Μάσκες, χοροί και σκι

Υπάρχουν κάποια πράγματα τόσο βαθιά θρονιασμένα στη συλλογική συνείδηση της κοινότητας, που εν τέλει γίνονται τα άγια και τα όσιά της. Τέτοιο είναι οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες της Νάουσας. Διαδραματίζεται την Αποκριά, αλλά δεν είναι μασκαράτα. Είναι η αυθεντική έκφραση των μύχιων της πόλης, μια πτυχή της ζωής της που η καθαρότητά της, σαν […]

Μάσκες, χοροί και σκι
Υπάρχουν κάποια πράγματα τόσο βαθιά θρονιασμένα στη συλλογική συνείδηση της κοινότητας, που εν τέλει γίνονται τα άγια και τα όσιά της. Τέτοιο είναι οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες της Νάουσας. Διαδραματίζεται την Αποκριά, αλλά δεν είναι μασκαράτα. Είναι η αυθεντική έκφραση των μύχιων της πόλης, μια πτυχή της ζωής της που η καθαρότητά της, σαν τα νερά της Αράπιτσας ή το χιόνι στα Τρία Πέντε Πηγάδια του Βερμίου ή το Ξινόμαυρο κρασί, σε κάνει να αναδακρυώνεις. Τόσο βαθιά αγγίζει την ψυχή σου η μακρόσυρτη, λυπητερή κραυγή του ζουρνά και τόσο πειστικός είναι ο αποχαιρετισμός του Γιανίτσαρου στους δικούς του, που νομίζεις ότι όντως το κορδελάκι που ανεμίζει δεμένο στο μεσαίο δάχτυλο είναι για τιμημένο θάνατο για την ελευθερία της πατρίδας και όχι για έναν λεβέντικο χορό με τις πάλες στην πλατεία του Δημαρχείου, κάτω από το ρολόι.
Πάλες και «πρόσωπα»

Ανυποψίαστος, έπιασα το «μάσιμο» του μπουλουκιού από την αρχή του. Κατέβαινα από την επικράτεια της Αράπιτσας, το πάρκο του Αγίου Νικολάου, προς το κέντρο της πόλης, για να πάω στο κονάκι που θα έντυναν τον Γιανίτσαρο. Ομως οι πραγματικοί Γιανίτσαροι είχαν ήδη ασημοστολιστεί και είχαν φορέσει τον περίτεχνο «πρόσωπο» από πολύ νωρίς, αξημέρωτα. Τους έντυσε με μεγάλη υπομονή και επιμονή ο μύστης, ένας παλαίμαχος Γιανίτσαρος, και περιμένουν να περάσει ο αρχηγός για να τους καλέσει να ενταχθούν στο μπουλούκι του. Πράγματι, άκουσα την παρακλητική μουσική του ζουρνά που έπαιζε ο Βαγγέλης Ψαθάς, μια ολόκληρη μελωδική ιστορία η οικογένειά του, και τον προσκλητικό ήχο του νταουλιού. Ο αρχηγός είχε μαζέψει ήδη δύο Γιανίτσαρους και οι τρεις μαζί, κρατημένοι χέρι χέρι, προσκαλούσαν, κουνώντας τα ασημοφορτωμένα στήθη τους και κάνοντας τα χαρακτηριστικά επιτόπια πηδήματα εν είδει χαιρετισμού, τον τέταρτο που είχε εμφανιστεί στο μπαλκόνι να κατέβει. Ο νέος Γιανίτσαρος ελάμβανε το μήνυμα, κατέβαινε, έκανε τον σταυρό του, αποχαιρετούσε τους γονείς του και έφευγε μαζί με το μπουλούκι που άρχισε να σχηματίζεται.
Ετσι, από σπίτι σε σπίτι, το μπουλούκι μεγάλωνε, έφτανε τους 40 και τους 50, και εμφανιζόταν στην πλατεία του Δημαρχείου. Ο αρχηγός ανεβαίνει και ζητάει από τον δήμαρχο την άδεια να βγάλουν τις πάλες από τις θήκες και να χορέψουν με γυμνά σπαθιά έναν απίθανο χορό. Οταν την πάρει, εμφανίζεται μαζί με τον δήμαρχο στο παράθυρο και δίνει το σύνθημα. Παίζοντας πατινάδες και χορεύοντας, οι Γιανίτσαροι και οι Μπούλες ακολουθούν συγκεκριμένες διαδρομές μέσα στη Νάουσα, μέχρι τη γειτονιά που μπορούν να βγάλουν τον «πρόσωπο», τη χαρακτηριστική μάσκα, και να δείξουν το πρόσωπό τους. Την επομένη, την Καθαρά Δευτέρα, θα βγουν πάλι στους δρόμους, αλλά χωρίς «πρόσωπο».
Ο κόσμος από τα 2.000 μέτρα

Τη γιορτινή Νάουσα χαϊδεύουν οι ανάσες του χειμώνα από τις γύρω κορφές. Είναι αδύνατον να μη δεχθεί ο επισκέπτης την πρόσκλησή τους να ακολουθήσει το ίχνος τους, το οποίο σε βγάζει από την πόλη, αλλά δεν χάνεις πουθενά την πανοραμική εικόνα της, μέχρι να μπεις στην επικράτεια της λυγερόκορμης οξιάς, η οποία συνεχίζεται και πάνω από τον χώρο υποδοχής του χιονοδρομικού κέντρου Τρία Πέντε Πηγάδια. Αποχωρίζεσαι τις παρέες που σμίγουν στους πάγκους ανάμεσα στις συστάδες των χιονοπέδιλων και θρονιάζεσαι στον εναέριο αναβατήρα που σε ταξιδεύει πάνω από τις κορφές των δέντρων και τους διαδρόμους των τολμηρών, εκτός πεπατημένης, σκιέρ. Και όλο ανεβαίνεις αργά προς την αποκάλυψη, πάνω από τα 2.000 μέτρα. Από την κορυφή και το ζεστό καταφύγιο ανοίγεται μπροστά σου ο γεωφυσικός χάρτης της Ανατολικής Μακεδονίας. Απέναντι το Καϊμακτσαλάν, πίσω το Σέλι, μπροστά οι δεινοί χιονοδρόμοι που φεύγουν προς τα κάτω τυλιγμένοι στο λευκοστέφανο των νιφάδων του χιονιού.
Με Ξινόμαυρο, μπάτσο και μάντζα

Επιστρέφοντας από το χιονοδρομικό κέντρο μπαίνεις ξανά στη ζώνη των αμπελιών του Ξινόμαυρου, εγκαταλείποντας τις οξιές, γιατί, βεβαίως, η γιορτή έχει την ιδιαίτερη γεύση της. Βγαίνουμε από την απέναντι πλευρά της Νάουσας για να μπούμε στο οινοποιείο Δαλαμάρα, για να μείνουμε εκεί, δίπλα στο τζάκι, μέχρι που οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου να γίνουν τρελές νιφάδες χιονιού που σκεπάζουν τα πάντα, ακόμη και τις διαδρομές και τις ιστορίες του Ξινόμαυρου, που τώρα δουλεύει κλεισμένο στα βαρέλια για χρόνια, για να δημιουργήσει τον μύθο του.
Τίποτε δεν περιγράφει την πόλη καλύτερα από το κρασί της που το φέρνουν στο μαντίλι. Πάνω στο τραπέζι ταιριάζει πολύ η «οξινοστυπτική» υφή του Ξινόμαυρου με τους σαρμάδες (ντολμάδες με λάχανο), τη μάντζα (μελιτζάνα, πράσινη πιπεριά και κολοκύθια μαγειρεμένα σε κόκκινη σάλτσα), τη στάμνα (μοσχάρι, χοιρινό και ζυγούρι στη γάστρα και μετά στον φούρνο με μπάτσο, το αλμυρό και σκληρό τυρί της περιοχής), την άρμη με κεφτέδες, το χοιρινό με πράσο, το αρνάκι στον φούρνο, τις ναουσαίικες πίτες (τυρόπιτες, πρασόπιτες, πρασοκιμαδόπιτες) ή τα «γκαβόψαρα» (μελιτζάνες ξαρμυρισμένες). Το μέλλον του οινοποιείου Δαλαμάρα, ο Κωστής Δαλαμάρας –η έκτη γενιά -, φιγουράρισε πρόσφατα στον κατάλογο των 30 ελπιδοφόρων οινοποιών στον κόσμο από το αμερικανικό περιοδικό «Wine&Spirits».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version