ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ OΔεκέμβριος του 1991 ήταν ένας πολύ καλός μήνας για την ελληνική διπλωματία. Απειλώντας ότι δεν θα συναινέσει στην αναγνώριση των κρατών που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η Ελλάδα απαίτησε και πέτυχε απόφαση του Συμβουλίου της τότε ΕΟΚ βάσει της οποίας το οριστικό όνομα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν θα έπρεπε να περιέχει τον όρο «Μακεδονία». Ο τότε υπουργός κ. Α.Σαμαράς επέστρεψε θριαμβευτής στην Αθήνα που πανηγύριζε. Λίγους μήνες αργότερα ο κ. Σαμαράς είχε πολιτικώς εκπαραθυρωθεί, η δε τότε κυβέρνηση της ΝΔ είχε εισέλθει σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Θα ήταν ασφαλώς εξαιρετικά μικρόψυχο το να επιχειρήσει κανείς την πρόβλεψη ότι η Ιστορία θα επαναληφθεί. Οπως άλλωστε θα ήταν εξαιρετικά επιπόλαιο και να το αποκλείσει. Από τη στιγμή που το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων δεν έκλεισε- όπως θα έπρεπε- προτού ακόμη δημιουργηθεί, τα πάντα μπορεί να συμβούν. Ακόμη και αυτά που σήμερα φαίνονται παράλογα.
Επί της ουσίας, πάντως, με το βέτο που έθεσε προχθές η Ελλάδα στην ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ γυρίσαμε κατά κάποιο τρόπο στο 1991. Θέσαμε εκ νέου το πρόβλημα επί τάπητος, ζητήσαμε εκ νέου τη συμπαράσταση φίλων και συμμάχων και βρισκόμαστε ενώπιον του ίδιου βασικού ερωτήματος: Μετά το βέτο τι;
Υπάρχουν φυσικά και ορισμένες θεμελιώδους σημασίας διαφορές. Η πρώτη και σημαντικότερη είναι ότι η ίδια η Ελλάδα έχει πλέον μεταβάλει τις θέσεις της. Κατ΄ αρχήν εγκαταλείψαμε την ιδέα ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» και, ορθώς, ζητούμε πλέον από τους γείτονές μας να αντιληφθούν ότι δεν είναι αυτοί οι μόνοι επί της γης Μακεδόνες. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι αντικαταστήσαμε τα συγκινησιακού χαρακτήρα επιχειρήματα περί εθνικών δικαίων με επιχειρήματα περί εθνικών συμφερόντων, τα οποία στον σύγχρονο κόσμο, κυρίως δε στο ΝΑΤΟ, έχουν μεγαλύτερη πέραση. Τέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει και το γεγονός ότι αποφασίσαμε να επαναφέρουμε το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ στο επίπεδο της Ατλαντικής Συμμαχίας, όπου τα κράτη ζυγίζονται κυρίως με όρους δύναμης και αποτελεσματικότητας. Πράγμα που σημαίνει ότι το ειδικό βάρος της Ελλάδας είναι περίπου δεκαπλάσιο από εκείνο των Σκοπίων, με όσα αυτό συνεπάγεται. Οταν λοιπόν με το καλό κοπάσουν οι πανηγυρισμοί για τη νέα «εθνική επιτυχία», θα πρέπει σιγά σιγά να αντιληφθούμε ότι όχι μόνο δεν τελείωσε τίποτε, αλλά ότι τώρα όλα αρχίζουν. Το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων θα πρέπει να λυθεί σύντομα, διότι αλλιώς είναι σαφής ο κίνδυνος να χρεωθεί η Ελλάδα με ένα «δεύτερο Κυπριακό», χωρίς καν να έχει επιλύσει το πρώτο και σημαντικότερο. Υπ΄ αυτή την έννοια η προσταγή του ΝΑΤΟ να λυθεί το ζήτημα της οριστικής ονομασίας της πΓΔΜ το «ταχύτερο δυνατόν» θα πρέπει να είναι ένα από τα βασικά στηρίγματα των προσπαθειών της ελληνικής διπλωματίας. Διότι αν δεν λυθεί ως τον Δεκέμβριο, οπότε θα τεθεί το ζήτημα της έναρξης των διαπραγματεύσεων στην ΕΕ για την ένταξη της πΓΔΜ, η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να θέσει εκ νέου βέτο.
Μόνο που στο επίπεδο της ΕΕ το ζήτημα θα τεθεί σε εντελώς άλλη βάση. Κατ΄ αρχήν θα έχει προηγηθεί η σχετική με το αίτημα ένταξης έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα δημοσιοποιηθεί τον Νοέμβριο και, σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες σήμερα πληροφορίες, θα απαντά θετικά στο αίτημα των Σκοπίων.
Από ΄κεί και πέρα το θέμα των Σκοπίων θα έλθει προς συζήτηση στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ του Δεκεμβρίου όπου ουδόλως είναι διασφαλισμένο ότι η κατανόηση την οποία βρήκε η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ θα είναι παρούσα. Και αυτό για διάφορους λόγους, με πρώτο και σημαντικότερο τον ίδιο τον χαρακτήρα της ΕΕ. Στην ΕΕ εντάσσονται, ως γνωστόν, όλα τα ευρωπαϊκά κράτη τα οποία μπορούν να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις ένταξης. Στο ΝΑΤΟ εντάσσονται εκείνα τα κράτη που είναι «ελκυστικά» για τη Συμμαχία και τα κράτη-μέλη της.
Το ενδεχόμενο λοιπόν να βρεθεί η Ελλάδα απομονωμένη τον Δεκέμβριο στις Βρυξέλλες κάθε άλλο παρά απίθανο είναι. Αυτό συνέβη άλλωστε και το 1991, όταν η διεθνής συμπαράσταση προς την Ελλάδα εξαφανίστηκε μέσα σε λίγους μήνες, χωρίς η Αθήνα να καταφέρει να την κεφαλαιοποιήσει.
Για να μην επαναληφθεί λοιπόν το ατυχές συμβάν της δεκαετίας του 1990 θα πρέπει η Ελλάδα να αρχίσει από σήμερα να σχεδιάζει τις κινήσεις των ερχόμενων μηνών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το πώς θα καταφέρει η ελληνική διπλωματία να πείσει τη σημερινή πολιτική ηγεσία των Σκοπίων να εγκαταλείψει το «γινάτι» βάσει του οποίου λειτουργεί. Στη συνέχεια θα πρέπει στο σύνολό της η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας να ανοίξει διόδους επικοινωνίας με εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας της πΓΔΜ που δεν τα έχει τυφλώσει ο εθνικισμός. Πράγμα δύσκολο αλλά όχι αδύνατο, αν σκεφθεί κανείς ότι εν πάση περιπτώσει η γειτονική μας χώρα ήταν η μόνη συνιστώσα της άλλοτε ενιαίας Γιουγκοσλαβίας που απέφυγε την ένοπλη σύρραξη.
