Σοκ προκάλεσε στην ποδοσφαιρική Γαλλία η απουσία γάλλου διαιτητή από το Μουντιάλ της Βραζιλίας. Για πρώτη φορά από το 1974, δηλαδή 40 χρόνια πίσω, οι «Τρικολόρ» δεν θα έχουν διαιτητική αντιπροσώπευση, γεγονός που κρίθηκε ως πλήγμα για το κύρος όχι μόνο της γαλλικής διαιτησίας αλλά και γενικότερα του γαλλικού ποδοσφαίρου. Η γαλλική ομοσπονδία μάλιστα προχώρησε σε ανακοίνωση προκειμένου να εκφράσει «την απογοήτευσή της» αλλά και να υποσχεθεί «περισσότερη δουλειά και προσπάθεια» προκειμένου να μην ξανασυμβεί το… ατύχημα.
Στην Ελλάδα, φυσικά, ουδείς επίσημος ποδοσφαιροπαράγοντας ασχολήθηκε με το… ατύχημα, την απουσία δηλαδή για ακόμη μία φορά από την κορυφαία διοργάνωση ενός έλληνα διαιτητή. Ουδείς θεώρησε ότι το θέμα αφορά το ελληνικό ποδόσφαιρο, την αξιοπιστία, το κύρος του ή ακόμη και τις αθλητικές φιλοδοξίες των ελλήνων διαιτητών. Τουτέστιν για την ΕΠΟ δεν υπήρξε γεγονός. Και όμως την ίδια ώρα η ελληνική εθνική ομάδα φιγουράρει στη σπουδαία 12η θέση της παγκόσμιας κατάταξης ενώ θα αγωνιστεί για δεύτερη σερί φορά στα τελικά του Μουντιάλ. Η σχεδόν μόνιμη απουσία της ελληνικής διαιτησίας από το κορυφαίο ποδοσφαιρικό ραντεβού (μοναδική εξαίρεση η παρουσία του κ. Κύρου Βασσάρα στο Μουντιάλ του 2002) σε αντίθεση με τις προκρίσεις της εθνικής ομάδας καταδεικνύει την υστέρησή της σε σχέση με το επίπεδο των ελλήνων ποδοσφαιριστών.
Για όσους έχουν απορίες για την καταβύθιση της ελληνικής διαιτησίας, αρκεί να ρίξουν μια ματιά στον τρόπο και στις αρχές λειτουργίας της Κεντρικής Επιτροπής Διαιτησίας, για να τις λύσουν. Διότι πέρα από τα «τεχνικά» ζητήματα όπως το επίπεδο προετοιμασίας των διαιτητών, τα σεμινάρια κ.λπ., το πιο σημαντικό είναι το κλίμα μέσα στο οποίο λειτουργούν και εργάζονται οι έλληνες διαιτητές. Οταν η αξιοκρατία αναζητείται και οι επιλογές της ΚΕΔ ετεροκαθορίζονται (περίπτωση Σπάθα που καρατομήθηκε επειδή φώναξε μερίδα του οπαδικού Τύπου) η ελληνική διαιτησία δεν έχει ούτε (διεθνές) παρόν αλλά ούτε και μέλλον.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
