τίποτα προτιμώ την πρώτη, αδιαφορώντας για την αισιοδοξία μιας
κυβερνώσας Αριστεράς, τη σιωπή του Τσίπρα η τον θυμό του Καρτερού.

Και επειδή δεν έχω κατακτήσει ακόμα το χάρισμα του γούστου μονάχα για τις πέτρες και τα χώματα -διότι αυτή η αθεράπευτη παρουσία της συνείδησης και της κακής πίστης δεν παύει να με συνοδεύει – , αισιόδοξες περιπτώσεις σαν του Κασσελάκη, βιβλιοπαρουσιάσεις και βίντεο για τον Κασσελάκη, με κάνουν να ντρέπομαι που γράφω για το «φαινόμενο Κασσελάκη». Φαινόμενο ωστόσο, απολύτως προβλεπόμενο – αλλά παρά ταύτα, όχι ακριβώς. Γιατί η Ιστορία προχωρά μόνον όταν πάνω από τα καθέκαστα πλανάται όχι κάτι το σταθερό αλλά εκείνη η σχέση θεμελιώδους ασυμμετρίας ανάμεσα στη σημασία και τη γνώση που δηλώνει και το «μη αναγώγιμο πλεόνασμα του σημαίνοντος».

Ο Κασσελάκης είναι το ασήμαντο που εμφανίστηκε ως ελλειμματικό σημαίνον κατά την εξέλιξη των πραγμάτων και με την δύναμη των πραγμάτων.

Στην Ιστορία όμως, μετράει κυρίως το απρόβλεπτο: το συμβάν, χωρίς μεσσίες και πράσινα άλογα.

Το «γεγονός» μετράει, σημάδια του οποίου διακρίνω σήμερα στις «αντιδράσεις» της κοινωνικής μειοψηφίας κι όχι μόνο στα σχολεία και στα γήπεδα.

Ο Κλωντ Λεβι-Στρως υπήρξε σαφής στην «Εισαγωγή» του «στο έργο του Μαρσέλ Μως» : «Τα πράγματα συμβαίνουν όντως κατά την διάρκεια ενός μετασχηματισμού, η μελέτη του οποίου όμως δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των κοινωνικών επιστημών αλλά της βιολογίας.» Θα έλεγα μιας μετάλλαξης ανθρωπολογικής (Ο»Ρινόκερος» του Ιονέσκο ήδη από το ’60).

Έτσι, θα τονίσει ο ιδρυτής της δομικής ανθρωπολογίας, «είναι δυνατόν κατά την απρόβλεπτη μετάβαση από ένα στάδιο όπου τίποτα δεν έχει νόημα, σε ένα άλλο στάδιο όπου κάθε τι έχει νόημα», να μπορεί να δικαιολογηθεί ακόμη και αυτό το γούστο για τις «πέτρες και τη γη».

Ταυτόχρονα όμως, η απρόβλεπτη μετάβαση εξωθεί το οργανωμένο πεδίο της γνώσης, που υπόκειται σε μια προοδευτική εξεργασία, προς εκείνη την αιφνίδια αλλαγή σημάνσεων, από την οποία -μετά από το ολέθριο που έχει συμβεί στον πολιτισμό της Google – μου φαίνεται πιθανόν ότι θα προκύψει η αρχή ενός νέου «αναθέματος» στο ζοφερό μέλλον.

Έως ότου βέβαια αρχίσει μια άλλη Δίκη. Όχι όμως από τον Θεό, αλλά τον αλγόριθμο. Προς το παρόν, ας καταφύγουμε στον Ρεμπώ, και στο »Μυθιστόρημα» του Σεφέρη. Μας μετράνε και μας δικάζουν εκείνα «τα καλά παιδιά», «οι σύντροφοι» τού «Μυθιστορήματός» του (Άφησε υπόνοιες παρακμής και αστισμού στην κομμουνιστική Αριστερά της εποχής του).

Τώρα έχουμε τη λογοτεχνία και την κόλαση. Έχουμε τα σκουπίδια της παγκοσμιοποίησης στην τηλεόραση. Τις ατέλειωτες σειρές και τα τηλεπαιχνίδια. Τις ανταλλακτικές αξίες σε βάρος των Αξιών. Ο  Μαρξ δεν δικαιώνεται.

«Με ποιο θαύμα όμως θα αναζωπυρώσουμε μια μελλοντική απόπειρα μέσα σ’ ένα απαρχαιωμένο σύμπαν;»
Εδώ όμως, ούτε ο Εμίλ Σιοράν απαντά. Πολλώ δε μάλλον ο Κοντιάδης και ο Λιάκος, παρότι έκαναν το «θαύμα» τους: καθιέρωσαν
(επιστημονικά) τον Κασσελάκη ενώπιον του Κουρουμπλή. Ο Κοτζιάς παρακολουθούσε διαδικτυακά.

*Joseph Roth,
«Περιπλανώμενοι Εβραίοι», εκδόσεις Άγρα, 2023.

**Giorgio Agamben, «Γούστο», εκδόσεις Πατάκη, 2023

*** Arthur Rimbaud, «Μια εποχή στην Κόλαση», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011.

ΥΓ.
Η βιβλιογραφία που παραθέτω είναι ενδεικτική για ένα «Μανιφέστο της απογοήτευσης». Αρχίζει να γράφεται με πολιτικούς όρους αλλά στη γλώσσα της μελαγχολίας. Χωρίς, υποθέτω, παρενθέσεις και πολλά εισαγωγικά ώστε να διαβάζεται από την Αριστερά.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.