Την ανάγκη ανάληψης από κοινού της ιστορικής ευθύνης για την άρση του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία, από όλους τους εμπλεκόμενους θεσμούς και φορείς επισημαίνει το ΙΟΒΕ στην τακτική έκθεση του για την πορεία της οικονομίας.
Οπως σημειώνει “αν πραγματικά αναγνωρίζεται η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με όρους επείγοντος, ως ο κοινός, και αδιαπραγμάτευτος στόχος, όσοι εκπροσωπούν όλους τους εμπλεκόμενους θεσμούς θα πρέπει να αναλάβουν αποφασιστικά και από κοινού τη σχετική ευθύνη που είναι επίσης βαριά, πιθανότατα και ιστορική”.
“Το κύριο ζητούμενο από όλες τις πλευρές θα πρέπει να είναι η δημιουργία των όρων για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τις απαραίτητες βαθιές δομικές αλλαγές και όχι με περαιτέρω συνολική δημοσιονομική προσαρμογή. Βρισκόμαστε άλλωστε στα τελευταία στάδια μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας που πρέπει να ολοκληρωθεί το συντομότερο ώστε να υπάρξει άρση της επί έτη αβεβαιότητας και να ανακτηθούν οι απαραίτητοι βαθμοί ελευθερίας της οικονομικής πολιτικής”.
Όπως περιγράφεται αναλυτικά και στην έκθεση, οι προοπτικές για το επόμενο διάστημα είναι μεικτές. Οι εξελίξεις δεν επιτρέπουν αισιοδοξία για υψηλούς ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης σαν αυτούς που προβλέπονταν πριν από ένα έτος, όμως υπό συγκεκριμένους όρους η ανάπτυξη μπορεί να είναι σημαντική και άνω του 1%.
Αναλυτικά στην έκθεση του το ΙΟΒΕ τονίζει μεταξύ άλλων τα εξής:
-H οικονομία βρίσκεται στον πιο κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που κατά τα τελευταία έτη απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, με πολύ μεγάλο φυσικά κόστος για τους Έλληνες που το δέχτηκαν κατανοώντας το σχετικά πολύ
υψηλότερο κόστος που θα είχαν μεσοπρόθεσμα οι εναλλακτικές επιλογές.
-Σε αυτή την πορεία, υπήρχαν σημαντικές επιτυχίες που δεν πρέπει να υποτιμώνται από καμία πλευρά, ούτε βέβαια να τίθεται σε κίνδυνο: ιδιαίτερα, η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή μεγέθους και αντίστοιχα η δραστική βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου και η ανάκτηση ανταγωνιστικότητας.
_Υπήρξαν όμως και σημαντικές αποτυχίες που σωρευτικά ενέτειναν την ύφεση πολύ περισσότερο από όσο θα ήταν απαραίτητο, τόσο με αστοχίες στο σχεδιασμό και εκτέλεση επιμέρους πολιτικών αλλά κυρίως με την διατήρηση ενός κλίματος έντονης αβεβαιότητας και συνεχούς αμφιθυμίας. Η ευθύνη για αυτή την αποτυχία βαραίνει περισσότερους από έναν παράγοντες και στην ελληνική πλευρά και σε αυτή την εταίρων και δανειστών.
Και καταλήγει σημειώνοντας ότι “από τη συνολική μελέτη της ελληνικής κρίσης προκύπτει σαφώς ότι οι καθυστερήσεις και η ατολμία είχαν πολύ υψηλό κόστος. Αν πραγματικά αναγνωρίζεται λοιπόν η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με όρους επείγοντος, ως ο κοινός, και αδιαπραγμάτευτος στόχος, όσοι εκπροσωπούν όλους τους εμπλεκόμενους θεσμούς θα πρέπει να αναλάβουν αποφασιστικά και από κοινού τη σχετική ευθύνη που είναι επίσης βαριά, πιθανότατα και ιστορική. Μια θετική εξέλιξη θα είναι απολύτως συνεπής με τη γενικότερη δυναμική στην ευρωπαϊκή οικονομία, όπου γίνεται πλέον σαφές ότι θα πρέπει να συνδυάζεται η αξιοπιστία των πολιτικών με την αναπτυξιακή τους διάσταση”.
