Στην ελληνική γλώσσα υπάρχουν μερικές λέξεις, όπως η μπέσα, που δεν μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, είπε προ ημερών ο κ. Γιώργος Καραταζαφέρης, δικαιολογώντας με τον τρόπο αυτό την άρνηση του προέδρου της ΝΔ κ. Αντώνη Σαμαρά (ίσως δε και την δική του) να βεβαιώσει εγγράφως τις Βρυξέλλες ότι αυτά που λέει τα εννοεί.
Ξεπερνώντας το γεγονός ότι αυτή η ιδιαίτερα προσφιλής στους Ελληνες Αρβανίτες λέξη είναι αλβανικής προέλευσης, δεν μπορεί κανείς παρά να είναι ικανοποιημένος από την επιστροφή της μπέσας στην Ελλάδα. Διότι εδώ και μερικά χρόνια δεν υπήρχε.
Δεν υπήρχε για παράδειγμα όταν ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης έκανε τη μπαμπεσιά να «καρφώσει» τη χώρα του στις Βρυξέλλες με την περίφημη πλέον “απογραφή της αλήθειας”. Πολλοί τότε τον προειδοποίησαν ότι με την ενέργειά του σκάβει τον λάκκο της Ελλάδας. Αυτός όμως όχι μόνο επέμεινε, αλλά κατηγόρησε και τις κοινοτικές υπηρεσίες για ανεπαρκή έλεγχο των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων. Η κοινοτική γραφειοκρατία – την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη – δικαιολογήθηκε, με τον δέοντα σεβασμό προς το ελληνικό κράτος, ότι δεν είχε ούτε το προσωπικό ούτε την εντολή για εξονυχιστικούς ελέγχους. Αφησε όμως να εννοηθεί ότι επί της ουσίας ο κ Γ. Αλογοσκούφης απλώς προέβη σε λογιστικές αλχημείες και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να τις βαπτίσει «απογραφή της αλήθειας».
Και άλλες χώρες προέβαιναν σε ανάλογες αλχημείες (βλ. Πορτογαλία, Ιταλία κ.α.) χωρίς ωστόσο να τις ονομάζουν «απογραφή της αλήθειας». Αν υπήρχε λίγη μπέσα εκείνη την εποχή, κάποιος θα είχε συγκρατήσει τον κ Γ. Αλογοσκούφη και η Ελλάδα δεν θα είχε τη μόνιμη πλέον ρετσινιά της χώρας που εισήλθε με απάτη στο ευρώ. Αν δε υπήρχε πραγματική μπέσα οι αρμόδιοι θα φρόντιζαν τουλάχιστον να δίνουν έκτοτε αληθινά στοιχεία στις Βρυξέλλες.
Λίγα χρόνια αργότερα, με το ξέσπασμα της κρίσης και υπό την πίεση των αγορών, η πραγματική απογραφή της αλήθειας έγινε αναπόφευκτη. Ο κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι η Ελλάδα είναι υπότροπος και ότι τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών δεν ήταν αληθή. Η αντίδραση των κοινοτικών υπηρεσιών, που δεν είχαν ξεχάσει ότι κατά το παρελθόν η Ελλάδα τις είχε κατηγορήσει, υπήρξε δριμεία και επί της ουσίας κατέλαβαν την πολύπαθη Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας. Εφάρμοσαν τους πλέον ανελαστικούς, παγκοσμίως, κανόνες εκτίμησης των στατιστικών στοιχείων, τα οποία ωστόσο, εκτός από τραγικά για τη χώρα, είναι διεθνώς αξιόπιστα. Παράλληλα όμως συνέταξαν και μια έκθεση για τις αιτίες του ελληνικού προβλήματος της οποίας το συμπέρασμα ήταν λίγο πολύ ότι οι ελληνικές υπηρεσίες δεν είναι απλώς κακοδιοικούμενες, αλλά και ανέντιμες!
Αν υπήρχε λίγη μπέσα κάποιο αυτί θα ίδρωνε στην Ελλάδα. Ομως δεν ίδρωσε το αυτί κανενός. Οπως δεν ίδρωσε ούτε όταν η Ελλάδα υποχρεώθηκε, με απόφαση συνόδου κορυφής να ζητήσει τη βοήθεια της Ευρώπης για να στήσει το κράτος της. Ούτε άλλωστε ίδρωσε κανένα αυτί με την ανακοίνωση της συνόδου κορυφής του Ιουλίου για το κούρεμα του ελληνικού χρέους όπου σαφώς αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση ανυπόληπτου κράτους και ότι οι άλλες χώρες της ευρωζώνης «θα τιμήσουν τις υπογραφές τους».
Μπορεί λοιπόν η Ελλάδα να είναι ένα κράτος που με διεθνή βούλα δεν τιμά την υπογραφή της, όμως οι πολιτικοί ηγέτες της εμφανίζονται αποφασισμένοι εφεξής να προσέχουν που βάζουν τη δική τους. Αν δε στο μέλλον υποχρεωθούν να βάλλουν σε κάποιο χαρτί την υπογραφή τους, τότε μάλλον θα ισχυρισθούν πως αυτό που υπέγραψαν δεν είναι αυτό που τους ζητούσαν, αλλά αυτό που οι ίδιοι επέλεξαν. Διότι επιτέλους, σε αυτή τη χώρα υπάρχει και μπέσα.
