Διαθλάται στα πολλά πρόσωπα της φωτογράφου Ντίτα Πέπε η οποία φωτογραφίζεται στη θέση άλλων γυναικών με την οικογένειά τους αναδεικνύοντας έτσι την πολλαπλότητα των ρόλων που υιοθετούμε σε μια ζωή αλλά και την ικανότητα όσων μας περιβάλλουν να διαμορφώνουν ακόμη και να αλλοιώνουν την τόσο ευμετάβλητη ταυτότητά μας. Αντανακλά το παρελθόν και την παραδοσιακή προσωπογραφία της ζωγραφικής στις φωτογραφίες της Κλερ Στραντ όπου χαμίνια του σύγχρονου Λονδίνου ποζάρουν μπροστά στην απομίμηση ενός φωτογραφικού στούντιο του 19ου αιώνα ως γνήσιοι απόγονοι των βικτωριανών προγόνων τους. Κάθε επισκέπτης θα συγκινηθεί ή θα ταυτιστεί και με ένα διαφορετικό «πρόσωπο» της έκθεσης.
Γιατί, όπως λέει ο επικεφαλής επιμελητής της έκθεσης, Φριτς Γκίρστμπεργκ από το Nederlands Fotomuseum: «Καθώς κοιτάμε ένα πορτρέτο, βλέπουμε πρώτα απ’ όλα το βλέμμα. Ερευνάμε αρχικά τα μάτια, σχεδόν ενστικτωδώς. Μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου έχουμε εκτιμήσει το βλέμμα, την έκφραση του προσώπου και τη στάση. Η εικόνα τότε γίνεται το φευγαλέο αφηρημένο υποκατάστατο μιας πραγματικής συνάντησης. Αυτό δίνει στο πορτρέτο μια ιδιαίτερη αύρα, που δεν απαντά στα φωτογραφικά τοπία, στις νεκρές φύσεις και στις σκηνές δρόμου. Καθιστά το φωτογραφικό πορτρέτο ξεχωριστό είδος, ακόμη και εντός της ίδιας της φωτογραφικής τέχνης. Το πορτρέτο επιδρά στην ανθρώπινη εμπειρία μας. Κάνει έκκληση στο αίσθημα ανθρωπιάς μας. Διατυπώνει μια ταυτότητα για το άλλο άτομο ή εγείρει ερωτήματα, πράγμα που οδηγεί σε έναν βαθμό ενσυναίσθησης καθώς βάζουμε τον εαυτό μας, ορθολογικά ή συναισθηματικά, στη θέση του απεικονιζομένου. Κατά δεύτερο λόγο, κάνοντάς μας να διερωτηθούμε για την ταυτότητά μας ως θεατών, το πορτρέτο λειτουργεί σαν καθρέφτης».
Ταυτόχρονα με τη συγκεκριμένη έκθεση το Μουσείο κινείται μέσα στους άξονες των στόχων του, τους οποίους ο διευθυντής του, Βαγγέλης Ιωακειμίδης, θέτει ως εξής: «Θέλουμε να βλέπει ο επισκέπτης κάτι σχετικό με το σύγχρονο αποτύπωμα της φωτογραφίας της αλλά και την ιστορία της αλλά να φιλοξενούμε παραγωγές άλλων φορέων. Η συγκεκριμένη έκθεση είναι από τις μεγαλύτερες συμπαραγωγές μας και ενισχύει ιδιαίτερα το προφίλ του μουσείου σε ένα διεθνές επίπεδο, ιδίως αν αναλογιστείτε ότι η σύμπραξη προέκυψε μετά από πρόσκληση του Bozar». Εστω και με τη μειωμένη επιχορήγηση των 250.000 ευρώ από το υπουργείο Πολιτισμού (έναντι των 400.000 σε παλαιότερες, καλύτερες εποχές, όπως το 2008) για ένα μουσείο που είναι μεν σύγχρονο και μονοθεματικό, αλλά και εξαιρετικά δημοφιλές, όπως προκύπτει από την επισκεψιμότητά του: 30.000-35.000 για τη χρονιά που μας πέρασε, εκ των οποίων οι 6.000 ήταν μαθητές από σχολεία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
