Ο τρόπος επιλογής των αποφοίτων της Μέσης Εκπαίδευσης για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές της χώρας αποτέλεσε από χρόνια πραγματικό βραχνά όχι μόνο για τους μαθητές τους ίδιους, τους γονείς τους και τους καθηγητές τους, αλλά και για την πολιτεία –γι’ αυτήν περισσότερο απ’ όλους –που έχει τη μεγάλη και τελική ευθύνη να οργανώσει και να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα επιλογής που θα εξασφαλίσει ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, μερικές από τις οποίες χρήσιμο θα ήταν να υπομιμνηστούν μίαν ακόμη φορά, εν όψει της σχεδιαζόμενης από το υπουργείο Παιδείας μεταρρύθμισης.
Ως πρώτη προϋπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί η διασφάλιση ισότητας ευκαιριών για ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση σε όλους. Κι εδώ επιβάλλεται μια ουσιώδης επισήμανση· οι ευκαιρίες αυτές ευκταίο θα ήταν να υπάρχουν στη διάθεση του πολίτη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, από το λίκνο έως τον θάνατο.
Το όποιο σύστημα επιλογής –το όποιο σύστημα εξετάσεων –κι αν ήθελε υιοθετηθεί, πρέπει να κατοχυρώνει προεχόντως την αρχή της αξιοκρατίας.
Ενας παλαιότερος μεγάλος δάσκαλος έχει υποστηρίξει ότι η ύπαρξη αυτού και μόνου του στοιχείου θα αρκούσε, σε αυτήν την περίπτωση, να δικαιώσει το οποιοδήποτε σύστημα εξετάσεων. Λίγο υπερβολική ίσως η απόφανση αυτή αλλά στο βάθος σωστή. Είναι νομίζουμε γνωστό σε όλους πως η αχίλλειος πτέρνα όλων των εξεταστικών αυτών συστημάτων είναι ότι σε κάποιο μικρό ή μεγάλο ποσοστό δεν εισάγονται τελικά στο πανεπιστήμιο όλοι οι άξιοι ή, για να το πούμε διαφορετικά, όλοι εκείνοι που οι δάσκαλοί τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τους έχουν έτσι αξιολογήσει, ώστε να φαίνεται ότι διαθέτουν ίσως όλα εκείνα τα εχέγγυα για να συνεχίσουν σε ανώτερες ή ανώτατες σπουδές.
Βασικό στοιχείο επίσης σε ένα τέτοιο σύστημα επιλογής είναι να ικανοποιούνται, όσο είναι δυνατόν, οι ιδιαίτερες κλίσεις και προτιμήσεις των υποψηφίων. Ολοι θυμούμαστε τι τραγελαφικές περιπτώσεις έχουν συμβεί στο παρελθόν σε αυτό το ζήτημα: μερικοί ξεκινούσαν για δικηγόροι και κατέληγαν θεολόγοι και άλλοι ξεκινούσαν για γιατροί και κατέληγαν βιολόγοι κ.λπ. Βεβαίως στην προκειμένη περίπτωση οφείλει κάθε υποψήφιος να αυτοαξιολογείται πριν αποφασίσει τι θα σπουδάσει, να αναμετρά δηλαδή τις ικανότητες και τις αδυναμίες του και να επιλέγει τη σχολή εκείνη που ανταποκρίνεται στις δυνατότητές του. Ετσι θα αποφεύγει να σπαταλά ατελέσφορα χρόνο, μόχθο και χρήμα –πράγμα οπωσδήποτε επαχθές για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Αλλοι ουσιώδεις παράγοντες στην επιλογή αυτή των υποψηφίων είναι αφενός ο αδιάβλητος τρόπος διεξαγωγής των εξετάσεων και αφετέρου ο δίκαιος τρόπος αξιολόγησης των γραπτών δοκιμίων· αυτό το δεύτερο είναι όντως και το δυσκολότερο. Πρέπει να καταβληθεί εν προκειμένω κάθε προσπάθεια ώστε η βαθμολόγηση των γραπτών των υποψηφίων να είναι απολύτως αντικειμενική και αμερόληπτη –ειδικότερα σε κάποια μαθήματα στα οποία θα μπορούσε ίσως να παρεισφρέουν υποκειμενικά κριτήρια, που επηρεάζουν την τελική μόρφωση γνώμης των εξεταστών-βαθμολογητών. Αυτονόητο είναι ότι αυτό θα πρέπει να αποφευχθεί εντελώς.
Μια από τις πιο κρίσιμες πρόνοιες που είναι επιβεβλημένο να λαμβάνεται στο ζήτημα αυτό, και συνήθως υποτιμάται, είναι πώς θα αποβαίνουν οι εξετάσεις αυτές όσο το δυνατόν λιγότερο επιβαρυντικές στη λειτουργία και στον σκοπό του Λυκείου. Δυστυχώς είναι γνωστό σε όλους ότι οι Πανελλήνιες απορρυθμίζουν σημαντικά το Λύκειο, για να μην πούμε κάτι ακόμη χειρότερο, που έχει υπογραμμιστεί από πολλούς, ότι δηλαδή υπονομεύουν κυριολεκτικά την υπόστασή του. Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθεί ένας τρόπος με τον οποίον και οι εξετάσεις να διενεργούνται αλλά και ο σκοπός και η λειτουργία του Λυκείου να μην ακυρώνονται. Πράγμα βέβαια πολύ δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο.
Τέλος μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στην εξεταστέα ύλη κάθε μαθήματος. Θα είναι η ελάχιστη ύλη που προλαβαίνουν οι καθηγητές να διδάξουν στο Λύκειο ή θα ορίζεται a priori ένα πλαίσιο γνώσεων –οπωσδήποτε σημαντικό σε ποσότητα και ποιότητα και επ’ αυτού θα εξετάζονται οι υποψήφιοι -, αφού άλλωστε χωρίς αυτήν την υποδομή φαίνεται δύσκολη ή ίσως αδύνατη η προώθηση των σχετικών γνώσεων στο πανεπιστήμιο;
Ως επίμετρο, ας μας επιτραπεί να καταθέσουμε μια προσωπική μαρτυρία. Κατά την πολύχρονη θητεία μας στην εκπαίδευση –από το 1963 –γίναμε μάρτυρες αλλεπάλληλων μεταρρυθμίσεων· ωστόσο πρέπει να πούμε κάτι που από πολλούς ομολογείται, ότι δηλαδή κάθε τέτοια μεταρρύθμιση έκανε τα πράγματα χειρότερα από ό,τι ήταν πριν. Ή αλλιώς: ό,τι έχτιζε η προηγούμενη γκρέμιζε η επόμενη! Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι, εάν μέναμε σταθεροί στη μεταρρύθμιση του 1964 με το γνωστό Ακαδημαϊκό Απολυτήριο του Ευάγγελου Παπανούτσου και κάναμε έκτοτε τις αναγκαίες κάθε φορά αναπροσαρμογές και βελτιώσεις, θα είχαμε επιτύχει ίσως σήμερα ένα από τα καλύτερα τέτοια συστήματα στην Ευρώπη, όπως έχει γίνει με το αντίστοιχο Baccalauréat στη Γαλλία.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
