Οι ροπαλοφόροι του Χίτλερ

H «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» στις 30 Ιουνίου 1934 αποτελεί ορόσημο της πρώιμης περιόδου του χιτλερικού καθεστώτος.

Daniel Siemens
Stormtroopers. A New History of Hitler’s Brownshirts
Εκδόσεις Yale University Press
2017, σελ. 502, τιμή 25 στερλίνες
H «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» στις 30 Ιουνίου 1934 αποτελεί ορόσημο της πρώιμης περιόδου του χιτλερικού καθεστώτος. Σειρά εκκαθαρίσεων που στην πραγματικότητα κράτησαν ως τις 2 Ιουλίου και στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον 85 άτομα, απάλλαξαν τον Φύρερ από παλιούς εχθρούς, πρώην κομματικούς διαφωνούντες και κυρίως από την ενοχλητική ηγεσία των «Ταγμάτων Εφόδου» (Sturmabteilung, SA για συντομία). Ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του επικεφαλής τους, Ερνστ Ρεμ, αυτή η τελευταία είχε εξελιχθεί σε αγκάθι στο πλευρό του Χίτλερ επαγγελλόμενη τη συνέχιση της «επανάστασης» και τη συγχώνευση στρατού και παραστρατιωτικών μονάδων υπό την πρωτοκαθεδρία των ιδίων. Για τους περισσότερους ιστορικούς η παραπάνω ημερομηνία αποτελεί τόσο το τέλος της πολιτικής ισχύος των SA και της πολύχρονης αιματηρής βίας που συνιστούσε την ειδικότητά τους ως πολιτοφυλακής του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όσο και την αρχή της ανάδυσης των SS. Για τον Ντάνιελ Ζίμενς, καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ και συγγραφέα του «Stormtroopers», η οπτική αυτή θα πρέπει να αναθεωρηθεί: στην πρώτη πλήρη ιστορία των Ταγμάτων Εφόδου από το 1921 ως το 1945 τονίζει ότι ο ρόλος τους παρέμεινε κρίσιμος και υποβιβάστηκε μόνο από τη μεταπολεμική δικαστική τους τύχη.
Ο Ζίμενς βλέπει τη βία ως καταστατική συνθήκη της ταυτότητας των SA προς κινητοποίηση των οπαδών, καταπολέμηση των αντιπάλων και πειθάρχηση του υπόλοιπου πληθυσμού. Ως εμπροσθοφυλακή του NSDAP πέτυχαν τη φυσική κατοχή του δημόσιου χώρου με τη βίαιη απώθηση κομμουνιστών, σοσιαλιστών και Εβραίων, από το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» στο Μόναχο το 1923 ως τις τακτικές συγκρούσεις με τις πολιτοφυλακές του κομμουνιστικού και του σοσιαλιστικού κόμματος και την επιβολή του μποϊκοτάζ των εβραϊκών προϊόντων τον Απρίλιο του 1933. Αν και η σύνθεσή τους ποίκιλλε, δεν υπήρξαν αποκλειστικά αστικό φαινόμενο: από τα κάπου 445.000 μέλη τους το 1932 σημαντικό μέρος προερχόταν από παραρτήματα της υπαίθρου. «Κτηνώδεις, δολοφόνοι, πολιτικοί ταραξίες» είναι ο χαρακτηρισμός που αποδέχεται για τα SA ο Ζίμενς, φροντίζει ωστόσο να δείξει πειστικά ότι δεν υπήρξαν απλοί ροπαλοφόροι, αλλά προϊόν των συνθηκών της μεσοπολεμικής γερμανικής κοινωνίας και συστατικό στοιχείο της διείσδυσης του ναζισμού σε αυτή.

Μια «κοινότητα δράσης»

Τα κέρδη από την ένταξη σε ένα τάγμα ήταν υλικά και συμβολικά. Στην «επανάσταση» του Χίτλερ η αυτοεικόνα των SA ήταν αυτή του ρόλου των φρουρών της «λαϊκής κοινότητας», της περιορισμένης στο στενό άριο φυλετικό πλαίσιο, εννοείται. Αυτή η πεποίθηση συμβάδιζε με τη ναζιστική βουλησιαρχική κατεύθυνση που υπογραμμίζει ο Ζίμενς, σύμφωνα με την οποία η δεδομένη φυλετική κατηγοριοποίηση τροποποιούνταν ως έναν βαθμό διά του φαντασιακού:
«Εντός της φυλετικά οριοθετημένης «λαϊκής κοινότητας» η προσωπική αφοσίωση και η ιδεολογική πίστη λειτουργούσαν ως υποτιθέμενοι δείκτες φυλετικής ανωτερότητας». Οπως ο Χίτλερ ή ο Γκέμπελς, κάθε άλλο παρά εκπρόσωποι του άριου ιδανικού οι ίδιοι, ο απλός στρατιώτης των ταγμάτων αναγόταν, αν επιδείκνυε τις κατάλληλες ναζιστικές αρετές, σε μέρος της ανώτερης φυλετικής ελίτ. Και καθώς το Γ΄ Ράιχ ήταν δομημένο σε θεμελιώδεις αρχές ανισότητας και διακρίσεων, μια τέτοια ελίτ δικαιούταν υλικές απολαβές. Ο Ζίμενς υπολογίζει ότι το 1933, έτος της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, τα Τάγματα Εφόδου πριμοδοτήθηκαν με 72 εκατ. μάρκα σε εθνικό επίπεδο. Εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι Ναζί επωφελήθηκαν, για παράδειγμα, από την προνομιακή πρόσληψη σε θέσεις εργασίας όπως ο διορισμός τους ως βοηθητικών αστυνομικών, ή εξασφάλισαν τουλάχιστον την κατάταξή τους σε προγράμματα διασφάλισης στέγης και χρηματικών βοηθημάτων.
H ιστορία των Ταγμάτων Εφόδου, συμπεραίνει ο Ντάνιελ Ζίμενς, είναι ταυτόχρονα ιστορία δημοτικότητας και επιβολής. Τα SA είχαν γνήσια απήχηση σε σημαντικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας ως έκφραση παραμέτρων της «σοσιαλιστικής» τάσης του ναζιστικού κινήματος, φορέας ενός «αντικαπιταλιστικού και, εντός των φαντασιακών του ρατσιστικών ορίων, εξισωτικού χαρακτήρα». Υπήρξαν επίσης διέξοδος για μια μερίδα ανδρών που στα χρόνια της οικονομικής κατάρρευσης είδε τις παραδοσιακές κοινωνικές εικόνες του ανδρισμού να διαταράσσονται: «Η μαζική συμμετοχή σε παραστρατιωτικά κινήματα όπως τα SA θεωρήθηκε, κάπως παράδοξα, ως τρόπος επιβεβαίωσης της ανδρικής ταυτότητας παρά την απουσία οικονομικών κεφαλαίων, οικογενειακού στάτους ή ιδιαίτερων επαγγελματικών και διανοητικών δεξιοτήτων». Συγκροτημένα στη βάση τελετουργιών και κοινωνικών δεσμών, τα Τάγματα Εφόδου συνιστούσαν, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ζίμενς, «μια κοινότητα δράσης».

Επιβολή και έκλειψη

Αυτή η κοινότητα υπήρξε υπεύθυνη για τη «βρώμικη δουλειά του εθνικοσοσιαλισμού» –τον εκφοβισμό των αντιπάλων, τις συστηματικές βιαιοπραγίες ως μέθοδο πολιτικής καταστολής, την εφαρμογή της επίνευσης του καθεστώτος στο πεζοδρόμιο. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, για παράδειγμα, η παρατήρηση του Ζίμενς ότι στη δική τους διάχυτη φυσική παρουσία («η σημαίνουσα επίδραση της ναζιστικής στολής») και δράση πρέπει να αποδοθεί η επιβολή της «αντισημιτικής Konsensfiktion», του φαινομένου ότι «η διαπροσωπική επικοινωνία στο Γ΄ Ράιχ ολοένα και περισσότερο βασιζόταν στην υπόθεση ότι η πλειοψηφία των Γερμανών θεωρούσε δεδομένη τη συναίνεση [στον αντισημιτισμό]». Η παραπάνω διαπίστωση φωτίζει επίσης το πλαίσιο λειτουργίας των SA όταν ατόνησε η χρησιμότητά τους ως παραστρατιωτικού βραχίονα. Επειτα από τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» τα τάγματα παρείχαν «παραστρατιωτική παιδεία και ιδεολογική εκπαίδευση», ωστόσο μετά την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επιφορτίστηκαν με μια σειρά καθηκόντων: «Μεταφορά και φύλαξη αιχμαλώτων και κρατουμένων στρατοπέδων συγκέντρωσης, αστυνόμευση όσων υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία, […] οργάνωση εκκαθαριστικών επιχειρήσεων έπειτα από τις αεροπορικές επιδρομές κατά γερμανικών πόλεων και παροχή βοήθειας σε τραυματίες στρατιώτες και τις οικογένειές τους». Σε αντίθεση λοιπόν με τη συνήθη εντύπωση, τα Τάγματα Εφόδου δεν υπήρξαν ως το τέλος αποτελεσματικό εργαλείο του ναζιστικού καθεστώτος.
Υπεύθυνη για τη μεταπολεμική έκλειψη των SA θεωρεί ο Ντάνιελ Ζίμενς τη μη κήρυξή τους ως εγκληματικής οργάνωσης στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Αποδεχόμενη τη γραμμή της υπεράσπισης περί οριστικής αποδυνάμωσής τους μετά τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», η απόφαση έθεσε ένα δικαστικό προηγούμενο που περιόρισε δραστικά τις διώξεις σε γεγονότα πριν από το 1934 ή ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως το πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων» το 1938. Ετσι, πρόσωπα σαν τον Χανς Γκμέλιν, ο οποίος διοίκησε τέσσερα διαφορετικά τάγματα προαγόμενος ως τον βαθμό του Sturmbannführer (ταγματάρχη) στη δεκαετία του ’30, μπόρεσαν αποκαθαρμένοι να ανέλθουν μετά το 1945 σε σημαντικά δημόσια αξιώματα: ο Γκμέλιν υπήρξε δήμαρχος του Τύμπινγκεν από το 1954 ως το 1974. Η μεταπολεμική μετάπλαση των Ναζί αποτελεί ταιριαστή κατάληξη για ένα βιβλίο μεθοδολογικής ακρίβειας και ξεχωριστής ιστορικής ποιότητας που φωτίζει υποδειγματικά τα κίνητρα, τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις και τις διαδρομές των οργάνων της χιτλερικής βίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.