Oι λέξεις και οι αριθμοί

Είναι μάλλον ακόμη πρόωρο να πιστέψουμε ότι η συνθηματική «ελπίδα» των προεκλογικών ημερών ήρθε στα πολιτικά μας πράγματα

ΤΟ ΒΗΜΑ
Είναι μάλλον ακόμη πρόωρο να πιστέψουμε ότι η συνθηματική «ελπίδα» των προεκλογικών ημερών ήρθε στα πολιτικά μας πράγματα, υπάρχουν όμως σοβαρές ενδείξεις ότι αύρες και ζέφυροι ποίησης κάνουν ήδη πιο εύκρατο το πολιτικό κλίμα και χαμηλώνουν τον δείκτη δυσφορίας –στο δικό μας, τουλάχιστον, μερτικό της ευρωπαϊκής ηπείρου. Και δεν εννοώ τόσο την τιμαλφή εμφώλευση τεσσάρων «δημοσιευμένων» ποιητών στο κυβερνητικό μετερίζι (σύμφωνα με το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του «Βήματος» της 8/2) όσο τη ραγδαία διάνθιση του τρέχοντος πολιτικού λόγου με μεταφορικές τροπές, μυθολογικά εμβλήματα, δια-κειμενικά απρόοπτα και διδακτικές παραβολές, όπως τα αφουγκραστήκαμε και συνεχίζουμε να τα αφουγκραζόμαστε στις ρηματικές εκδηλώσεις του νέου υπουργού Οικονομικών, ο οποίος άμα τη αναρρήσει του κατάφερε, μεταξύ άλλων, να μας κάνει να θυμόμαστε τον Γιάννη Στουρνάρα και τον Γκίκα Χαρδούβελη ως ασώματες μαγνητοφωνημένες ανακοινώσεις της επόμενης στάσης του μετρό.
Για του λόγου το αληθές: Η μνημονιακή Ελλάς εμφανίστηκε ως Σίσυφος στο ατελέσφορο (και παράλογο, θα προσέθετε ο Αλμπέρ Καμύ) καθήκον της αναβίβασης ανοικονόμητου και καθ’ έξιν υπότροπου βράχου στην κορφή του βουνού. Σε άλλη εκδοχή έγινε εγκλωβισμένος ένοικος του «Hotel California» και αλλού, στο άωτον του σκληρού ροκ, έγινε «junkie» λόγω αδιέξοδου και αυτοτροφοδοτούμενου δανειακού εθισμού. Και ακόμη, με αλληγορική αιχμή και ευκρινή υπόκρουση κινέζικης θυμοσοφίας, η Ελλάς του μνημονίου αποτυπώθηκε ως ευάλωτο καναρίνι σε ζοφερό ανθρακωρυχείο. Θα έλεγε κανείς ότι ο μεταφορικός παροξυσμός του υπουργού είναι αξιοσύστατος, αν δεν ήταν πάνω απ’ όλα απαραίτητος προκειμένου να κατανοήσουμε εμείς, και κυρίως οι άλλοι, ότι οι κυριολεξίες (στις οποίες περιορίζονταν ελλείψει οίστρου οι τεχνοκρατικοί προκάτοχοι) είναι πολύ αναιμικές για να αποδώσουν με πληρότητα την κατάσταση μιας «χρεοδουλοπαροικίας». Ετσι απόκρημνα μονολεκτική και ταυτόχρονα χορταστική στην τριπλή σύνθεσή της, αυτή η «χρεοδουλοπαροικία», φρέσκια από το ίδιο νομισματοκοπείο, έχει όλες τις προδιαγραφές για να ανακηρυχθεί «η λέξη της χρονιάς» από την Ακαδημία Αθηνών –αν ποτέ αυτή καθιερώσει τέτοιο αγώνισμα.
Δεν υπάρχουν έγκυρες πληροφορίες για τη σχέση του Ντάισελμπλουμ ή του Σόιμπλε με τον ποιητικό Παρνασσό, αλλά είναι βέβαιο ότι στο ατελιέ του Eurogroup η Ιστορία σχεδιάζεται με αριθμούς και κυριολεξίες, όχι με λέξεις και μεταφορές. Και το πρόβλημα, όπως φαίνεται να εξελίσσεται μέχρι στιγμής, είναι ότι απέναντι στην ανένδοτη αριθμητική των άλλων η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει έναν μονόλογο ο οποίος μοιάζει να τοποθετεί τους αριθμούς σε παρένθεση για να κυμανθεί ανάμεσα στην ελεγειακή πικρία και την επική παρόρμηση –ελεγεία για την ανθρωπιστική κρίση που προκάλεσε η μνημονιακή λιτότητα, έπος για τον υπερήφανο και αδάμαστο λαό που τόσον καιρό αίρει τας αμαρτίας της Ευρώπης αλλά τώρα αγωνίζεται ηρωικά για να σώσει εαυτόν και αλλήλους. Και ενώ για το πρώτο ακούστηκαν και ακούγονται ήχοι συμπάθειας και κατανόησης, το δεύτερο εγείρει ζητήματα που επιβάλλουν σκεπτικισμό.
Κι αυτό επειδή δεν πρόκειται απλώς για κάποιο είδος αυτοεπιβεβαίωσης που έχει ανάγκη το έθνος αλλά και για σύμπτωμα ηθικού βολονταρισμού και μεσσιανικής αυτοπεποίθησης που αποτελεί κληρονομικό γνώρισμα της παραδοσιακής Αριστεράς. Τα πρώτα σημάδια αναφάνηκαν λίγες ώρες αφότου επισημοποιήθηκε η ευρεία νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με θυμώδεις δηλώσεις κοσμογονικού αναπροσανατολισμού και ανεπιφύλακτες επαγγελίες λύτρωσης. Στη ρύμη αυτή, και στις λίγες μέρες που ακολούθησαν, ο επινίκιος ενθουσιασμός άνοιξε προοπτικές ταύτισης του νικητή με το συνολικό λαϊκό αίσθημα. Και στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ο πρωθυπουργός κωδικοποίησε με τον πιο επίσημο τρόπο αυτήν την πολιτική φαινομενολογία προτού, στην κατακλείδα του λόγου του, εγγυηθεί φορτισμένος υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια.
Η περηφάνια βαδίζει μπροστά αλλά η πτώση έρχεται από πίσω, λέει περίπου μια αγγλική ρήση, που δεν πρέπει να επιβεβαιώσουμε, για ευνόητους λόγους αλλά και για να μη χρειαστεί να ξαναεπαινέσει κάποιος κυβερνητικός αξιωματούχος τους Σόιμπλε της Ευρώπης ως σηματωρούς και κήρυκες της διανόησης. Και για να το προσεγγίσουμε και αλλιώς: η περηφάνια και η ρητορική της πρέπει να είναι τέτοια που να μην αποκλείει τους έντιμους συμβιβασμούς στο πλαίσιο των οποίων, για παράδειγμα, τα «σκληρά» της «τρόικας» θα αντικατασταθούν με τη μεθαδόνη των «θεσμικών εκπροσώπων» και το άδικο αίμα του «μνημονίου» θα μετουσιωθεί στον ευφρόσυνο οίνο του «συμβολαίου». Υποθέτω ότι ο υπουργός των Οικονομικών δεν θα έχει πρόβλημα με αυτές ή άλλες συναφείς μεταφορικές τροπές. Γιατί στο κάτω-κάτω είναι αυτός που, σε αφύλακτη(;) στιγμή ρεαλισμού, δήλωσε ότι θα χρησιμοποιήσουμε όσους ευφημισμούς κριθούν απαραίτητοι για να κάνουμε τη δουλειά μας.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version