Με τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού να παραμένει υπαρκτός στην ευρωζώνη, η ΕΚΤ, αν όχι στη συνεδρίαση της ερχόμενης Πέμπτης όπου οι πιθανότητες έχουν αυξηθεί σημαντικά, πιθανώς τον Μάρτιο θα προχωρήσει σε νέα μέτρα τόνωσης της ρευστότητας, οδηγώντας αρχικώς τα επιτόκια των καταθέσεων σε οριακά αρνητικό έδαφος, εκτιμούν ευρωπαϊκές τράπεζες όπως η γερμανική Deutsche Bank και η ελβετική Credit Suisse.
Από την άλλη πλευρά πάντως η πλειονότητα των 24 traders που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του Reuters δεν περιμένουν η ΕΚΤ να μειώσει και άλλο τα βασικά επιτόκια αναφοράς από το ιστορικό χαμηλό του 0,25% που βρίσκονται σήμερα, ούτε να ρίξει το επιτόκιο καταθέσεων κάτω από το μηδέν. Ωστόσο, αναφορικά με το τελευταίο οι πιθανότητες έχουν αυξηθεί.
Μετά την τελευταία συνεδρίαση τον περασμένο μήνα, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι ανέφερε δύο σενάρια που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν την ΕΚΤ. Το ένα είναι η επιδείνωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών του πληθωρισμού και το άλλο η «αδικαιολόγητη» μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων στη διατραπεζική. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ εξέπληξε τις αγορές με τη μείωση των επιτοκίων τον Νοέμβριο –μία εβδομάδα μετά την ανακοίνωση ότι ο πληθωρισμός είχε μειωθεί στο 0,7% -, οι εικασίες είναι έντονες ότι η ΕΚΤ μπορεί να εξετάσει νέα χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της την ερχόμενη Πέμπτη.
«Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης θα μειωθεί περαιτέρω στο 0,6% τον επόμενο μήνα και θα παραμείνει κάτω από το 1% τον Μάρτιο. Θεωρούμε ότι αυξάνεται η πιθανότητα μείωσης των επιτοκίων την Πέμπτη» ανέφερε ο επικεφαλής της στρατηγικής για τις αγορές συναλλάγματος της τράπεζας Barclays στην Ιαπωνία.
Παράλληλα, τη στήριξη της περίφημης Budesbank, δηλαδή της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, για να ενισχύσει τη ρευστότητα στην ευρωπαϊκή αγορά, φέρεται σύμφωνα με το Bloomberg να ζητεί ο Μάριο Ντράγκι καθώς εμφανίζεται έτοιμος να δώσει τέλος στην πρακτική «αποστείρωσης» των αγορών ομολόγων, με την οποία η ΕΚΤ «αποστραγγίζει» ρευστότητα για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό.
Για να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό η ΕΚΤ κρατούσε από τις καταθέσεις των τραπεζών ποσό ανάλογο με τις αγορές κρατικών ομολόγων στις οποίες είχε προχωρήσει, κάτι που σύμφωνα με το Bloomberg τώρα θέλει τώρα να σταματήσει. «Αν η ΕΚΤ σταματήσει την πρακτική της αποστείρωσης, τότε η πλεονάζουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα θα αυξηθεί κατά περίπου 180 δισ. ευρώ» αναφέρει το Reuters. Να σημειωθεί ότι η μείωση της πλεονάζουσας ρευστότητας οδήγησε και σε αύξηση της αστάθειας στο overnight επιτόκιο διατραπεζικού δανεισμού τον Ιανουάριο, την ώρα που ο Μάριο Ντράγκι έχει δηλώσει πως «αδικαιολόγητη» αύξηση των επιτοκίων στη διατραπεζική αγορά θα μπορούσε να παρακινήσει νέες κινήσεις χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Η στρατολόγηση της Bundesbank προκειμένου να πείσει τους Γερμανούς για την αλλαγή των όρων του SMP μπορεί να είναι αμυντική στρατηγική που χρησιμοποιεί ο Ντράγκι προκειμένου να μην έχει τις αντιδράσεις που είχε ο προκάτοχός του Jean-Claude Trichet όταν ανακοίνωσε το πρόγραμμα το 2010. Τότε ο πρόεδρος της Bundesbank, Axel Weber, επέκρινε το μέτρο την ίδια ημέρα, δηλώνοντας ότι αποτελεί «σημαντικό ρίσκο».
Οπως επισημαίνει το Bloomberg, η Bundesbank υποστηρίζει τη λήξη της απορρόφησης ρευστότητας και έχει συζητήσει το μέτρο στις επιτροπές νομισματικής πολιτικής και πρακτικών αγοράς της ΕΚΤ, ανέφερε αξιωματούχος της κεντρικής τράπεζας στο πρακτορείο στις 31 Δεκεμβρίου.
Η λήξη της αποστράγγισης ρευστότητας, που ξεκίνησε με τις αγορές ομολόγων στη διάρκεια της κρίσης, θα διπλασίαζε την υπερβολική ρευστότητα στο σύστημα. Αυτό θα βοηθούσε να περιοριστεί η μεταβλητότητα στα επιτόκια της αγοράς και θα μείωνε το κίνητρο των τραπεζών να κρατούν το ρευστό τους στην ΕΚΤ αντί να προχωρούν σε δανεισμό. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν κατάφερε να «αποστειρώσει» τις αγορές ομολόγων, σε μια ένδειξη ότι οι τράπεζες ίσως είναι επιφυλακτικές στο να «παρκάρουν» ρευστό στην κεντρική τράπεζα δεδομένων των σφικτών χρηματοδοτικών συνθηκών. Σημειώνεται ότι η πλεονάζουσα ρευστότητα υποχώρησε στα 168 δισ. ευρώ στο τέλος του Ιανουαρίου, έναντι 813 δισ. ευρώ, πριν από δύο χρόνια.
HeliosPlus
