Πολύ φοβούμαι ότι η δυστοκία στις διαπραγματεύσεις με την πρώην τρόικα (που έχει γίνει κουαρτέτο με την προσθήκη του ESM) και κατ’ επέκταση με το Eurogroup δεν προκύπτει από τη σοβαρότητα των προτάσεων, την επάρκεια ή τη διαφορετική αξιολόγησή τους.
Προκύπτει από μια εντελώς αντίθετη προσέγγιση.
Η ελληνική πλευρά διαπραγματεύεται με τα μάτια στραμμένα στο πολιτικό κόστος του συμβιβασμού, το οποίο δεν ενδιαφέρει κανέναν πέρα από την ίδια.
Οι συνομιλητές της υπολογίζουν μόνο το κόστος της ρήξης, η οποία είναι αδιανόητη για την ελληνική πλευρά.
Μεταξύ των δύο αυτών προσεγγίσεων είναι δύσκολο να βρεθεί κοινό πεδίο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση επιθυμεί να καταλήξει σε μια ανώδυνη (ουσιαστικά) λύση, την οποία θα μπορεί να παρουσιάσει ως δικαίωση του εαυτού της. Είναι απολύτως θεμιτό. Δεν ξέρω αν είναι εφικτό.
Αυτό ήταν πάντως εξαρχής το μέλημά της, ένα μέλημα το οποίο επιχειρεί να υλοποιήσει από όλο και πιο δυσχερή θέση.
Στην πραγματικότητα, η πολιτική της πέρασε από τρεις διακριτές φάσεις.
Η πρώτη φάση ήταν προεκλογική και λίγο μετεκλογική.
Τότε στον ΣΥΡΙΖΑ πίστευαν πως το εκλογικό αποτέλεσμα δημιουργούσε δεδικασμένο και όλα είναι εφικτά. Ο σημερινός πρωθυπουργός μάλιστα διαβεβαίωνε προεκλογικά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να απορρίψει τις προτάσεις του η Ανγκελα Μέρκελ –με την ψευδαίσθηση προφανώς ότι η διαπραγμάτευση θα γίνει μεταξύ του ιδίου και της Μέρκελ…
Η δεύτερη φάση ξεκίνησε όταν, μετά την πρώτη μετεκλογική ευφορία, έγινε αντιληπτό πως τα λεφτά τελείωναν και το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί από μόνο του επαρκές επιχείρημα για να παρακαμφθούν κανόνες και δεσμεύσεις.
Τότε αναζητήθηκε μια «πολιτική συμφωνία», η οποία θα έδινε στην Ελλάδα χρόνο προσαρμογής αλλά και χρήμα για να σκεφθεί ήρεμα πώς θα μπορέσει να προσαρμοστεί.
«Πολιτική συμφωνία» κατά την έννοια της παράκαμψης των κανόνων δεν υπήρξε και η Ελλάδα οδηγήθηκε στον «επώδυνο συμβιβασμό» της 20ής Φεβρουαρίου, ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά αποδοχή των δεσμεύσεων χωρίς τη χρηματοδότηση.
Η τρίτη φάση είναι εκείνη που ξεκίνησε μετά το Eurogroup της 9ης Μαρτίου, όταν συνειδητοποιήθηκε από την κυβέρνηση τι ακριβώς συμφωνήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου και όταν κατέρρευσαν οι ελπίδες ότι την πολυπόθητη «πολιτική λύση» θα έδινε κάποια σύνοδος κορυφής.
Η ουσία της διατυπώνεται στην επιστολή του Πρωθυπουργού προς τη Μέρκελ, τον Ολάντ και τον Γιούνκερ στην οποία περιγράφει το ασφυκτικό πρόβλημα ρευστότητας της Ελλάδας και καταλήγει ζητώντας (περίπου) κατανόηση και διευκόλυνση. Κάτι σαν αίτημα βοήθειας.
Η επιστολή αυτή έφερε την «Οκταμερή» των Βρυξελλών και την πρόσκληση στο Βερολίνο αλλά όχι με την έννοια που επιδίωξε η ελληνική κυβέρνηση.
Δεν οδήγησε δηλαδή σε κάποια «πολιτική διευθέτηση» η οποία θα διασφάλιζε τη ρευστότητα και θα διευκόλυνε μια ήπια προσαρμογή. Αλλά σε μια νέα προειδοποίηση ότι ο χρόνος τελειώνει και το χρήμα θα δοθεί μόνο μέσα από συγκεκριμένες πράξεις και διαδικασίες.
Εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Μπροστά σε ένα ορατό αδιέξοδο.
Αφενός η κυβέρνηση δεν κατάφερε να θέσει το «ελληνικό πρόβλημα» με νέους όρους αποδεκτούς από τους συνομιλητές της.
Αφετέρου οι όροι που εξακολουθούν να ισχύουν οδηγούν σε μια δεδομένη αντιμετώπιση του προβλήματος που δεν είναι αποδεκτή από τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία.
Ετσι η χώρα βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και με την ανάγκη μιας λύσης σε ορίζοντα εικοσιτετραώρων, ούτε καν εβδομάδων.
Είτε θα πρέπει οι δανειστές να αναθεωρήσουν την προσέγγισή τους –κάτι που ως τώρα δεν έχει διαφανεί ούτε ως υποψία…
Είτε θα πρέπει η κυβέρνηση να ανατρέψει τη δική της –με όποιο κόστος…
Εδώ που φτάσαμε, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Στον καθρέφτη!
Με ενδιαφέρον διάβασα ένα άρθρο του Βαρουφάκη στο οποίο σημείωνε: «Η εχθρότητα μεταξύ των Ευρωπαίων βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της, κυρίως με Ελληνες και Γερμανούς να έχουν βυθιστεί ηθικά δείχνοντας ο ένας στον άλλο το δάχτυλο».
Με ενδιαφέρον διάβασα ένα άρθρο του Βαρουφάκη στο οποίο σημείωνε: «Η εχθρότητα μεταξύ των Ευρωπαίων βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της, κυρίως με Ελληνες και Γερμανούς να έχουν βυθιστεί ηθικά δείχνοντας ο ένας στον άλλο το δάχτυλο».
Πολύ σωστά τα λέει ο Βαρουφάκης κι έτσι έχουν τα πράγματα. Αλλά σε ποιον τα λέει;
Διότι δεν ξέρουν αν έχουν «βυθιστεί ηθικά» οι Ελληνες και οι Γερμανοί, αλλά ως τώρα και εξ όσων γνωρίζω ο μόνος Ελληνας ή Γερμανός που έχει δείξει στον άλλο το δάχτυλο είναι ο ίδιος ο Βαρουφάκης!..
Ως εκ τούτου, αντί να δίνει συμβουλές με άρθρα, ίσως θα ήταν χρησιμότερο να βγάζει λόγους στον καθρέφτη του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
