Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες

Ζωγραφισμένο κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του Βελάσκεθ στην Ιταλία, μεταξύ 1649 και 1651, το «Πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου Ι'» θεωρείται από τους ειδικούς ένα από τα σημαντικότερα που έγιναν ποτέ.

Ζωγραφισμένο κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του Βελάσκεθ στην Ιταλία, μεταξύ 1649 και 1651, το «Πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου Ι’» θεωρείται από τους ειδικούς ένα από τα σημαντικότερα που έγιναν ποτέ. Ο Ιππόλυτος Τεν, γάλλος θεωρητικός του 19ου αιώνα, το θεωρούσε «το αριστούργημα των πορτρέτων» και επέμενε ότι «αν το δεις, είναι αδύνατον να το ξεχάσεις». Αν κάποιος εκτίμησε το συγκεκριμένο έργο του Βελάσκεθ σε εμμονικό βαθμό, αυτός αδιαμφισβήτητα είναι ο Φράνσις Μπέικον. Σαράντα πέντε παραλλαγές του εν λόγω πίνακα φιλοτέχνησε ο ιρλανδικής καταγωγής ζωγράφος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Διασημότερη από αυτές, η «Σπουδή πάνω στο Πορτρέτο του Πάπα Ιννοκέντιου Ι’ του Βελάσκεθ», έργο του 1953.

Τρεις αιώνες μετά, ο Μπέικον έρχεται να δυναμιτίσει το έργο του ισπανού προγόνου του: στη «Σπουδή» η μορφή του Πάπα εμφανίζεται βυθισμένη στο σκοτάδι, παραμορφωμένη, το πρόσωπο σκελετωμένο, το στόμα ανοιχτό, να κραυγάζει. Ο Πάπας του Μπέικον «έχει απολέσει την αγέρωχη αταραξία του. Τώρα κατοικεί σε ένα τρομερό, γεμάτο ραβδώσεις και μαρμαρυγές, κενό γνώσης» γράφει ο Μάικλ Γκλόβερ του «Independent». Και είναι η κραυγή του Πάπα που καθηλώνει το βλέμμα μας. Ξέσπασμα αγωνίας, υπαρξιακό σκοτάδι, άρνηση του ρόλου του ως θρησκευτικού ηγέτη; «Και όμως αυτή η κραυγή δεν είναι ακριβώς άρνηση… Το να κραυγάζεις ενάντια στη στέρηση του φωτός είναι ταυτόχρονα ένα ηρωικό πράγμα. Αυτό που ο άνθρωπος γεννήθηκε για να κάνει».

Ο πίνακας του Μπέικον θεωρείται υποδειγματική περίπτωση γόνιμης επανερμηνείας ενός κλασικού έργου. «Οι καλοί ποιητές δανείζονται, ενώ οι σπουδαίοι κλέβουν» έλεγε ο Τ. Σ. Ελιοτ. Το 1930 ο Ευγένιος Ο’ Νιλ «κλέβει»από τον Αισχύλο και γράφει τη δική του τριλογία με τίτλο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Τοποθετώντας την «Ορέστεια» στον αμερικανικό Νότο του Εμφυλίου, ο Ο’ Νιλ προσπαθεί πυρετωδώς να ανιχνεύσει το σύγχρονο πρόσωπο της μοίρας: η τραγωδία μοιράζεται τη σκηνή με το μελόδραμα, ενώ τα φροϋδικά συμπλέγματα καθιστούν τους ήρωες –και ειδικότερα την κόρη Ηλέκτρα –αιχμάλωτους των συγγενικών δεσμών. Στον Ο’ Νιλ το πεπρωμένο δεν είναι άλλο από την ίδια την οικογένεια: από αυτήν δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς.
Ο κατάλογος διαγράφεται τεράστιος, νομίζω όμως ότι το βασικό συμπέρασμα έχει ήδη αναδυθεί μέσα από τα δύο αυτά παραδείγματα του Μπέικον και του Ο’ Νιλ. Η «κλοπή» έχει νόημα μόνο όταν οδηγεί σε ένα φρέσκο, αυθύπαρκτο έργο τέχνης, το οποίο θέτει με τη σειρά του δικούς του όρους όσον αφορά την ερμηνεία της κληρονομιάς του παρελθόντος στο σήμερα. Το έναυσμα, η πηγή έμπνευσης, δουλεύεται ως πρώτη ύλη που περνάει, ψυχή τε και σώματι, μέσα στο νέο κάθε φορά δημιούργημα. Πέρα από απλό «σχόλιο», στις ευτυχείς περιπτώσεις, η αντιπαράθεση γεννά μια ενδιαφέρουσα, ταραχώδη συνύπαρξη, ένα εκρηκτικό ζεύγος. Τόσο το «παλιό» όσο και το «καινούργιο» ενδυναμώνονται: ο Πάπας του Βελάσκεθ συνομιλεί με τον Πάπα του Μπέικον και τα πυρετώδη βλέμματα που ανταλλάσσουν διατρέχουν ασταμάτητα τους αιώνες, τις αντιλήψεις, τις προσδοκίες μας.
Οταν δεν οικοδομείται αυτή η σχέση αμοιβαιότητας, όταν δηλαδή ο μεταγενέστερος δεν έχει τίποτε απολύτως να προσφέρει στον προγενέστερο, κάθε διάλογος –μεταξύ τους αλλά και με το κοινό –βουλιάζει στη θλίψη. Παρόμοια αρνητικά συναισθήματα προκαλεί η επαφή με «Το δέντρο» της Μαρίας Λαϊνά, ένα κακέκτυπο, όπως αποδεικνύεται, του «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ. Οι δύο «εξαθλιωμένοι άντρες» που σκοτώνουν με ευφυολογήματα τον χρόνο τους, περνώντας ατέλειωτες ώρες και μέρες δίπλα στο δέντρο «που δεν είναι απολύτως δέντρο» στη μέση του πουθενά, μοιάζουν με φτωχούς συγγενείς του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν από τον «Γκοντό». Το ντουέτο της Λαϊνά μιμείται το ελλειπτικό μπεκετικό στυλ λόγου χωρίς ποτέ να αγγίζει τα ύψη ή τα βάθη του πρωτοτύπου. Παρωχημένοι, άρρυθμοι διάλογοι, πρόχειρες φιλοσοφικές νύξεις περί πραγματικού και κατασκευασμένου, αφελείς παραλληλισμοί («Κι εμάς έτσι μας μεταχειρίζονται. Μας βάζουν να παριστάνουμε. Κάτι άλλο»), χλιαρό χιούμορ, εύκολοι συμβολισμοί, δεν υπάρχει κάτι που να διασώζει το κείμενο από τον όλεθρο της ανούσιας απομίμησης. Σίγουρα, πάντως, όχι η σκηνοθεσία της Χρύσας Καψούλη, βασισμένη σε κλισέ (το ομαδικό «τρέξιμο» σε slowmotion ανάμεσα σε ομίχλη και λάστιχα αυτοκινήτων, η τυποποιημένη σκηνή σεξ), αμήχανο, χοντροκομμένο στήσιμο των ηθοποιών, θορυβωδώς επιτηδευμένη εκφορά του λόγου, αδούλευτες ως κάκιστες ερμηνείες, τι άλλο χρειάζεται για να μαραθούν ακόμη και τα πιο γερά κλαδιά της υπομονής μας…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version