«Καλημέρα! Ωραίο Φεστιβάλ εφέτος!». Είναι ο χαιρετισμός που ανταλλάσσουμε κάθε πρωί χαχανίζοντας παρέα με τους έλληνες συναδέλφους στην Πότσνταμερ. Και δεν χωρά καμία αμφιβολία: ο θεσμός της Μπερλινάλε βλέπει τον δείκτη της αξιοπιστίας του να καταρρέει αργά αλλά σταθερά τα τελευταία 10 τουλάχιστον χρόνια, με κάποιες απειροελάχιστες εξαιρέσεις –και κανείς δεν θα θυμάται τι συνέβη εδώ το 2016. Α, εκτός από μία στιγμή: ναι, αναφέρομαι στο δάκρυ της Μέριλ Στριπ απέναντι στην ερμηνεία της Ιζαμπέλ Ιπέρ στο «Μέλλον» της Μία-Χάνσεν Λοβ. Και να είστε βέβαιοι πως όταν ο Ντίτερ Κόσλικ, διευθυντής της κινηματογραφικής Μπερλινάλε, επέλεγε την αμερικανίδα ηθοποιό για πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής, είχε στον νου του σκηνές σαν κι αυτήν. Πέραν τούτου, η Ιπέρ ενσαρκώνει καθηγήτρια Φιλοσοφίας που έρχεται αντιμέτωπη με ένα διαζύγιο και αποφασίζει να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις προς όφελός της. Κάποιοι θα θυμούνται και τη μικρή έκρηξη θυμού του Τζορτζ Κλούνεϊ στη συνέντευξη Τύπου για το «Χαίρε Καίσαρ!», αν και ο ηθοποιός είχε απόλυτο δίκιο.
Σε ό,τι αφορά τα φιλμ, απολαυστικό ήταν το «Midnight Special» του Τζεφ Νίκολς, καθαρό science fiction που εμπνέεται από τις «Στενές επαφές τρίτου τύπου» του Στίβεν Σπίλμπεργκ μα και από το «Starman» του Τζον Κάρπεντερ, με σπουδαίες ερμηνείες από τους Μάικλ Σάνον και Κίρστεν Ντανστ. Ο μέχρι πρότινος ηθοποιός Βενσάν Περέζ σκηνοθετεί το «Μόνος στο Βερολίνο», βασισμένο στο βιβλίο του Χανς Φαλάντα, με την αφήγηση να επικεντρώνεται στο ζεύγος των Κβάνγκελ που, απελπισμένοι από τον θάνατο του γιου τους στο μέτωπο, διανέμουν προκηρύξεις εναντίον του Χίτλερ –ένα σχόλιο, μεταξύ άλλων, για την ελευθερία του Τύπου. Ο σκελετός ακαδημαϊκός, υπάρχουν όμως και σεκάνς που αναδεικνύουν την τραγικότητα των καταστάσεων (φαίνεται η προϋπηρεσία του Περέζ στην υποκριτική) –βοηθούν όμως οι καλοί ηθοποιοί (Εμα Τόμσον, Μπρένταν Γκλίζον, Ντάνιελ Μπρουλ).
Το «Soy Nero» του Ιρανού Ράφι Πιτς (συμπαραγωγή Γερμανίας, Γαλλίας, Μεξικού και ΗΠΑ) ερευνά το ζήτημα των στρατιωτών Πράσινης Κάρτας –αυτών, δηλαδή, που πολέμησαν για την Αμερική στη Μέση Ανατολή διεκδικώντας μια υπηκοότητα στη Γη της Επαγγελίας. Ιστορία με τη δική της ιδιαίτερη δύναμη, κάτι που ενισχύεται από την εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας του «δικού μας» Χρήστου Καραμάνη (που φωτογράφισε επίσης τον «Αστακό», το «Chevalier» και το πολυαναμενόμενο «Suntan»). Οι δε Τζουντ Λο και Κόλιν Φερθ ενσαρκώνουν αμφότεροι τον συγγραφέα Τόμας Μαν και τον λογοτεχνικό επιμελητή Μαξ Πέρκινς, με τη Νικόλ Κίντμαν να ερμηνεύει την αγαπητικιά του πρώτου, στο «Genius». Το λογοτεχνικό ενδιαφέρον μικρό. Το κουτσομπολίστικο, όμως, έντονο.
Τουλάχιστον είχαμε τις συνεντεύξεις Τύπου. Οπως αυτή του Σπάικ Λι για το «Chi-raq» (ένα συμπαθές μιούζικαλ βασισμένο στη «Λυσιστράτη») όπου περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια μια δεξίωση που διοργάνωσε στο σπίτι του προς τιμήν του Μπαράκ Ομπάμα, με τον πρόεδρο παρόντα: «Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας τύπος με μια βαλίτσα “δεμένη” στο χέρι του με χειροπέδες. Δεν πίστευες το θέαμα, νόμιζες πως αυτά συμβαίνουν στις ταινίες. Τρόμαξα. Σήμερα σκέφτομαι αυτή τη βαλίτσα στα χέρια του Ντόναλντ Τραμπ. Και τρομάζω περισσότερο!». «Αναρωτιέμαι, διδάσκονται οι Αμερικανοί σήμερα τον Αριστοτέλη; Εγώ τον θυμάμαι στα γυμνασιακά μου χρόνια» ακούστηκε κάποια στιγμή από τον Τζον Κιούζακ, που επίσης εμφανίζεται στο φιλμ. «Εξαρτάται σε ποιο γυμνάσιο πήγαινες…» απαντά ο σκηνοθέτης και με πιάνουν γέλια νευρικά.
Θα μου πείτε, άξιζαν αυτά τα φιλμ μια θέση στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του τρίτου μεγαλύτερου φεστιβάλ στην Ευρώπη; Τι να σας πω; Το ζήτημα πια είναι αν αξίζει η Μπερλινάλε να συμπεριλαμβάνεται σε μια τέτοια λίστα. Μήπως όμως η κρίση είναι ακόμη πιο βαθιά; Την περασμένη Τετάρτη χάσαμε τον Αντρέι Ζουλάφσκι, η χειρότερη ταινία του οποίου θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα στο εφετινό πρόγραμμα. Απουσιάζει πια από τις οθόνες η γνήσια, αναρχική τρέλα –μοιάζει να έχει εξοριστεί από τη μεγάλη οθόνη. Απομένουν ταινίες τηλεοπτικά στημένες, μα και «καλλιτεχνικά projects», κατασκευασμένα με στόχο τα μεγάλα βραβεία. Ανάλογη βέβαια είναι και η «έκπτωση» στον χώρο της κριτικής. Ρωτάει μια δημοσιογράφος τον Τζιανφράνκο Ρόσι, σκηνοθέτη του συγκλονιστικού «Fuocoammare» (η μόνη ταινία που άξιζε τη Χρυσή Αρκτο), που καταγράφει μοναδικά την προσφυγική κρίση: «Γιατί επιλέξατε να κάνετε μια πολιτική ταινία, δίχως μια ξεκάθαρη πολιτική δήλωση;». Βλέπετε, αν το «νόημα» δεν χωρά σε ένα tweet, δεν βγάζουμε άκρη.
Ας το παραδεχθούμε λοιπόν: το κινηματογραφικό νόμισμα είναι ξεπεσμένο και ένας «Γιος του Σαούλ» τον χρόνο από μόνος του δεν φέρνει την άνοιξη. Οι κάνουλες των παραγωγών παραμένουν «κλειστές» για τις μελλοντικές απόπειρες σκηνοθετών σαν τον Ντέιβιντ Λιντς (που στράφηκε ξανά στην τηλεόραση), τον Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι (που αναζητεί χρήματα μέσω Διαδικτύου) και τον Τζον Γουότερς (που έχει παραιτηθεί από τη σκηνοθεσία). Οσο για τα νέα ταλέντα που είναι πρόθυμα να πάρουν κάποιο ρίσκο, αναζητήστε τα σε φεστιβάλ μικρότερης εμβέλειας ή σε παράλληλα προγράμματα, όπως στο Un Certain Regard των Καννών ή στο Panorama του Βερολίνου (όπου προβλήθηκε το εξαίσιο «Creepy» του Κιγιόσι Κουροσάβα).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
