Πριν από μερικά χρόνια, τότε που η κυβέρνηση του Εκσυγχρονισμού ανεκάλυπτε τη γοητεία του τραπεζικού συστήματος της μαγικής μας νέας εποχής, ξεκίνησε κι αυτή η ευρηματική φάμπρικα με την προείσπραξη μελλοντικών εσόδων. Εκτίμησε το ελληνικό Δημόσιο ότι έσοδά του όπως από την κοινοτική συγχρηματοδότηση για το Γ´ ΚΠΣ, από τα τέλη προσγειώσεως στα αεροδρόμια ή και από τα κρατικά λαχεία, είναι λίγο-πολύ βέβαια για τα επόμενα πέντε – δέκα – είκοσι χρόνια. Σε συνεργασία λοιπόν με ιθαγενή και διεθνή και συνεργαζόμενα τραπεζικά ιδρύματα εκχώρησε αυτές τις απαιτήσεις σε ισάριθμα SPVs («οχήματα ειδικού σκοπού»), που μάλιστα ήκουαν σε ρομαντικά ονόματα όπως «Αίολος» ή «Τιτάν»· πήρε μπροστάντζα ρευστά και τα ‘βαλε στο κεμέρι· πήραν και οι διαμεσολαβούντες τις προμήθειές τους· ζήσαν αυτοί καλά και εμείς (υποτίθεται) καλύτερα. Βέβαια αυτές οι πράξεις είναι ακριβούτσικες, έχουν αρκετά fees και μάλιστα front-end fees, δηλαδή αμοιβές που προκαταβάλλονται στη διαμεσολαβούσα τράπεζα, από τις οποίες πληρώνονται πριμ στα στελέχη που πέτυχαν τα ντιλ κ.ο.κ. Υπήρχε όμως η προσδοκία για ένα πρόσθετο ωφέλημα: τα εισπραττόμενα δισ. ευρώ θα ήταν έσοδα, άρα θα καταχωρούνταν εις μείωσιν του ελλείμματος έναντι της Eurostat, άρα θα μας βοηθούσαν να βγούμε κοινοτικά ασπροπρόσωποι.
Παρά την καλή δουλειά που έγινε, τεχνικά, για εκείνες τις προεισπράξεις, τελικώς η Eurostat και οι νομικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ουκ ηβουλήθησαν συνιέναι. Το εγχείρημα ελάφρυνσης του ελλείμματος δεν πέτυχε. Βέβαια τα χρήματα μπήκαν στο ταμείο (του απερχόμενου Εκσυγχρονισμού), τα fees εισπράχθηκαν, τα πριμ υποθέτουμε ομοίως κ.ο.κ.
Τώρα λοιπόν που η έλλειψη εσόδων στον προϋπολογισμό έχει γίνει ακόμη πιο άγρια υπόθεση απ’ όσο πριν από τρία χρόνια, επιχειρείται – είναι γνωστό εδώ και καιρό – μια σειρά από άλλες προεισπράξεις μελλοντικών εσόδων. Ηδη προωθείται με μείζονες διεθνείς παίκτες μια πρώτη άντληση άνω του 1,5 δισ. ευρώ με βάση τα χρεώστια προς το Δημόσιο από φόρους. Βάζουμε στην τσέπη κάπου 1% του ΑΕΠ χωρίς να τρέχουμε στις διεθνείς αγορές για δανειακό χρήμα και να δοκιμάζουμε το rating μας, κλείνουμε την ταμειακή τρύπα και – πάλι – μειώνουμε (όπως, μας λένε, έκαναν και οι Πορτογάλοι) το κατά Eurostat έλλειμμα.
H περίσσεια του άγχους όμως δεν οδηγεί σε καλούς χειρισμούς. Ετσι, με τον φόβο μήπως και το νέο εγχείρημα προείσπραξης δεν γίνει δεκτό κοινοτικά, ίσως και επειδή εν αντιθέσει προς τα λεγόμενα η πορτογαλική εμπειρία δεν πήγε και τόσο καλά (ούτε στις Βρυξέλλες ούτε στις αγορές), οι έλληνες αρμόδιοι επέλεξαν να απευθύνουν προκαταβολικά ημιεπίσημο ερώτημα προς την Κοινότητα. Τα πράγματα αυτά δεν γίνονται έτσι: όταν είσαι ως χώρα στο όριο (βασικός μέτοχος; Ολυμπιακή; χωματερές; ΚΠΣ;) και όταν πας να διερευνήσεις ευθέως ένα μέτωπο ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενο, τότε φλερτάρεις εξαρχής με την απόρριψη ή πάντως την υπερεπιφυλακτικότητα τεχνικών, νομικών, ημι-πολιτικών. Οπότε υποθηκεύεις ακόμη και μελλοντικές κινήσεις.
Πώς γίνονται αυτά; Μα, οι διεθνείς οίκοι «ετοιμάζουν» διεξοδικά το έδαφος, έχουν στην τσέπη άτυπη προέγκριση, σε ετοιμάζουν, κάνεις εσύ άτυπη επιβεβαιωτική επαφή. Οι ανακοινώσεις συμπίπτουν – μόνο – με τη σαμπάνια του εορτασμού. Τα μεταξωτά βρακιά, έλεγαν οι θυμόσοφοι παλαιοί, έχουν και προαπαιτούμενα.