Μέσα στον σύγχρονο κόσμο της πληροφορικής και της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, στον κυκεώνα της πληροφόρησης και στον κατακλυσμό των «δεδομένων» υπάρχει άραγε θέση για τον παραδοσιακό κατάσκοπο, τον σχεδόν «χειρώνακτα» που ρισκάρει και τη ζωή του ακόμη για κάποια ψίχουλα απορρήτων;
Η ιστορία του Πιερ-Ανρί Μπυνέλ είναι χαρακτηριστική. Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, απόφοιτος της περιώνυμης στρατιωτικής σχολής του Σεν Συρ, αποσπασμένος μέχρι πρότινος στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, βρέθηκε ξαφνικά στης φυλακής τα σίδερα, ως ένοχος προδοσίας και παροχής απορρήτων πληροφοριών στον «εχθρό». Είχε παραδώσει σε σέρβο αξιωματικό τα σχέδια με τις ακριβείς τοποθεσίες που θα βομβάρδιζαν τα ΝΑΤΟϊκά αεροπλάνα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς προς τας υποδείξεις στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου. Ο Σέρβος ήταν διπλός πράκτορας και έτσι ο «προδότης» ξεσκεπάστηκε χάρη στο «βαλκανικό δίκτυο» που είχε φροντίσει να στήσει το γαλλικό υπουργείο Αμυνας την εποχή που άρχιζαν οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία.
Η επιτυχία αυτή των γαλλικών υπηρεσιών αντικατασκοπίας μπορεί να θυμίζει άλλες εποχές σίγουρα ηρωικές αλλά αποδεικνύει ότι στον απέραντο τόπο της συλλογής πληροφοριών πάντα θα υπάρχει χώρος για «ψιλικατζήδες». Γιατί πάντα θα υπάρχουν παραδουλεύτρες που θα πληρώνονται για να ψάχνουν το περιεχόμενο του καλάθου αχρήστων στο γραφείο κάποιου στρατιωτικού ακολούθου, πάντα θα υπάρχουν αιθέριες υπάρξεις που θα δελεάζονται για να παίξουν τον ρόλο σύγχρονης Μάτα Χάρι άλλωστε είναι γνωστές οι περιπτώσεις νεαρών Ισραηλινών, πρακτόρων της Μοσάντ, που μιλούν απταίστως την αραβική και παντρεύονται Παλαιστίνιες για ευνοήτους λόγους. Επίσης δεν πρόκειται να λείψουν οι «φλύαροι» τύποι σαν τον Σαρλ Ερνύ, πρόθυμοι να παραδώσουν σε ξένους πράκτορες «μυστικά» που εύκολα θα μπορούσαν να τα ανακαλύψουν αν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν τις καθημερινές εφημερίδες.
«Ειδικότητες» ενίοτε χρήσιμες αλλά οπωσδήποτε παρωχημένες όλες αυτές, όπως άλλωστε και αυτή του «πληρωμένου δολοφόνου», εκτοπίζονται από τις σύγχρονες μεθόδους που εφαρμόζει πλέον τόσο η CIA όσο και η DGSE, δηλαδή η πρώην KGB. Οι τόσο προσφιλείς στον Τζον Λε Καρέ θαρραλέοι και πολυμήχανοι πράκτορες παραδίδουν πλέον τη σκυτάλη στους «ειδικούς» αποκρυπτογράφους των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, στους «εισβολείς» του Διαδικτύου, στους σπεσιαλίστες των ακροάσεων, στους αναλυτές των δορυφορικών φωτογραφιών, στα «τσακάλια» της βιομηχανικής και οικονομικής πληροφορίας.
Και είναι τόσο ραγδαίες οι αλλαγές ώστε στις ΗΠΑ πολλοί έχουν αρχίσει να διερωτώνται σε τι επιτέλους χρησιμεύει πλέον η CIA. «Δεν χρησιμεύει σε τίποτε απολύτως» απεφάνθη προσφάτως ο επιφανής γερουσιαστής Πάτρικ Μόινιχαν, που δεν δίστασε να προτείνει την κατάργησή της! Πρόταση με την οποία συμφώνησε και ένα από τα βασικότερα στελέχη του Λάνγκλεϊ, ο Ντουέιν Κλάριτζ, που κάποτε είχε την ευθύνη των επιχειρήσεων τύπου Τζέιμς Μποντ. «Τη CIA πρέπει να την ανακαλύψουμε εκ νέου, αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μετά από ένα νέο Περλ Χάρμπορ». Κατά την άποψή του μάλιστα ένα Περλ Χάρμπορ είναι αναπόφευκτο καθώς οπωσδήποτε θα προκύψει από τη δραστηριότητα των διεθνών εγκληματικών οργανώσεων ή θα είναι συνέπεια της χαώδους κατάστασης που δημιουργεί η σύγχρονη τεχνολογία της πληροφόρησης.
Αχρηστη θεωρεί τη CIA και ένα παλαιό στέλεχός της, ο Μπομπ Στιλ, που μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία φρόντισε να δημιουργήσει μια δική του «τράπεζα πληροφοριών» στο Internet, με το όνομα OSS (έτσι λεγόταν η CIA στα πρώτα βήματά της, την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου). Και αξίζει να τον πάρει πολύ στα σοβαρά κανείς τον Στιλ, γιατί αποκαλύπτει πράγματα συγκλονιστικά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίζεται ότι ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη αρχίσει! Και αυτή τη φορά δεν πρόκειται για πόλεμο όπως τον ξέραμε, ανάμεσα σε κράτη, αλλά για έναν πραγματικό αγώνα εξόντωσης «ανάμεσα σε ομάδες με διαφορετικά οικονομικά συμφέροντα, ανάμεσα σε τρομοκρατικές οργανώσεις, σε πάσης φύσεως μαφίες, σε πειρατές της πληροφορικής». Και το χειρότερο είναι ότι τον πόλεμο αυτό σίγουρα θα τον χάσουν οι κυβερνήσεις αν συνεχίσουν να κατασπαταλούν δισεκατομμύρια για τη συντήρηση και λειτουργία υπηρεσιών που ασχολούνται με τη συλλογή μυστικών των άλλων και την προστασία των δικών τους απορρήτων, «αντί να ασχολούνται με την ανάλυση και την εκμετάλλευση των ανοικτών πηγών».
Υπάρχουν λοιπόν «ανοικτές πηγές»; Ο Στιλ αποκαλύπτει ότι το 80% των αναγκών για πληροφόρηση μπορεί να ικανοποιηθεί από πηγές προσπελάσιμες μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, από τις αστείρευτες πηγές των «τραπεζών δεδομένων», από το σέρβις των ειδησεογραφικών πρακτορείων, από τις σελίδες που διατηρούν στο Internet τα πανεπιστήμια, τα επιστημονικά ιδρύματα, τα πολιτικά κόμματα. Αρα καλός κατάσκοπος είναι σήμερα αυτός που σηκώνεται νωρίς το πρωί για ν’ ανοίξει τον… ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Οι άλλοι, οι παλιομοδίτες, όπως τους γνωρίσαμε από τα μυθιστορήματα και τις κινηματογραφικές ταινίες, λίαν επιεικώς χαρακτηρίζονται αφελείς την σήμερον ημέρα.
Για να μην πούμε ηλίθιοι. Μήπως δεν ξεπέρασαν τα όρια της αφελείας οι πέντε πράκτορες της CIA που συνελήφθησαν το 1995 στη Γαλλία και απελάθηκαν επειδή είχαν αποπειραθεί να δωροδοκήσουν ανώτερα στελέχη της Telecom (οργανισμός τηλεπικοινωνιών); Τις πληροφορίες που ζητούσαν ευκολότατα θα μπορούσαν να τις βρουν μελετώντας τα εξειδικευμένα περιοδικά και με μια συνδρομή στο Internet. Οι μυστικοί… δημοσιογράφοι
Οι σχέσεις δημοσιογράφων-μυστικών υπηρεσιών ανέκαθεν ήσαν ύποπτες και ενίοτε θυελλώδεις. Αναρίθμητοι μυστικοί πράκτορες έχουν δράσει ως «δημοσιογράφοι»· άλλοι τόσοι οι πραγματικοί δημοσιογράφοι που δούλεψαν για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών. Την πρακτική αυτή την εφάρμοζε κατά κόρον η KGB, την εποχή της παντοδυναμίας της. Ουσιαστικά, το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων «Νοβόστι» είχε καταντήσει… παράρτημά της και αυτό βέβαια ήταν κοινό μυστικό. Τα κατά τόπους γραφεία του οι πάντες τα θεωρούσαν φωλεές κατασκόπων με δημοσιογραφική ταυτότητα. Συντάκτες και ρεπόρτερ συγκέντρωναν στοιχεία και διαμόρφωναν ύλη οιονεί δημοσιογραφική, που ποτέ όμως δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί. Η «δουλειά» τους διοχετευόταν μόνο στους σκοτεινούς δαιδάλους της σοβιετικής αντικατασκοπίας.
Οι Αμερικανοί δεν υστέρησαν σε αυτό τον τομέα, με τάσεις αυτοσυγκράτησης όμως. Το 1975 απαγορεύτηκε διά νόμου στη CIA να «στρατολογεί» δημοσιογράφους. Ηρθε όμως ο Πόλεμος στον Περσικό Κόλπο για να αποδειχθεί η «αξία» του δημοσιογράφου ως κυνηγού και συλλέκτη πάσης φύσεως πληροφοριών. Ωσπου έφθασε ο κόσμος να πιστέψει ότι τον πόλεμο τον έκανε το… CNN, που διέπρεψε στα πεδία των μαχών και στον αγώνα της πληροφόρησης.
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παίζουν σημαντικό ρόλο σε έναν πόλεμο. Είναι οι «πομποί μηνυμάτων» προπαγάνδας, παραπληροφόρησης επί των τακτικών ελιγμών, διαμόρφωσης ηθελημένα ψευδών εικόνων για την παραπλάνηση του εχθρού. Γι’ αυτό εσχάτως η CIA εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να επιτραπεί και πάλι η «στρατολόγηση» δημοσιογράφων.
Αυτά συμβαίνουν σε γενικές γραμμές και όχι μόνο παλαιότερα, που έλειπαν τα υπερσύγχρονα μέσα παρακολούθησης και καταγραφής, αλλά και σήμερα. Οι επαγγελματίες κυνηγοί της είδησης, δηλαδή οι δημοσιογράφοι, είναι, λόγω του αντικειμένου της εργασίας τους, περιζήτητοι και όχι πάντα τόσο θωρακισμένοι ώστε να μπορούν να αντισταθούν στον «πειρασμό».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη Γερμανία. Συγγραφέας του, ο Εριχ Σμιτ-Ενμπομ, αυθεντία στον τομέα της πληροφόρησης, και ο τίτλος του: «Undercover. Das BND und die deutschen Journalisten» (εκδόσεις Kiepenheuer & Witsch Verlag, Koeln, 1998). Πρόκειται για παράθεση συγκλονιστικών στοιχείων, όπου αποκαλύπτεται ο τρόπος «στρατολόγησης» δημοσιογράφων από τις μυστικές υπηρεσίες (BND) και περιγράφεται γλαφυρά ο βαθμός διείσδυσης της δυτικογερμανικής αυτής υπηρεσίας αντικατασκοπίας στα ΜΜΕ.
Στις άκρως ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου έχουν καταγραφεί «παλιές αμαρτίες» αποδεδειγμένες δημοσιογράφων επιφανών που λάμπουν σήμερα στο γερμανικό στερέωμα. Ετσι, μαθαίνουμε ότι διετέλεσαν «στρατιώτες της BND» η Γκρέφεν Ντένχοφ, αρχισυντάκτρια της έγκυρης εφημερίδας «Die Zeit», o Μάνφρεντ Μπίσινγκερ, αρχισυντάκτης τού επίσης σοβαρού περιοδικού «Die Woche», ο Χένρι Νάνεν, πρώην αρχισυντάκτης της επιθεώρης «Stern», o Βίλφριντ Χερτζ-Αιχενρόντε, πολιτικός συντάκτης της εφημερίδας «Die Welt», και πολλοί άλλοι. Από τον δημοσιογραφικό χορό των κατασκόπων δεν έλειψε ούτε και το σοβαρό «Der Spiegel», που χρησιμοποιήθηκε κατ’ επανάληψη από τους πράκτορες της BND ως μέσον αποπροσανατολισμού και παραπληροφόρησης.
Λεπτομερώς περιγράφεται στο βιβλίο και η περίπτωση του Ρούντολφ Γκάλους, ο οποίος διετέλεσε κατά τη δεκαετία του ’80 ανταποκριτής του περιοδικού στη Ρώμη. Παράλληλα με τα καθαρά δημοσιογραφικά καθήκοντά του, «προσελήφθη» και από την BND για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της. Εικονικά προσκεκλημένος από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, αλλά με χρηματοδότηση των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, ανέλαβε αποστολή στη Λιβύη, δήθεν δημοσιογραφική. Στην πραγματικότητα, του είχαν δώσει λεπτομερή κατάλογο των πληροφοριών που έπρεπε να εκμαιεύσει από το καθεστώς του Καντάφι. Σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται στη Ρώμη, ως ανταποκριτής πολλών εφημερίδων και περιοδικών, γερμανικών και αυστριακών.
Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η BND χρηματοδοτούσε 230 γνωστά ονόματα δημοσιογράφων που εργάζονταν στον γερμανικό Τύπο. Ο Σμιτ-Ενμπομ αναφέρει συγκεκριμένες περιπτώσεις ως το έτος 1995. Και ασφαλώς η πρακτική αυτή συνεχίζεται. Οι «χάρτινοι» πράκτορες
Με τα ηρωικά κατορθώματα των κατασκόπων καταπιάστηκαν και ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Σόμερσετ Μομ και ο Γκράχαμ Γκρην, για να αναφέρουμε τους πιο διάσημους. Τους κανόνες όμως του σύγχρονου μυθιστορήματος κατασκοπείας τούς έθεσε αναμφισβήτητα το 1963 ο Τζον Λε Καρέ με τον «Κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο». Μέσα σε 300 σελίδες ο Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (αυτό είναι το πραγματικό όνομά του) έστησε έναν κόσμο-πρότυπο που έκτοτε κανείς δεν κατάφερε να τον ξεπεράσει.
Εδωσε στους πράκτορες την πραγματική ανθρώπινη διάστασή τους, χαμήλωσε τους προβολείς του Βερολίνου, κρατώντας μόνο τις εφιαλτικές δέσμες που σκίζουν το σκοτάδι τη στιγμή της ανταλλαγής και έδειξε ότι και οι πράκτορες είναι ευάλωτοι, πλάσματα που κουράζονται και πνίγονται στην ομίχλη. Και πάντα θύματα, ως αναλώσιμα πιόνια στο παιχνίδι της αμφιλεγόμενης στρατηγικής των υψηλών συμφερόντων.
Ετσι μάθαμε ότι τίποτε δεν ήταν εύκολα ηρωικό μέσα στο μουντό και μελαγχολικό περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου. Τώρα όμως που άλλαξαν οι καιροί τι γίνεται; «Μη νομίσετε ότι σταμάτησε ο χορός των κατασκόπων με τον τελειωμό του Ψυχρού Πολέμου» δηλώνει ο Λε Καρέ. Και το αποδεικνύει στην πράξη με το νέο του μυθιστόρημα που έχει τίτλο «Ο ράφτης του Παναμά». Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση του «τείχους του αίσχους» παραμένει ανυπέρβλητος χοροδιδάσκαλος.
