Τους τελευταίους μήνες, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος (περίπου 600 εκ για το 2013) μονοπωλεί την συζήτηση. Είναι όμως ο σωστός στόχος δημοσιονομικής πολιτικής; Τα θετικά είναι δυο: Πρώτον, με βάση τη συμφωνία της Ελλάδας με τους δανειστές μας, η επίτευξη πλεονάσματος είναι προϋπόθεση για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, όποια μορφή και αν πάρει αυτό. Δεύτερον, αποτελεί σήμα προς τις χρηματαγορές, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επιστρέψει και να δανείζεται με “λογικούς” όρους και επιτόκια (δηλαδή όχι πάνω από 5%).
Μακροπρόθεσμα όμως, ο στόχος δημιουργεί πολύ σοβαρά προβλήματα, γιατί είναι βασικά αντι-αναπτυξιακός. Τα δεδομένα: Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας τον Ιούλιο του 2013 ήταν 321 δις, ενώ το ΑΕΠ για το 2013 εκτιμάται στα 185-190 δις, και η εξυπηρέτηση των δανείων απαιτεί περίπου 6 δις το χρόνο (μόνο οι τόκοι). Αντιστοιχούν δηλαδή στο 3.5% περίπου του ΑΕΠ. Είναι δυνατόν να επιτύχει η Ελλάδα τέτοιου ύψους πλεονάσματα;
Το δεύτερο σχετικό πρόβλημα είναι πως τα πλεονάσματα τα οποία χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή των δανείων, αποτελούν εκροή από την οικονομία. Αν δεχθούμε πολλαπλασιαστή 1.5, τότε τα 6 δις δημιουργούν αρνητική επίδραση 9 δις στο ΑΕΠ, ή 5% με τα σημερινά δεδομένα και κάθε 1δις. Μπορεί η Ελλάδα να αντέξει τέτοιο υφεσιακό αποτέλεσμα, και από που θα προέλθει η ανάπτυξη που θα μπορούσε να ισοσκελίσει το υφεσιακό σοκ του πλεονάσματος;
Το τρίτο πρόβλημα είναι πως η προσπάθεια δημιουργίας πλεονάσματος οδηγεί σε μια “αρπακτική” (predatory) φορολογική πολιτική, ιδιαίτερα ως προς την περιουσία των πολιτών, μια αντιδημοκρατική συμπεριφορά του ΥΠΕΘΟ, και αναποτελεσματική, γιατί οι φόροι περιουσίας νεκρώνουν την αγορά ακινήτων και ρίχνουν τις τιμές, προκαλώντας διπλή ζημιά στους πολίτες: Και πληρώνουν φόρους και η αξία της περιουσίας τους μειώνεται.
Ανήθικη, γιατί μετακυλύει το βάρος της προσαρμογής από τον υπαίτιο, το κράτος, που δημιούργησε το χρέος και δεν έχει κατορθώσει να εκμεταλλευτεί τη δική του περιουσία (ιδιωτικοποιήσεις κλπ) ή να περιορίσει τις σπατάλες και την διαφθορά μέσω συγχωνεύσεων, καταργήσεων φορέων, οργανισμών κλπ., στους μη υπαίτιους, τους πολίτες κατόχους περιουσίας. Χαρακτηριστικά, η αμαρτωλή ΑΓΡΟΓΗ της σπατάλης και της διαφθοράς (έσοδα 80000 ευρώ το 2010, ζημιές 25 εκ, 269 υπάλληλοι, παγκόσμιο ρεκόρ παραγωγικότητας εργασίας περίπου 260 ευρώ ανά υπάλληλο ανά έτος!) ακόμα συνεχίζει να υπάρχει. Ανήθικη όμως και γιατί η φορολόγηση μετατοπίζεται από την κτήση (παραγωγή) στη χρήση, φορολογούνται δηλαδή αγαθά που έχουν ήδη φορολογηθεί, και μάλιστα διπλά, με ΦΑΠ και χαράτσι, δηλαδή με δυο φόρους (με διαφορετικό όνομα) στο ίδιο αντικείμενο για την ίδια χρονιά, και μετά το 2014 ενσωμάτωση του τέλους, που υποτίθεται πως θα ίσχυε μόνο για δύο έτη, στον ΦΑΠ: Καταφανής αθέτηση υποχρέωσης από την κυβέρνηση.
Αντιδημοκρατική τέλος γιατί καταπατά περιουσιακά δικαιώματα, που υποτίθεται πως προστατεύονται συνταγματικά. Ας μην λησμονούμε πως για αυτούς τους λόγους, οι περισσότερες προοδευτικές χώρες, έχουν πολύ χαμηλούς ή καθόλου φόρους περιουσίας. Η Σουηδία πχ., τους έχει καταργήσει τελείως από τη δεκαετία του 1990. Τέλος, δεδομένου ότι με σημερινή κατάσταση όσοι πληρώνουν ακόμα το χαράτσι και τον ΦΑΠ δεν μπορούν να το κάνουν από τα τρέχοντα εισοδήματα, αλλά από αποταμιεύσεις του παρελθόντος, μειώνονται οι καταθέσεις και η ρευστότητα στην αγορά, επιτείνοντας ακόμα περισσότερο την ύφεση.
Η εικόνα μπορεί να αλλάξει μόνο με έντονη ανάπτυξη, αλλά ο στόχος του πλεονάσματος είναι υφεσιακός. Με τα σημερινά δεδομένα, πλεόνασμα και δημόσιο χρέος είναι στόχοι ασύμβατοι. Όσο η Ελλάδα αδυνατεί λόγω ύφεσης να αποπληρώνει τους τόκους των δανείων, θα προστίθενται στο δημόσιο χρέος, με αποτέλεσμα να συνεχίσει να αυξάνεται. Η πρόσφατη άλλωστε έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής, με υπεύθυνο τον καθ. κ. Π. Λιαργκόβα, ευθέως υποστηρίζει πως το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως χρειάζεται πρωτογενές πλεόνασμα 7 δις γα να αρχίσει να μειώνεται (6 δις τα τοκοχρεολύσια, συν 1 δις για μείωση κεφαλαίου). Με τον ρυθμό αυτό όμως, για να μειωθεί το χρέος από το 175% του ΑΕΠ τώρα στο 120% που θεωρείται βιώσιμο, θα απαιτηθούν περίπου τριάντα χρόνια (με την προϋπόθεση ότι θα αποπληρώνουμε ήδη από φέτος τα 7 δις και θα έχουμε θετικούς ρυθμούς (αλλά ασθενείς) οικονομικής ανάπτυξης.
Ως λύση φαίνεται ένας συνδυασμός των παρακάτω: Ισοσκελισμένος πρωτογενής προϋπολογισμός, ώσπου να επανέλθουμε σε ισχυρή ανάπτυξη, γρήγορη μείωση του δημοσίου τομέα που προκαλεί τα ελλείμματα, ανάληψη του τραπεζικού τμήματος του χρέους (40 δις περίπου) από την ΕΚΤ και κούρεμα ΟSI. Απλή μείωση των επιτοκίων αποτελεί ελάφρυνση, οχι όμως αρκετά σημαντική για να λυθεί το πρόβλημα.
Τέλος, η τωρινή φορολογική πολιτική θέτει το μείζον για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας, θέμα εμπιστοσύνης και άρσης της αβεβαιότητας, που δυναμώνει καθώς δήθεν προσωρινά μέτρα, χαράτσι, εισφορά αλληλεγγύης κλπ. μονιμοποιούνται. Η κυβέρνηση και το ΥΠΕΘΟ θα πρέπει να πάψει να δέχεται τα φιρμάνια της επικυρίαρχης τρόικας και να προστατέψει τα συμφέροντα των πολιτών, που εκείνοι την έχουν εκλέξει. Αλλιώς υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος του πολιτικοοικονομικού φαύλου κύκλου: Νέα μέτρα (όπως ήδη απαιτεί η τρόικα), αύξηση της δυσαρέσκειας των πολιτών, αρνητική ψήφος στις τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές, αύξηση του ευρωσκεπτικισμού, ακόμα και κοινωνικές εκρήξεις όπως “προφήτευσε” ξανά ή Wall Street Journal.
Ο κ. Νικόλαος Κυριαζής είναι Καθηγητής, Πρόεδρος Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
