Την αντιλαμβάνεσαι παρούσα κάθε στιγμή που μοιράζεσαι μαζί της. Απόλυτα συγκεντρωμένη, «ολόκληρη», όπως επιδιώκει να είναι πάνω στη σκηνή, αφουγκράζεται και παρακολουθεί κάθε αντίδραση του συνομιλητή της. Σκέφτεται, στοχάζεται, χτυπάει το χέρι στο τραπέζι όταν παρασύρεται από την ένταση της στιγμής, μοιάζει λίγο να κουράζεται αλλά δεν «φεύγει» ποτέ από το μικρό μας τραπέζι κι ας υπάρχουν χίλιες δυο αφορμές για διάσπαση της προσοχής της. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται στα πράγματα που επιλέγει, στην παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στους μαθητές της στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών αλλά και σε αυτή τη συνέντευξη που δυστυχώς δεν μπορεί να παρατεθεί αυτούσια λόγω της χειμαρρώδους ροής της. Μια ροή που καταλήγει στο «Οσα χρόνια και αν κάνουμε αυτή τη δουλειά και όσο και αν καλλιεργηθούμε, η ομορφιά η μεγάλη έχει ήδη διατυπωθεί πριν από εμάς. Εμείς είμαστε εδώ για να σκύψουμε πάνω της και αν είμαστε τυχεροί, λίγο να μυρίσουμε το άρωμά της».
Δεν είναι η πρώτη φορά που παίζετε Αμλετ. Τότε ήσασταν η Οφηλία, τώρα η Γερτρούδη. Πόσο διέφερε η ματιά σας όταν προσεγγίσατε εκ νέου το κείμενο; «Εξαρτάται πολύ από τις παραστάσεις. Γιατί το πώς πλησιάζω έναν ρόλο φυσικά και έχει να κάνει με αυτό που είμαι εγώ, αλλά κυρίως έχει να κάνει με το τι φωτίζει η παράσταση κάθε φορά και με ποιον τρόπο. Ο τρόπος με τον οποίο φωτίστηκε ο Αμλετ το ’98, όταν έκανα την Οφηλία, ήταν τελείως διαφορετικός. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι επειδή τους ρόλους μου, με τον τρόπο που έχω συναντηθεί μαζί τους και που έχω εκφραστεί μέσα από αυτούς, τους φέρω μέσα μου, παίζοντας τη Γερτρούδη σε μια παράσταση τελείως διαφορετική ερήμην μου φέρω μέσα μου τη συνάντησή μου με την Οφηλία τότε. Είναι σαν τα γονίδια, όπως όταν γεννιέσαι και δεν μπορείς να αποφύγεις να φέρεις την κρεατοελιά της γιαγιάς σου».
Αυτό μου θυμίζει αυτό που έχει ειπωθεί, ότι κάθε άνθρωπος αποτελεί από μόνος του ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ότι μπορεί να βρει μέσα του, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη αναλογία, κάθε προτέρημα και ελάττωμα που υπάρχει στο σύνολο του γένους των ανθρώπων. Κάτι ανάλογο δεν γίνεται με τους ηθοποιούς; «Είναι μια διαδικασία που απαιτεί και να μπορείς να εισχωρείς στο βάθος των πραγμάτων, των συναισθημάτων, αλλά συγχρόνως χρειάζεται μια διαύγεια. Ενώ δηλαδή πρέπει να μπαίνεις μέσα σου, συγχρόνως πρέπει να είσαι με το ένα πόδι απέξω για να μπορείς να δεις αυτό που συμβαίνει γιατί αλλιώς κινδυνεύει αυτή η δουλειά να γίνει πολύ ενδοσκοπική. Αυτό είναι και το επικίνδυνο κομμάτι της. Πολλοί καλλιτέχνες έχουν μια ευχέρεια, και καλώς κάνουν και την έχουν, στην έκφραση, στο να μπορούν να συγκινηθούν ή να τρέχουν προς τους φόβους τους, αλλά η δουλειά τους καταντάει αυτοαναφορική. Το ζητούμενο όμως είναι τελικά να αφηγηθείς κάτι. Φυσικά και να βουτήξεις μέσα σε αυτό και να το βιώσεις, αλλά τελικά να καταφέρεις όχι να ζήσεις εσύ κάτι πάνω στη σκηνή, αλλά ζώντας το να το αφηγηθείς. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά, για παράδειγμα, ανάμεσα στην ψυχοθεραπεία, δηλαδή μπαίνω για να δω τα άδυτα της ψυχής μου, και στην υποκριτική: ουσιαστικά αξιοποιώ τον εαυτό μου σαν ένα όργανο για να φωτίσω κάτι».
Πώς μπορείς να αποφύγεις την παγίδα; «Είναι μια τέχνη πολύ πρακτική η υποκριτική. Οπως αυτός που παίζει πιάνο πρέπει να μάθει πώς και για πόση διάρκεια να πατάει τα πλήκτρα του, το ίδιο συμβαίνει με τον ηθοποιό και το ποιητικό κείμενο. Ολοι οι μεγάλοι συγγραφείς του θεάτρου, όπως ο Σαίξπηρ καλή ώρα, έχουν γράψει μουσικές συνθέσεις. Γιατί ο ποιητικός λόγος είναι μουσική. Οπότε αν ο ηθοποιός προσεγγίσει αυτό το κείμενο από τον ήχο του –γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία η μετάφραση -, όταν προσεγγίσει τα λόγια που πρέπει να πει μέσα από τον ήχο που βγάζουν, μπορεί να το καταφέρει».
Κάτι που φωτίζεται στην παράσταση είναι η αγάπη της άσωτης μάνας Γερτρούδης για τον γιο της Αμλετ. Είναι πάντα ανιδιοτελής αυτή η αγάπη όπως συνήθως προεξοφλείται; «Είναι. Επειδή όμως είμαστε όλοι άνθρωποι και θέλουμε κάτι από τον άλλο, έχει και στοιχεία η αγάπη μας που είναι ανθρώπινα και βρωμίζουν αυτή την ανιδιοτέλεια. Η αγάπη της μάνας προς τον γιο με αυτή την έννοια δεν είναι ανιδιοτελής. Η Γερτρούδη τον χειρίζεται τον Αμλετ, τον θέλει δικό της. Ακόμη και τη σχέση με την Οφηλία θέλει να την ελέγξει. Πρέπει όμως να φωτιστεί και αυτό το διαμάντι που περιέχει την ανιδιοτελή αγάπη ως ένα κομμάτι του ανθρώπου που –είτε καταφέρνει να το φέρει στην επιφάνεια είτε όχι –το έχει πάντα μέσα του εν δυνάμει».
Η Γερτρούδη είναι μια γυναίκα παραδομένη στη λαγνεία και αυτό δεν της το έχουν συγχωρήσει μέσα στους αιώνες. Αν ήταν άνδρας, θα υπήρχε περισσότερη κατανόηση για την αδυναμία της. «Οχι απλώς δεν της το συγχωρούν, αλλά αν παρατηρήσεις στον μονόλογο του φαντάσματος, που είναι ο κατεξοχήν του έργου, πολύ περισσότερο βάρος φέρει η σεξουαλικότητα της Γερτρούδης παρά η δολοφονία του Βασιλιά Αμλετ από τον αδελφό του. Κάθε βράδυ που παίζω τη Γερτρούδη, βεβαιώνομαι ότι η μεγαλύτερη ενοχή, έτσι όπως την καταδεικνύει στο έργο του ο Σαίξπηρ, δεν είναι ο φόνος, αλλά η σεξουαλικότητα».
Δεν είναι μισογυνιστικό αυτό; «Οχι, γιατί ο Σαίξπηρ το παρουσιάζει με τέτοιο τρόπο που μας κάνει να λέμε τους άνδρες μισογύνηδες, οπότε δεν είναι μισογυνιστικό».
«Πρέπει να ζήσουμε ό,τι και αν συμβαίνει» θα πει η Γερτρούδη. Θα μπορούσε να είναι το πρακτικό συμπέρασμα του έργου; «Τι να πει… Εγώ νομίζω ότι ξέρει όπως όλοι ξέρουμε και κουκουλώνουμε. Γιατί το αίσθημα της επιβίωσης είναι τρομακτικό. Συμβαίνει ένας θάνατος κι εμείς συνεχίζουμε και ζούμε. Ο Αμλετ όμως, η μόνη ψυχή στο έργο που εμφανίζεται αφυπνισμένη, λέει: “Οχι, δεν θέλω, ρε παιδιά, να συνεχίσω, δεν θέλω να παριστάνω τον κανονικό όταν τα πράγματα που συμβαίνουν δίπλα μου δεν είναι κανονικά!”. Αυτό μας δείχνει ο Σαίξπηρ, πως χωρίς την ουτοπία δεν μπορούμε να ζήσουμε. Είναι πολύ μεγάλο έργο και για μένα βαθιά οντολογικό. Με την έννοια της ανάγκης του ανθρώπου να συνδεθεί με τον Θεό γιατί χωρίς αυτή τη σύνδεση όλα τ’ άλλα σαπίζουν».
Είναι και πολύ επίκαιρο. Αλήθεια, παρακολουθείτε ειδήσεις, ενημερώνεστε; «Συνειδητά το κάνω πολύ επιλεκτικά. Μου είναι αρκετό να παρακολουθώ τη ζωή των συνανθρώπων μου γιατί μέσα σε αυτούς ζω και να προσπαθώ στον χώρο που μου αναλογεί, στον κύκλο που μου αναλογεί, να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο παρούσα. Ακόμη και όταν ζεις μια καθημερινότητα που μπορεί να σε τρελάνει, να τρέχεις στο ταχυδρομείο, να πρέπει να είσαι μιάμιση ώρα στην ουρά για να πληρώσεις, να είσαι με το ρολόι και να σε περιμένουν, να μπαίνεις στο αυτοκίνητο και να μη βρίσκεις να παρκάρεις και να σε μουντζώνουν οι οδηγοί».
Δεν μπορώ να σας φανταστώ στην ουρά στο ταχυδρομείο. «Αλήθεια; Σε παρακαλώ να με φανταστείς. Εχω μια κανονική καθημερινότητα κι εγώ και ο άνδρας μου, όπως όλοι οι άνθρωποι. Πρέπει να καταλάβετε ότι αυτό που κάνουμε εμείς οι ηθοποιοί και που σε εσάς φθάνει “καθαρό” από την υπόλοιπη καθημερινότητα, μπορεί να συμβαίνει όταν πριν από πέντε μόλις λεπτά έχεις δεχτεί ένα τηλεφώνημα που λέει ότι “αύριο στις 8.30 πρέπει να είσαι στο τάδε σημείο για να πληρώσεις την τάδε δόση”».
Φαίνεστε πολύ συνειδητοποιημένη, οπότε ήθελα να σας ρωτήσω αν μεγαλώνοντας έχει αλλάξει η σχέση σας με τον έρωτα. Οταν έχει κανείς διαλευκάνει ως έναν βαθμό το μυστήριο του εαυτού του, πόσο εύκολο είναι να αφεθεί στο πάθος του έρωτα; «Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια καινούργια συνέντευξη με αυτό το θέμα. Αν βάζεις τον έρωτα μέσα σε αυτό που ονόμασες “πάθος”, έχω κάνει κι εγώ τη διαδρομή μου με τα δικά μου πάθη. Οταν ήμουν πιο νέα, είχα την ορμή που με οδηγούσε και ήμουν πιο πολύ φορέας των αναγκών και των παθών μου. Νομίζω ότι μεγαλώνοντας κάποια στιγμή αυτό το είδος του έρωτα καταλαγιάζει. Δεν σου είναι πλέον αρκετό γιατί μπαίνεις σε περιοχές οι οποίες υπαρξιακά σε γεμίζουν πιο πολύ και το συναίσθημά σου κυκλοφορεί προς βαθύτερες κατευθύνσεις. Αλλά αυτό που παίζει μεγάλο ρόλο είναι πού επενδύει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Μπορεί κάποιος να έχει δώσει τόση μεγάλη σημασία στον έρωτα και στο πάθος του ώστε τελικά να καεί στη φωτιά που επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του. Είναι πολύ ωραίο και είναι και το ζητούμενο, ο κάθε άνθρωπος να ζήσει τη δική του ζωή, με τις δικές του αρχές, με τα δικά του λάθη, τις αμαρτίες και τις αρετές. Να ακολουθεί τον δικό του βηματισμό γιατί τα πράγματα δεν είναι άσπρο – μαύρο, δεν είναι απαραίτητο να λένε όλοι: “Μεγάλωσα και ο έρωτας έχει αντικατασταθεί από την αγάπη”. Ο Ρίλκε λέει: “Να εύχεται ο καθένας να ζήσει τον δικό του θάνατο”».
Η φιλία τι ρόλο παίζει στη ζωή σας; «Δεν ξέρω τι θα έκανα ή τι θα ήμουν χωρίς τους φίλους μου. Γιατί με τους φίλους σου μαθαίνεις κάπως να αντέχεις τον εαυτό σου, κάνεις λάθη που εκείνοι τα δέχονται, τα συγχωρούν και σου δίνουν τη δυνατότητα να κάνεις το ίδιο. Είναι σαν τους βράχους που αν δεν τους χτυπήσει το νερό είναι όλο γωνίες. Με τη φιλία αυτός ο βράχος λειαίνεται και μαλακώνει. Οι φίλοι σε ανέχονται, μπορείς να μιλήσεις όπως θέλεις όταν δεν είσαι στις καλές σου. Στις συνεντεύξεις ερχόμαστε ως η καλή εκδοχή του εαυτού μας, και καλά κάνουμε. Δεν θα έρθω να σου φορτώσω τα προβλήματά μου».
Φίλους ηθοποιούς έχετε; «H Ολια Λαζαρίδου είναι αδελφική φίλη, όπως και η Αντζελα Μπρούσκου, καθώς και ο Νίκος Καραθάνος. Οι συνάδελφοί μου είναι πολύ φίλοι μου, έχω πολύ στενές σχέσεις μαζί τους, ειδικά με αυτούς που δουλεύουμε χρόνια μαζί, από τον Λευτέρη (Βογιατζή). Είναι η οικογένειά μου».
Μιλάτε μεταξύ σας για τους τρόπους προσέγγισης ενός ρόλου; «Εγώ αυτό δεν το μοιράζομαι πολύ, δεν είναι ο χαρακτήρας μου. Υπάρχει δηλαδή μια περιοχή που μου αρέσει να βρίσκομαι μόνη με το υλικό μου. Κάνω μια διαδρομή με τους ρόλους μου στην οποία είναι σαν να προσεγγίζω έναν άλλο άνθρωπο. Προσπαθώ όσο μπορώ να πλησιάσω, όσο μπορώ να μην παραβιάσω, όσο μπορώ να μην “καπελώσω”. Μόλις βλέπω ότι το παρακάνω, κάνω πίσω και αφήνω τον ρόλο να έρθει σε μένα. Νομίζω ότι δεν έχω ανάγκη να το μοιραστώ αυτό με τους συναδέλφους μου με λόγια γιατί το μοιράζομαι τόσο πολύ πάνω στη σκηνή…».
Με τους μαθητές σας ποια είναι η σχέση σας; «Είναι ένα πολύ σοβαρό κομμάτι της ζωής μου η σχέση μου με τα παιδιά γιατί αισθάνομαι ότι έχω πάρα πολλά να πάρω από τους νέους ανθρώπους. Η σχέση ανταλλαγής, ας την πούμε των διαφορετικών γενεών, με εμένα από τη μία να τους μεταδίδω αυτά που έχω μάθει και εκείνους από την άλλη να αμφισβητούν με μεγάλη ευκολία πράγματα για τα οποία νιώθω πολύ σίγουρη, με βοηθάει να κρατιέμαι ζωντανή. Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι κοντά στο κομμάτι της ζωής που τώρα γίνεται, τώρα γεννιέται».
Ταλέντο υπάρχει; «Δεν ξεχειλίζει, αλλά υπάρχει».
Πάντως εσείς βρεθήκατε κοντά σε πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες, αρχικά με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, μετά με τον Λευτέρη Βογιατζή και φαντάζομαι ότι πήρατε πάρα πολλά από αυτούς. Ωστόσο αναρωτιέμαι αν το γεγονός ότι συνεργαστήκατε για καιρό με συγκεκριμένους ανθρώπους οι οποίοι σαφέστατα έχουν το δικό τους ιδίωμα, θεατρικό ή γλωσσικό, μπορεί να σας εγκλώβισε κάποια στιγμή. «Σίγουρα με περιόρισε, αλλά το θεωρώ πάρα πολύ θετικό για τη ζωή μου. Γιατί αν δεν περιοριστείς, πώς θα έρθεις αντιμέτωπος με το ερώτημα “Τι σημαίνει ακριβώς ελευθερία;”. Οπότε αρχίζει μια πιο σοβαρή σκέψη: “Τι θέλω από τον εαυτό μου;”. Πάντως, αν μου το έλεγες αυτό όταν βρισκόμουν μέσα στην κατάσταση, μπορεί να μην το παραδεχόμουν γιατί ένιωθα μεγάλη ασφάλεια όταν βρισκόμουν εκεί και δεν θα ήθελα να αισθανθώ ότι μπορεί να φύγω μακριά της. Οταν όμως κάποια στιγμή μεγαλώνεις, όταν βρίσκεσαι πιο μόνος και πιο εκτεθειμένος, μαθαίνεις πολλά πράγματα. Παίρνεις το ρίσκο και λες “θα τα καταφέρω, θα κάνω ό,τι μπορώ μόνη μου χωρίς προστασία, χωρίς τις πλάτες του Λευτέρη, χωρίς τις πλάτες του Μιχάλη. Θα δούμε αν μπορώ να βάλω και εγώ το πετραδάκι μου”. Και ότι τελικά βλέπω ότι όσο μόνη μου κι αν είμαι, ό,τι κι αν κάνω, κουβαλάω και τον Λευτέρη και τον Μιχαήλ στα πάντα. Εγώ ήμουν ένας άνθρωπος που έγινα μέσα στο θέατρο, μέσα από πολύ έντονες οικογένειες. Γιατί το κομμάτι του Μαρμαρινού αλλά και του Λευτέρη ήταν έντονα οικογενειακό με την έννοια της θαλπωρής και της ασφάλειας που σου προσφέρει μια οικογένεια».
Σκεφτόμουν ότι όταν πέθανε ο Βογιατζής, ακριβώς όπως όταν πεθαίνει ένας πατέρας, αν αισθανθήκατε με κάποιον τρόπο ότι… ελευθερωθήκατε. «Ελευθερώνεσαι… Ενώ πενθείς, ενώ πονάς, ελευθερώνεσαι… Οχι φυσικά επειδή πεθαίνει ο αγαπημένος σου άνθρωπος, αλλά επειδή δεν αισθάνεσαι το βλέμμα του πάνω σου επικριτικό. Ξαφνικά γίνεται ένα βλέμμα που έχει μόνο αποδοχή. Και μετά καταλαβαίνεις ότι και όταν ήταν εν ζωή μόνο αποδοχή είχε αυτό το βλέμμα, αλλά επειδή εσύ πρόβαλες πάνω του μια προσμονή αποδοχής, διάλεγες να δεις αυτό το κομμάτι. Οπως κάνει ο Αμλετ με τη μάνα του».
Ωστόσο είχατε εισπράξει την αποδοχή από πολύ νωρίς. «Αυτό σε κάνει να νιώθεις μια αυτοπεποίθηση, αλλά αν δεν τα βρεις με τον εαυτό σου δεν γίνεται τίποτα. Εχω υπάρξει πολύ αυστηρή με τον εαυτό μου. Επρεπε να είμαι εκεί, Μπουμπουλίνα, και να σέρνω το κάρο. Ημουν τέτοιος χαρακτήρας από μικρή και τον πόνεσα τον εαυτό μου. Ηταν και αυτή η συμπεριφορά μια προβολή που είχε να κάνει με τις ανασφάλειές μου. Τώρα που έχω μεγαλώσει, νιώθω ότι έχω μεγαλύτερη ισορροπία. Μπορώ να πω: “Δεν πειράζει, βρε Αμαλάκι μου, που δεν της αρέσει αυτηνής αυτό που έκανες. Εσύ να πεις μπράβο στον εαυτό σου, γιατί δούλεψες, έκανες ό,τι μπορούσες. Δεν χρειάζεται συνέχεια να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Μια θα κάνεις κάτι καλό, μια κάτι λιγότερο καλό, μια θα κάνεις κάτι που μπορεί να το πουν και σπουδαίο…”».
Σπανίως, αν όχι ποτέ, έχει γραφτεί κάτι κακό ή κακόβουλο για εσάς; Συνήθως αυτό δεν συμβαίνει. «Αισθάνομαι ένας άνθρωπος που έχει αγαπηθεί πολύ και να σου πω και την αλήθεια, είμαι πολύ τυχερή ως προς αυτό. Γιατί στον χώρο μας, αυτό που είναι το πιο αρνητικό είναι το “σινάφι”. Πάντως δεν ξέρω γιατί. Ισως επειδή αγαπάω τους ανθρώπους, δεν τους φοβάμαι. Το ότι υπάρχει ένας υπερθετικός βαθμός είναι φυσικό να με ικανοποιεί και να μου δημιουργεί ένα αίσθημα ευθύνης. Εχουν υπάρξει όμως κριτικές που έχουν αμφισβητήσει αυτό που κάνω, έχω δεχτεί προσωπικές επιθέσεις με εμπάθεια που έχουν φτάσει μέχρι και την ανηθικότητα της κριτικής. Με αυτό θέλω να πω ότι οι πάντες τίθενται υπό αμφισβήτηση και αυτό είναι καλό έστω και αν δεν συμβαίνει πάντα με ωραίο τρόπο».
Η κριτική της μητέρας σας σάς επηρεάζει; «Πολύ! Επειδή το ξέρει με προστατεύει, ή πολλές φορές της λέω: “Μαμά, πρόσεχε τώρα που θα έρθεις μη με κάνεις να νιώσω ανασφαλής. Ή θα πρέπει να μου πεις ένα ψέμα ή αλλιώς μην έρθεις”. Πολλές φορές, όταν παίζω σε παραστάσεις που ξέρω ότι δεν θα επικοινωνήσει, έχω την αγωνία μην έρθει. Αλλά και σε αυτό έχω κάνει πρόοδο, τα πάω καλύτερα».
Για τον πατέρα σας δεν σας ρωτάνε συνήθως. «Στον πατέρα μου είχα πάρα πολύ μεγάλη αδυναμία. Ημουν ένα παιδί πολύ τραυματισμένο, γιατί, όταν χώρισαν οι γονείς μου, ο πατέρας μου έφυγε από το σπίτι και αυτό έκανε τα παιδικά μου χρόνια ιδιαίτερα δύσκολα. Εφυγαν και οι αδελφές μου στο εξωτερικό και ξαφνικά έμεινα μόνη μου σε μια εποχή που η μητέρα μου προσπαθούσε να κάνει καριέρα στο θέατρο. Ο μπαμπάς μου ήταν ψυχίατρος, πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια. Μου λείπει πάρα πολύ η φυσική του παρουσία, αλλά νιώθω ότι είμαι συνέχεια μαζί του. Οταν τον θέλω, του μιλάω, είναι εκεί. Θυμάμαι που μου το έλεγε παλιά μια θεία μου που έχασε τον άνδρα της με πολύ άσχημο τρόπο: “Αμαλία, εγώ είμαι μαζί του”. Είχα σκεφτεί ότι η θεία μου τρελάθηκε, αλλά τελικά, όταν υπάρχει αγάπη και σχέση με τον άλλο, η ζωή και ο θάνατος είναι ένα».
Σας έχει λείψει κάτι από τη ζωή; «Είμαι ένας άνθρωπος που έχω σταθεί πολύ τυχερή από τα γεννοφάσκια μου, δεν μου έχουν λείψει υλικά πράγματα. Νομίζω ότι όταν έχεις αγάπη δεν σου λείπει τίποτε. Προφανώς υπάρχουν πράγματα που μπορεί να λείπουν, για παράδειγμα θα ήθελα να είχα κάνει ένα παιδί. Εχω ελλείψεις, αλλά είναι κομμάτι μου, είναι μέρος του εαυτού μου. Δεν θα ήταν έτσι οι ρόλοι που παίζω αν δεν είχα αυτές τις ελλείψεις».
«Aμλετ»: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (Λεωφ. Συγγρού 107-109), έως τις 08/02.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
