Η γυναίκα περίμενε έξω από το κατάστημα. Όταν τα δυο κοριτσάκια, με τα κόκκινα σκουφάκια του Αη Βασίλη και τα τρίγωνα στα χέρια βγήκαν, την πλησίασαν και της έδωσαν τα χρήματα. Το σκηνικό με τους ίδιους χαρακτήρες επαναλήφθηκε λίγο παρακάτω και αν δεν περίμενα στην στάση του λεωφορείου στη Σταδίου, ενδεχομένως να μην το είχα παρατηρήσει.
Η περιέργειά μου εντάθηκε και άρχισα να παρατηρώ πιο προσεχτικά τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Και πράγματι, εφέτος είδα πολλά παιδικά ντουέτα να λένε τα κάλαντα υπό τη συνοδεία μεγαλύτερων.
Στην αρχή θύμωσα. «Πως μπορεί να γίνεται κάτι τέτοιο;» σκέφτηκα. Ποιος ενήλικος έχει το δικαίωμα να στερεί την χαρά του γιορτινού χαρτζηλικιού από ένα παιδί με το να παίρνει τα «έσοδά» του;
Γνωρίζουμε άλλωστε πολύ καλά ότι το έθιμο των καλάντων είναι παιδική υπόθεση, μια άτυπη οικονομική συναλλαγή ανάμεσα στο παιδί που τα λέει και τον ενήλικα που έχει ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του για να τα ακούσει και εν συνεχεία πληρώνει.
Όμως αυτά συνέβαιναν κάποτε, στα χρόνια της ευμάρειας. Τώρα, όπως συνειδητοποίησα εφέτος, τα κάλαντα μπορεί να είναι πραγματικά ένα μεροκάματο για μια οικογένεια που δεν έχει. Είναι κι αυτά μια όψη της κρίσης.
Κι όσο για την χαρά του εθίμου που ρομαντικοί σαν κι εμένα σκέφτονται για τα παιδιά, αυτή, στην κυνική εποχή μας, μπορεί να πάει περίπατο.
