Οταν μια πεταλούδα φτερουγίζει στη Φρανκφούρτη, μια θύελλα προκαλείται στην Αθήνα. Πολιτικοί συμβιβασμοί και οικονομικοί περιορισμοί οδηγούν τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι να «εξουδετερώσει» τον νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα ελληνικά νοικοκυριά. Αν και ακούγεται παράξενο, δεν είναι.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ο διαρκώς μειούμενος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ. Μπορεί τα επιτόκια του ευρώ να βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και να έχουν δοθεί σημαντικές ενέσεις φθηνής ρευστότητας προς τα πιστωτικά ιδρύματα, ωστόσο ο πληθωρισμός της ευρωζώνης διαμορφώνεται στο 0,8% και διαρκώς μειώνεται, φλερτάροντας με τον αποπληθωρισμό (κατάσταση στην οποία η Ελλάδα βρίσκεται τους τελευταίους δέκα μήνες).
Η αδυναμία της ΕΚΤ να τονώσει με συμβατικές πολιτικές την εγχώρια ζήτηση και ο κατακερματισμός που παρατηρείται στο κόστος δανεισμού και στο κόστος των καταθέσεων μεταξύ των τραπεζών και επιχειρήσεων κρατών της ζώνης του ευρώ έχουν οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο να εξετάζει αντισυμβατικές πολιτικές για την τόνωση της ρευστότητας. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προϊδέασε προ ημερών για τους σχεδιασμούς του, αποκαλύπτοντας πως εξετάζεται η αγορά «πακέτων» τραπεζικών δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων (asset-backed securities) απευθείας από την ΕΚΤ. Με αυτόν τον τρόπο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα «τυπώσει» χρήμα αποκτώντας απευθείας τιτλοποιημένα δάνεια από τις τράπεζες.
Η λύση που προκρίνει ο Μάριο Ντράγκι έχει και παρενέργειες. Ηδη εκφράζονται φόβοι ότι υποκαθιστώντας η ΕΚΤ τις επενδυτικές τράπεζες στον ρόλο του αγοραστή των τιτλοποιημένων δανείων θα τροφοδοτήσει έναν ανταγωνισμό «όρνεων» στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Ανησυχίες εκφράζονται και για την ποιότητα των δανείων που θα τιτλοποιηθούν, καθώς, αν αυτά δεν αποπληρωθούν, ενδεχομένως ο πιστωτικός κίνδυνος να μετακυλιστεί ακέραιος στην ΕΚΤ και στον ισολογισμό της.
Πρόβλημα προκύπτει και με αυτή τη διαδικασία. Για να μεταβιβαστούν στην ΕΚΤ οι απαιτήσεις που έχουν σήμερα οι τράπεζες από τα δάνεια που έχει χορηγήσει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα πρέπει να δημιουργηθούν εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες θα προχωρούν μαζικά σε διαταγές πληρωμής, πλειστηριασμούς και κατασχέσεις προκειμένου να διατηρήσουν την υψηλή αξιολόγηση των ομολογιών που έχουν εκδώσει και τη χρηματική ροή που προβλέπεται από τα τιτλοποιημένα δάνεια.
Σε κάθε περίπτωση η τιμολόγηση των «πακεταρισμένων» δανείων αποτελεί τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο για την ΕΚΤ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέκτησε στη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα περίπου στο 75% της ονομαστικής αξίας τους. Αν, λοιπόν, για το κρατικό χρέος το discount είναι 25%, τότε για το ιδιωτικό θα πρέπει να είναι περίπου 45% ή και ακόμη μεγαλύτερο.
Στον αντίποδα οι υπέρμαχοι της πρότασης Ντράγκι ξεκαθαρίζουν πως η τιτλοποίηση απαιτήσεων θα αυξήσει τη ρευστότητα και θα μειώσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των τραπεζών. Θα μεταφέρει μέρος του πιστωτικού κινδύνου στην ΕΚΤ και θα περιορίσει τις κεφαλαιακές ελλείψεις, καθιστώντας έτσι πιο εύκολο για τις τραπεζικές διοικήσεις να παράσχουν νέα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως ο οικονομικός κύκλος ευνοεί μια τέτοιου είδους παρέμβαση, αφενός διότι οι τράπεζες έχουν ήδη διαγράψει από τους ισολογισμούς τους πολλά «κόκκινα» δάνεια (οπότε τα δάνεια που θα τιτλοποιήσουν θεωρούνται πιο ασφαλή) αφετέρου διότι η ΕΚΤ θα επιτάχυνε –σε ένα κομβικό σημείο –τη διαδικασία απομόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών, που το τελευταίο εξάμηνο έχει επιβραδυνθεί.
Ενδεχόμενη ενεργοποίηση του σχεδίου Ντράγκι θα είχε ειδικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, καθώς θα επηρέαζε τον νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, με τον οποίο οι δανειολήπτες μπορούν σήμερα να «παγώσουν» τις δανειακές υποχρεώσεις τους ακόμη και για 48 μήνες. Τα τιτλοποιημένα δάνεια δεν μπορούν να υπαχθούν σε ευνοϊκές ρυθμίσεις ή σε ρυθμίσεις διευκόλυνσης αποπληρωμής (επιμήκυνση, μερική καταβολή, αναστολή κ.λπ.) καθώς έχουν μεταβιβαστεί οι σχετικές απαιτήσεις. Μπορούν, ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις να αντικαθίσταται με άλλα δάνεια.
Σήμερα το συνολικό ύψος των στεγαστικών δανείων ανέρχεται σε 72 δισ. ευρώ. Από αυτά, επισφαλή έχουν καταστεί τα 17 δισ. ευρώ ή το 25% των δανείων. Τα υπόλοιπα στεγαστικά δάνεια ύψους 55 δισ. ευρώ εξυπηρετούνται κανονικά και θα μπορούσαν σε πρώτη φάση να αποτελέσουν μέρος του αποθέματος των δανείων που θα τιτλοποιούσαν οι ελληνικές τράπεζες εάν και εφόσον η ΕΚΤ ενεργοποιούσε το σχέδιό της.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
