Κατά τις συνταγές των περασμένων ραψωδών, συρράπτω τμήματα από την εισήγησή μου στο Εκπαιδευτικό Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στο διήμερο 3 και 4 του μήνα ως τιμητικός απόλογος για τα εβδομήντα χρόνια από την ίδρυση της Σχολής Μωραΐτη. Επίτιτλος του συνεδρίου: «Σχολείο – Παιδεία». Υπότιτλος ερωτηματικός: «ετερώνυμα που έλκονται ή ομώνυμα που απωθούνται;». Τέσσερις ομιλίες, μετά την εισαγωγική του Αλέξη Δημαρά, ακούστηκαν το απόγευμα της Παρασκευής. Εννέα το πρωί και το απόγευμα του Σαββάτου. Επιγραφή της δικής μου εισήγησης: «Δάσκαλος και μαθητής: ένα παλιοκαιρίσιο μοντέλο». Τα επόμενα παραθέματα αντιστοιχούν στο αυτοβιογραφικό, στο σχολαστικό, στο συστηματικό μέρος και στον επίλογο της εισήγησης.
1. Ο επίτιτλός της (δάσκαλος και μαθητής) σηματοδοτεί ανεξίτηλη προσωπική εμπειρία και στα δύο κεφάλαια. Ευτύχησα ως μαθητής με τους δασκάλους μου και ως δάσκαλος με τους μαθητές μου. Για τους δασκάλους περιορίζομαι σε ελάχιστα, γυμνά εδώ, ονόματα, μοιρασμένα στα τρία. Στο γυμνάσιο (Πειραματικό, της Θεσσαλονίκης βέβαια) με σφράγισαν ο Γιώργος Μιχαλόπουλος και ο Κώστας Μπότσογλου, στο πανεπιστήμιο (Φιλοσοφική Σχολή, της Θεσσαλονίκης βέβαια) ο Ι. Θ. Κακριδής και ο Λίνος Πολίτης, στις μεταπτυχιακές σπουδές και επιλογές ο Walter Marg, κοσμήτορας τότε της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μάιντς. Στα οκτώ χρόνια της γυμνασιακής διδασκαλίας και στα τριάντα επτά της πανεπιστημιακής θητείας οι μαθητές μού έμαθαν περισσότερα από όσα τους έμαθα. Εξάλλου κάποιοι εξελίχθηκαν σε συναδέλφους και συνεργάτες· ανάμεσά τους ο Τάσος Χριστίδης, που δραπέτευσε στην άλλη όχθη πριν από δύο χρόνια, αφήνοντας πίσω του ανεκπλήρωτο κενό και φιλικό σπαραγμό.
2. Οσο κι αν φαίνεται παράδοξο, έχω πρόβλημα με τους όρους. Οχι μόνο με το ζεύγος «σχολείο – παιδεία», αλλά και με τα συμφραζόμενά του, αποτυπωμένα στα γλωσσικά συμπλέγματα: «εκπαιδεύω – εκπαίδευση – εκπαιδευτικός», «μορφώνω – μόρφωση – επιμόρφωση», «μαθαίνω – μαθητής – μαθητεία», «διδάσκω – δάσκαλος – διδασκαλία» κ.τ.ο. Η αμηχανία μου κυκλοφορεί τουλάχιστον σε τρία επίπεδα: στο σημασιολογικό, στο καταγωγικό και στο ιδεολογικό. Ερωτάται: τι ακριβώς σημαίνουν αυτοί οι όροι και πώς ερμηνεύτηκαν και ερμηνεύονται, εντός και εκτός του οικείου τους χώρου; είναι αρχαίοι ή νεότεροι; ιθαγενείς ή ξενόφερτοι; ποια η αναλογία ανάμεσα στο πραγματολογικό και στο ιδεολογικό τους φορτίο; Παιδεύτηκα πολύ ψάχνοντας, εκτός των λεξικών, κάποια συστηματική επί του θέματος μονογραφία, αλλά δεν τη βρήκα – σίγουρα πρόκειται για δική μου βιβλιογραφική ανεπάρκεια.
3. Στο επίπεδο της τυπολογίας (η πληρότητα της οποίας παραπέμπει προφανώς στο δέον) και τα δύο υποκείμενα της σχολικής διδασκαλίας μετέχουν τόσο στον ενικό όσο και στον πληθυντικό αριθμό: ο δάσκαλος είναι ένας και συνάμα πολλοί, το ίδιο και ο μαθητής. Αυτή η μετοχική ιδιότητα έχει τη σημασία της· εγγυάται αλλά συγχρόνως και περιορίζει τόσο τη συλλογικότητα όσο και την εξατομίκευση. Σπάνιος, τυπολογικά κατοχυρωμένος, τίτλος του παλιοκαιρίσιου μοντέλου. Επί πλέον, οι δύο υποκειμενικοί όροι έχουν τη δυνατότητα εναλλαγής: ο δάσκαλος, ανομολόγητα έστω, συχνά μαθητεύει· ο μαθητής, απαρατήρητα έστω, κάποτε διδάσκει. Τούτο σημαίνει ότι στο ζεύγος «δάσκαλος – μαθητής» υπόκεινται ρηματικές και ουσιαστικές λειτουργίες, στις οποίες συμμετέχουν και τα δύο υποκείμενά του, σε διαφορετικό βαθμό το καθένα. Αλλος ένας διακριτός και διακεκριμένος τίτλος του παλιοκαιρίσιου μοντέλου.
4. Η εναλλαγή ρόλων, για την οποία μίλησα, ευνοείται από τη φύση και τη μορφή του αντικειμένου της διδακτικής και μαθησιακής διαδικασίας, που περιληπτικά ονομάζεται: γνώση. Η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι δεδομένη και ιδιόκτητη· δεν αποτελεί δηλαδή κεκτημένο εφόδιο του δασκάλου, με το οποίο επιβάλλεται και το οποίο επιβάλλει στον μαθητή. Εντοπίζεται και αναγνωρίζεται, αντίθετα, στον ευρετικό στόχο της συνεύρεσης των δύο υποκειμένων. Τούτο σημαίνει ότι (πάντα στο επίπεδο της υποδειγματικής τυπολογίας) η γνώση εκμαιεύεται από κοινού. Οργανο της παραγωγής και της αποτύπωσής της είναι ο λόγος, σε όλες τις μορφές και τις εκδοχές του: σκέψη και έκφραση, εκφορά και ακρόαση, γραφή και ανάγνωση, μονόλογος και διάλογος. Εδώ ενδιαφέρει κυρίως ο προφορικός λόγος και διάλογος, ανάλογος με τον σωκρατικό, όπως τον σκηνοθετεί ο Πλάτων στους δικούς του διαλόγους, με τη μορφή της ερωταπόκρισης.
5. Κλείνω τον νοσταλγικό αυτόν έπαινο του παλιοκαιρίσιου μοντέλου με έναν επίλογο που πατά στους αντίποδες. Εννοούνται οι προηγμένες ηλεκτρονικές τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας του Διαδικτύου, οι οποίες προκαλούν στις μέρες μας έντονο ενδιαφέρον, όπου και όταν τίθενται στην υπηρεσία της σχολικής μάθησης. Δεν έχω αντίρρηση. Οι επιφυλάξεις μου αφορούν ωστόσο σε δύο κρίσιμα σημεία: πρώτα στην έμπρακτη υποβάθμιση του προσωπικού δασκάλου, τον οποίο φαίνεται λίγο πολύ να τον υποκαθιστά εδώ ο απρόσωπος διαμεσολαβητής του υπολογιστή με τις θησαυρισμένες, πληθωρικές συχνά, πληροφορίες του· ύστερα στην εκμηδένιση του προφορικού λόγου και διαλόγου, τη ζωτική σχολική σημασία του οποίου προσπάθησα να υποδείξω. Τα παραλειπόμενα της εισήγησης άλλοτε και αλλού.
