Επειτα από αρκετούς μήνες το «ίχνος» της ελληνικής «μοναδικής περίπτωσης» έχει επανεμφανιστεί στο γερμανικό «πολιτικό ραντάρ» που χειρίζεται η Ανγκελα Μέρκελ. Η επίσπευση της προεδρικής εκλογής και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών έχουν προκαλέσει απορίες και αδιόρατο εκνευρισμό σε όσους λαμβάνουν τις αποφάσεις στο Βερολίνο –παρά την ενημέρωση που υπήρξε για τις ελληνικές προθέσεις. Αυτό το εκρηκτικό μείγμα έχει προστεθεί στη δυσφορία για τη δυστοκία ολοκλήρωσης της τελευταίας αξιολόγησης από την τρόικα. Τούτη δε αποδίδεται από έγκυρες πηγές στην αναβλητικότητα της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά μετά τις ευρωεκλογές με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος σχεδόν έξι μηνών.
Η παράμετρος ΣΥΡΙΖΑ
Από την άλλη πλευρά όμως η δυσκολία να βρεθεί σημείο συνεννόησης (διότι για σημείο επαφής είναι πολύ πρόωρο να μιλήσει κανείς…) ανάμεσα στο Βερολίνο και στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα απλώς εντείνει την ενόχληση. Οι αντιφατικές φωνές που εκπέμπει η αξιωματική αντιπολίτευση γεννούν προβληματισμό, παρά το γεγονός ότι σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίσει κυβέρνηση, το Βερολίνο θα συνομιλήσει μαζί του, όπως θα έκανε και με οποιοδήποτε άλλο κόμμα. «Δεν πρόκειται να υποκαταστήσουμε ή να αγνοήσουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης» σχολιάζει στο «Βήμα της Κυριακής» γερμανική πηγή με βαθιά γνώση των παρασκηνιακών διαδικασιών.
Την εβδομάδα που πέρασε «Το Βήμα» βρέθηκε στο Μόναχο και στο Βερολίνο κατόπιν πρόσκλησης του ιδρύματος «Hanns Seidel», το οποίο πρόσκειται στο Κόμμα της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU) που εδώ και δεκαετίες κυριαρχεί στη Βαυαρία. Από τις συζητήσεις που έλαβαν χώρα κατέστη κάτι παραπάνω από σαφές ότι το πολιτικό σκηνικό στην Αθήνα εξακολουθεί να εκπλήσσει –μάλλον δυσάρεστα –τις γερμανικές πολιτικές ελίτ.
Πέντε χρόνια από τότε που η Ελλάδα περιέπεσε στη δίνη της κρίσης, η χώρα θεωρείται μια ακραία περίπτωση, μια μοναδική περίπτωση. Το χειρότερο για αυτήν –και τούτο είναι γενική πεποίθηση –είναι ότι ο φόβος μιας «μόλυνσης» από την ελληνική κρίση (πρόκειται για τον γνωστό όρο «contagion») είναι σημαντικά μικρότερος. Υψηλόβαθμες γερμανικές πηγές τονίζουν ότι όταν τα επιτόκια χωρών όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, η Ελλάδα δύσκολα μπορεί να αποτινάξει την εικόνα που έχει διαμορφωθεί. Και αυτό παρά την πρόοδο στο επίπεδο της δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Ο πολιτικός κίνδυνος ρίχνει βαριά τη σκιά του. Το ερώτημα ακούγεται αβυσσαλέο: «Γιατί να διακινδυνεύσουν οι Ελληνες μια νέα πολιτική κρίση και μάλιστα για την εκλογή ενός προσώπου σε ένα διακοσμητικό αξίωμα;». Η απάντηση αναζητείται…
Τα μηνύματα που δεν εισακούστηκαν
Ηδη αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, το μήνυμα που εκπεμπόταν προς την Αθήνα τόσο από την τρόικα όσο και από το Βερολίνο ήταν ότι η τελευταία αξιολόγηση του ευρωπαϊκού σκέλους του προγράμματος θα ήταν περίπλοκη. «Επρεπε να κλείσουμε μια φάση και να ανοίξουμε την επόμενη. Η αξιολόγηση όμως ήταν, από μόνη της, προϋπόθεση για την επόμενη ημέρα» τονίζουν γερμανικές πηγές. Αυτό μάλλον αγνοήθηκε και ουσιαστικά η τρόικα κοιτούσε την αξιολόγηση και η κυβέρνηση μόνο την επόμενη ημέρα.
Η απόφαση του Πρωθυπουργού να συναντήσει τη γερμανίδα καγκελάριο στις αρχές του φθινοπώρου για μια «πολιτική διαπραγμάτευση» δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αλλά ούτε αυτό το μήνυμα ελήφθη επαρκώς. Ο κ. Σαμαράς προσήλθε με τους συμβούλους του στο κτίριο της καγκελαρίας με σύνθημα την «καθαρή έξοδο» (clean exit) από το Μνημόνιο κατά το πρότυπο της Πορτογαλίας. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες από το Βερολίνο όμως η προτροπή της κυρίας Μέρκελ ήταν ότι αυτό που χρειάζεται ήταν μια «ασφαλής έξοδος» (safe exit). Ωστόσο, πιστή στην τακτική τής «βήμα προς βήμα προσέγγισης», η καγκελάριος δεν εισήλθε σε τεχνική συζήτηση με τον έλληνα Πρωθυπουργό.
Αυτό θα ήταν, όπως ξεκάθαρα αποδείχθηκε αργότερα, η δουλειά του ανθρώπου που γνωρίζει όσο λίγοι τις λεπτομέρειες: του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Και αυτές οι λεπτομέρειες ήλθαν σιγά-σιγά στην επιφάνεια. Περιελάμβαναν δε δύο πράγματα που παρά τα όσα ισχυρίζεται σήμερα η κυβέρνηση, αρχικώς δεν επεδίωκε.
Πρώτον, την παροχή της ενισχυμένης μορφής προληπτικής πιστωτικής γραμμής (ECCL) που προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και όχι της απλής προληπτικής γραμμής (PCCL). Το… συμβόλαιο που η Αθήνα θα υποχρεωθεί να υπογράψει θα προβλέπει χαλαρότερους ελέγχους αλλά διασφαλίζει, όπως επισημαίνεται, τη μετάβαση από το πλήρες πρόγραμμα (full program) στην πλήρη πρόσβαση στις αγορές (full market access).
Δεύτερον, τη συνέχιση της παρουσίας του ΔΝΤ και όχι την αποχώρησή του. Ορισμένοι έχουν πει ότι ο λόγος που το Βερολίνο επιθυμεί την παραμονή του ΔΝΤ στην Ελλάδα είναι ότι το πρόγραμμά του διαρκεί ως το 2016 και οι Γερμανοί δεν είναι διατεθειμένοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Αναμφίβολα, αυτό παίζει τον ρόλο του. Οπως όμως εξηγούσε προς «Το Βήμα» την περασμένη Τρίτη στο γραφείο του, με θέα το συννεφιασμένο Βερολίνο, υψηλόβαθμος γερμανός αξιωματούχος, «η απάντηση είναι πιο απλή: το ΔΝΤ διασφαλίζει την αξιοπιστία. Μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα. Αλλωστε», προσθέτει, «η Συνθήκη δημιουργίας του ESM προβλέπει την παρουσία του».
Δύο προληπτικές πιστωτικές γραμμές
Ολα μάλιστα δείχνουν ότι οδεύουμε προς δύο παράλληλες προληπτικές πιστωτικές γραμμές –αν και οι λεπτομέρειες θα καθοριστούν όταν το επιτρέψει το ελληνικό πολιτικό ημερολόγιο, δηλαδή είτε μετά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ως τα τέλη του έτους είτε έπειτα από πρόωρες εκλογές. Από την ευρωπαϊκή πλευρά θα υπάρχει το ECCL. Από την πλευρά του ΔΝΤ, θα υπάρχει μια άλλη, ίσως υπό τη μορφή ευέλικτης γραμμής (Flexible Credit Line – FCL). Από ορισμένους στο Βερολίνο τονίζεται δε ότι η εν λόγω προοπτική είχε σκιαγραφηθεί από την Κριστίν Λαγκάρντ στη συνάντηση που είχε με την ελληνική αντιπροσωπεία κατά την πρόσφατη Σύνοδο του Ταμείου στην Ουάσιγκτον –ένα μήνυμα που επίσης φαίνεται να μην εκτιμήθηκε σωστά…
Τα χρονικά περιθώρια είναι πλέον ασφυκτικά και δεν είναι λίγοι αυτοί που τονίζουν ότι η επιμονή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για δίμηνη παράταση του υπάρχοντος Μνημονίου –με σαφή στόχο να διατηρήσει αμείωτη την πίεση για συμφωνία –ίσως να μην ήταν ενδεδειγμένη. Η πρόταση για εξάμηνη παράταση που είχε καταθέσει η ΕΚΤ ήταν ορθότερη, επισημαίνει γερμανός αξιωματούχος. Και αυτό διότι αν ο χρόνος δεν είναι επαρκής θα πρέπει η κυβέρνηση Μέρκελ να ζητήσει εκ νέου έγκριση από την Μπούντεσταγκ για νέα παράταση. Επιπλέον, ο μήνας-κλειδί είναι ο Ιούνιος. Ως τότε υπάρχουν περιθώρια ελιγμών, αλλά όχι μετά διότι τον Ιούλιο και τον Αύγουστο πρέπει να καταβάλει τις υποχρεώσεις της προς την ΕΚΤ.
Φόβοι και παρασκηνιακές συζητήσεις
Τα σενάρια που ανησυχούν τους Γερμανούς
Η στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην Αθήνα διαπνέεται από έναν διχασμό. Αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι υπάρχει ένας «μεγάλος συνασπισμός» Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Στο συντηρητικό στρατόπεδο, στο οποίο πρέπει να προσθέσει κάποιος και τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) της Βαυαρίας που διατηρούν σημαντική επιρροή, εκφράζεται στήριξη προς τον Πρωθυπουργό Σαμαρά.
Φόβοι και παρασκηνιακές συζητήσεις
Τα σενάρια που ανησυχούν τους Γερμανούς
Η στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην Αθήνα διαπνέεται από έναν διχασμό. Αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι υπάρχει ένας «μεγάλος συνασπισμός» Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Στο συντηρητικό στρατόπεδο, στο οποίο πρέπει να προσθέσει κάποιος και τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) της Βαυαρίας που διατηρούν σημαντική επιρροή, εκφράζεται στήριξη προς τον Πρωθυπουργό Σαμαρά.
Είναι αυτή ειλικρινής; Ως ένα σημείο ναι –άλλωστε το CDU και η ΝΔ είναι αδελφά κόμματα εντός του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ). Προέρχεται όμως και από ανάγκη, με βάση τη λογική του «μικρότερου κακού». Η στάση του κ. Σαμαρά την περίοδο 2010 – 2011, εντός του ΕΛΚ δεν έχει τελείως ξεχαστεί –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν του αναγνωρίζεται η προσπάθεια που κατέβαλε μετά το 2012.
Στο SPD επικρατεί μεγαλύτερος προβληματισμός. Ανθρωπος που γνωρίζει τις παρασκηνιακές συζητήσεις εντός του κόμματος έλεγε στο «Βήμα» ότι ορισμένοι θα ήθελαν να υπάρχει ένας δίαυλος επικοινωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο ανακύπτουν δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι το αδελφό κόμμα του SPD στην Ελλάδα είναι το ΠαΣοΚ, που όπως λένε γερμανικές πηγές έχει εκφράσει εντονότατες αντιρρήσεις σε ενδεχόμενο συνομιλιών SPD – ΣΥΡΙΖΑ. Το δεύτερο σημείο όμως είναι ακόμη σημαντικότερο. Οταν στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης επισκέπτονται το Βερολίνο, επιμένουν να μιλούν με το αριστερό Die Linke –γεγονός που προκαλεί αρνητικές εντυπώσεις. Είναι ελάχιστες οι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτόν.
Από εκεί και πέρα στη γερμανική κυβέρνηση έχουν αρχίσει να εξετάζουν όλα τα πιθανά σενάρια. Το χειρότερο από αυτά θα ήταν να μην μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση έπειτα από εκλογές και να χρειαστεί και δεύτερη προσφυγή στις κάλπες. Σε αυτή την περίπτωση «θα μιλάμε για μείζονα πολιτική αναταραχή και τίποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί». Αυτό το «τίποτα» σημαίνει ακόμη και επιστροφή σεναρίων τύπου «Grexit»; «Πώς μπορούμε να ξέρουμε;» ήταν η σιβυλλική απάντηση…
Ενα από τα θέματα που απασχολούν τους Γερμανούς είναι τι θα συμβεί αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίσει αυτοδυναμία στις εκλογές. Κάποιοι δεν αποκλείουν σε αυτή την περίπτωση και την πιθανότητα συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΠαΣοΚ. Ο «άγνωστος Χ», ακόμη και αν βρεθούν εταίροι, είναι όμως πόσο θα αντέξει μια τέτοια κυβέρνηση. Ορισμένοι δεν αποκλείουν νέα εκλογική αναμέτρηση από την οποία ίσως να προκύψει, εξ ανάγκης, «μεγάλος συνασπισμός». Αλλοι βλέπουν ακόμη και διαχωρισμό μετριοπαθών και ριζοσπαστών εντός του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προσπαθήσει να πείσει τους «συστημικούς συνομιλητές του» ότι θέλει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και στην ΕΕ. Αυτή είναι μια καλή βάση συζήτησης, αλλά από εκεί και πέρα αναφύονται τα προβλήματα. «Υπάρχουν κανόνες και συμφωνίες που πρέπει να τηρηθούν. Μιλούν για ανάπτυξη, αυτή όμως δεν πρέπει να εκτροχιάσει τη δημοσιονομική προσαρμογή που έχει σημειωθεί» σημειώνουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο Βερολίνο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, αλλά τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι αναγκαία για τη βιωσιμότητα του χρέους. Επιπλέον, η άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να μην πληρώσει μέρος του χρέους της θα προκαλούσε ανήκεστο βλάβη. Μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε «technical default». Η ΕΚΤ μπόρεσε το 2012 να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση επειδή διήρκεσε πολύ λίγο, ως την ολοκλήρωση του PSI. Αν όμως συμβεί κάτι και μια νέα ελληνική κυβέρνηση αρχίσει να μην πληρώνει π.χ. για 3-4 μήνες, αυτό θα ήταν καταστροφικό. Η αξιωματική αντιπολίτευση επιμένει επίσης να κάνει λόγο για μια πανευρωπαϊκή Διάσκεψη Χρέους. Πρόκειται για μια ιδέα μάλλον καταδικασμένη εκ των προτέρων και όχι λόγω Ελλάδος. Το πρόβλημα στο σημείο αυτό εντοπίζεται στην Ιταλία, μια χώρα με χρέος άνω του 130% που κατά ορισμένους είναι ήδη μη διαχειρίσιμο και προσεχώς μη βιώσιμο –εκτός και αν αρχίσει η ιταλική οικονομία να αναπτύσσεται.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
