Η σαπουνόπερα είναι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος (εύπεπτης) ψυχαγωγίας που βασίζεται στην υπερβολή. Με τους καλούς να είναι εμετικά καλοί. Με τους κακούς να είναι αφόρητα κακοί. Με τους φτωχούς να είναι απερίγραπτα φτωχοί. Με τους πλούσιους να είναι οι πιο πλούσιοι άνθρωποι του κόσμου. Και με τους ερωτευμένους να είναι ερωτευμένοι ως τον θάνατο. Τον οποίο τούς χαρίζουν ενίοτε απλόχερα οι σεναριογράφοι –ώσπου να αποκαλυφθεί ότι τελικά ζουν στη Σιγκαπούρη έχοντας κάνει εγχείρηση… αλλαγής προσώπου.
Ολα στον υπερθετικό λοιπόν, από το «Ντάλας» (1978) με τον σατανικό Τζέι Αρ (Λάρι Χάγκμαν) και τη «Δυναστεία» (1981) και την ακόμη πιο σατανική Αλέξις Κάρινγκτον (Τζόαν Κόλινς) ως τα δικά μας «Κλεμμένα όνειρα» με τον Μαλτέζο (τον ερμηνεύει με το γνωστό μπλαζέ ύφος του ο Αλέξανδρος Σταύρου), την εν Ελλάδι ενσάρκωση του Μεφιστοφελή. Τα οποία «Κλεμμένα όνειρα» μπορεί να μην είναι του επιπέδου μιας «Δυναστείας», έστω των «Ατίθασων νιάτων» –άλλα τα budgets και οι δυνατότητες των αμερικανικών στούντιο -, χάρη όμως στο σενάριο και στη σκηνοθεσία αναδεικνύονται η καλύτερη made in Greece σαπουνόπερα που έχουμε παρακολουθήσει. Και την παρακολουθούμε πολλοί, αν κρίνω από τις εξαιρετικά υψηλές θεαματικότητες που καταγράφουν (και) στον τρίτο κύκλο τους.
Ολα ξεκινούν από το σενάριο των Δημήτρη Αρβανίτη, Αννας Αδριανού, Γιώργου Κρητικού και Ευριπίδη Διονυσιάδη, το οποίο περιέχει άπασες τις ακρότητες και απιθανότητες που «απαιτεί» το είδος. Και που μας περνάει από ανατροπή σε ανατροπή και από δράμα σε δράμα με εντυπωσιακή ταχύτητα –η γρήγορη εναλλαγή των σκηνών είναι άλλο ένα σημαντικό συστατικό του είδους -, καταφέρνοντας να δημιουργεί πάντα σασπένς: με ηρωίδες που στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους (μαθαίνουν ότι) αργοπεθαίνουν, με τυφλές που βρίσκουν το φως τους, με υιοθετημένα παιδιά που βρίσκουν τις πραγματικές μητέρες τους, με μητέρες που ανακαλύπτουν πως θεωρούσαν δικό τους παιδί το παιδί μιας άλλης –εκείνης που τυφλώθηκε, για να ξαναβρεί το φως της… Και με τον σατανικό Μαλτέζο να πεθαίνει και να παραμένει απέθαντος!
Ο εκ των σεναριογράφων Δ. Αρβανίτης υπογράφει και τη σκηνοθεσία (δεύτερος καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας), δείχνοντας ότι κατέχει απόλυτα τους κώδικες της σαπουνόπερας: παίζοντας με τα βλέμματα και τις σιωπές των ηρώων του, ζουμάροντας επίμονα στα δακρυσμένα μάτια τους, υπερτονίζοντας τη χαρά και τη λύπη, την αγάπη και το μίσος, όπως αυτά αναδύονται μέσα από ερμηνείες που αν τις απομονώσεις από το όλο εγχείρημα μοιάζουν παρωδίες. Αυτό όμως είναι τελικά η καλή σαπουνόπερα: μια παρωδία της ζωής. Οποιος τη βλέπει έτσι, διασκεδάζει. Οι άλλοι, όσοι επιμένουν σε πιο ρεαλιστικές μορφές μυθοπλασίας (γούστα είναι αυτά…), θα εξακολουθήσουν να απορούν πώς μια σειρά όπως τα «Κλεμμένα όνειρα» καταγράφει καθημερινά σαραντάρια στους πίνακες της τηλεθέασης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
