Η αρχιτεκτονική του Οσβαλντ Ματίας Ούνγκερς αποδεικνύει με αποφασιστικό τρόπο την επάνοδο στο προσκήνιο της νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και ιδιαίτερα της γερμανικής… Θεωρώ μείζονος ενδιαφέροντος όλα τα έργα που δημοσιεύονται εδώ, και ιδιαίτερα την κατοικία για δύο οικογένειες στην Κολονία και την κατοικία στο Χανσάρινγκ, και αυτή στην Κολονία.
Στην πρώτη βλέπω την αναζήτηση μιας αρχιτεκτονικής καθαρών και αγνών όγκων που θυμίζει, και στη λευκή επιφάνεια, την αναζήτηση του πρώτου ευρωπαϊκού ρασιοναλισμού· στη δεύτερη, μια αστική αρχιτεκτονική επιλυμένη με σθένος και νηφαλιότητα».
Με αυτά τα λόγια ο Αλντο Ρόσι μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Casabella-continuita» τον Οκτώβριο του 1960 προλόγιζε την παρουσίαση του άγνωστου στο πλατύ κοινό γερμανού αρχιτέκτονος. Τα λόγια του Ρόσι, που ταυτίζει τη δραστηριότητα του Ούνγκερς με την αναγέννηση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, θα αποδειχθούν προφητικά, αφού το έργο του «νεαρού γερμανού αρχιτέκτονος» θα αποτελέσει βασικό συστατικό του αμαλγάματος της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής της Γηραιάς Ηπείρου. Το περιοδικό αφιερώνει 15 σελίδες στα έργα του Ούνγκερς, μεταξύ των οποίων η «κατοικία για δύο οικογένειες» στην Κολονία, ένα κτίριο που θα σημαδέψει την κατοπινή ιστορία του αρχιτέκτονος και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για τις μορφοπλαστικές αναζητήσεις του γερμανικού νεορασιοναλισμού.
Η πορεία του Ούνγκερς από τότε υπήρξε ανοδική και η τεράστια σχεδιαστική παραγωγή του τού επέτρεψε να παραμένει διαρκώς στο κέντρο του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής σκηνής. Δεν είναι όμως η ποσότητα του έργου του ο μοναδικός λόγος αυτού του ενδιαφέροντος, αλλά πρωτίστως το στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποιητική του, δηλαδή ο συνεχής διάλογος με τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του παρελθόντος.
Οντως μπορούμε να υποστηρίξουμε ασφαλώς ότι ο γερμανός αρχιτέκτων είναι μεταξύ των ελάχιστων συγχρόνων που κατάφεραν να επαναπροσδιορίσουν με όρους νεωτερικότητας εκείνον τον κλασικισμό (ίσως θα ήταν ορθότερο να μιλήσουμε περί κλασικότητας) που σημαδεύει τις καλύτερες στιγμές της ιστορίας της αρχιτεκτονικής στην ολότητά της. Και σ’ αυτό το εγχείρημα το βασικό εργαλείο του δεν είναι η αφελής μεταφορά υφολογικών στοιχείων ξεριζωμένων από το φυσικό τους περιβάλλον (δηλαδή από τους «ρυθμούς» που μας κληροδότησε η αρχιτεκτονική του παρελθόντος) αλλά η ορθή χρήση της γεωμετρίας σε συνάρτηση με τη σαφή τυπολογική επιλογή.
Η επιλογή της Βιτσέντσας
Δεν είναι λοιπόν διόλου τυχαία η επιλογή της παρουσίασης του συνολικού έργου του Ο. Μ. Ούνγκερς στην παλλαδιανή Βασιλική της ιταλικής πόλης Βιτσέντσας, στο πλαίσιο των ετήσιων εκδηλώσεων που διοργανώνει ο τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος για την Αρχιτεκτονική ABACO.
Σε συνεργασία με τους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (δήμος, επαρχία, νομός) ο σύλλογος αυτός έχει ως σήμερα οργανώσει πολλές εκδηλώσεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι εκθέσεις του έργου διαφόρων πρωταγωνιστών της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, όπως οι Ρέντσο Πιάνο (1986), Ταντάο Αντο (1994), Σβέρε Φεν (1997).
Η Βιτσέντσα, η πόλη του Αντρέα ντάλα Γκόντολα, του επονομαζόμενου Παλλάδιου, είναι το καταλληλότερο σκηνικό για μια τέτοια εκδήλωση, αφού αποτελεί από μόνη της ένα σπουδαίο μουσείο αρχιτεκτονικής στο οποίο μπορεί να θαυμάσει κανείς, εκτός από την υπέροχη Βασιλική, το Τεάτρο Ολύμπικο, την περίφημη Βίλα Ροτόντα, το Παλάτσο Τιένε κ.ά. Ετσι, η επίσκεψη στην εκάστοτε έκθεση σε συνδυασμό με την περιδιάβαση στην πόλη επιτρέπει τον συσχετισμό της παλαιάς με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με την ιστορική συνέχεια του σχεδιασμού. Επιτρέποντας, εν ολίγοις, την κατανόηση της διαλεκτικής σχέσης που δημιουργείται, στην ποιητική των καλυτέρων, μεταξύ έργων της αρχιτεκτονικής τοπικά και χρονικά απομακρυσμένων.
Το επιβεβαιώνει άλλωστε και ο ίδιος ο Ούνγκερς, ο οποίος, παρουσιάζοντας ένα από τα πρόσφατα έργα του την Αίθουσα Τέχνης (Kunsthalle) στο Αμβούργο (1986-96), τονίζει τους δεσμούς του με την πόλη της Βιντσέτσας λέγοντας ότι «η σχεδιαστική ιδέα που βρίσκεται στη βάση του κτιρίου συμμορφώνεται προς μια αρχή ή κατανεμητικό σύστημα πολύ παλαιό, που ανακάλυψα σε μια επίσκεψη στη Βιτσέντσα, στο Παλάτσο Τρίσινο του Σκαμότσι», μαθητή και συνεχιστή του έργου του Παλλάδιου.
Τα κτίρια κατοικίας
Ο Οσβαλντ Ματίας Ούνγκερς γεννήθηκε στην πόλη Kaisersesch (Eifel) το 1926. Αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο της Καρλσρούης το 1950 και αμέσως άνοιξε το γραφείο του στην Κολονία. Το 1963 αρχίζει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία: ως το 1968 διδάσκει στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, το 1970 πηγαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες (ανοίγει γραφείο στην πόλη Ιθάκη της Νέας Υόορκης) και από το 1975 ως το 1986 είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Cornell, στο Χάρβαρντ (1973-78), στο Πανεπιστήμιο του Λος Αντζελες (UCLA, 1974-75). Επιστρέφει στην Ευρώπη και την περίοδο 1979-80 διδάσκει στην Ανωτάτη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης ενώ από το 1986 ως το 1990 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Ντύσελντορφ.
Στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Ούνγκερς σχεδίασε και υλοποίησε μια σειρά κτιρίων κατοικίας: εκτός της σημαντικής κατοικίας στην Κολονία που αναφέραμε στην αρχή αυτού του σημειώματος, αξίζει να υπενθυμίσουμε την πρώτη κατοικία του αρχιτέκτονα στην Κολονία (Μπέλβεντερστράσε, 1958-59), την πολυκατοικία στο Βούπερταλ (1959), το οικιστικό συγκρότημα στη συνοικία Markische του Βερολίνου (1962). Ωστόσο εν συνεχεία παρατηρείται μια απότομη διακοπή της οικοδομικής δραστηριότητάς του, που την αναπληρώνει με τη διδασκαλία και τη συμμετοχή σε πληθώρα διαγωνισμών.
Θα πρέπει να περιμένει το τέλος της δεκαετίας του ’70 και την αρχή της επομένης για να του δοθούν νέες ευκαιρίες και να δει να πραγματοποιούνται οι σχεδιαστικές αναζητήσεις του: το Γερμανικό Μουσείο Αρχιτεκτονικής (το πασίγνωστο DAM) στη Φραγκφούρτη (1979-84), στην έκθεση της ίδιας πόλης την Galleria και το Περίπτερο 9 (1980-83), καθώς και τον πύργο γραφείων (1980-83)· στην Καρλσρούη, τη νομαρχιακή βιβλιοθήκη του Μπάντεν (1980-83)· στη Βρέμη, το Ινστιτούτο Πολιτικών Ερευνών Αλφρεντ Βέγκενερ (1980-84)· στην Ουάσιγκτον, την κατοικία του γερμανού πρέσβη (1988-94).
Στην έκθεση παρουσιάζονται, όχι ως συνήθως αναρτημένα αλλά τοποθετημένα οριζοντίως σε ειδικές θήκες, πρωτότυπα σχέδια και σκαριφήματα, ενώ τα υπό κλίμακα ξύλινα προπλάσματα δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη-μελετητή να αντιληφθεί το αρχιτεκτονικό έργο στον χώρο, δηλαδή στην κανονική του διάσταση.
Αναζήτηση του «κανόνος»
Η ποιητική γραφή του Οσβαλντ Ματίας Ούνγκερς χαρακτηρίζεται από την επιθυμία του να επανεξετάζει, με κριτική ματιά, την κλασική αρχιτεκτονική ιδιαίτερα το έργο και τις θεωρητικές επεξεργασίες των δασκάλων της Αναγέννησης με αποτέλεσμα τη διαρκή και σταθερή αναζήτηση του αρχιτεκτονικού «κανόνος», την ενσυνείδητη αποδοχή του αρχιτεκτονικού ποιείν ως κατ’ εξοχήν αστικού και κοινωνικού φαινομένου, την επιδέξια χρήση των γεωμετρικών μορφών ιδίως του τετραγώνου για τη διαμόρφωση αυστηρών κατασκευών που όμως, όπως εύστοχα σημειώνει ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Φραντσέσκο νταλ Κο στο βιβλίο που αποτελεί και κατάλογο της έκθεσης «Ungers, 1991-98» (Electa, Μιλάνο 1998), έχουν τις ρίζες τους σε σπαρακτικές νοσταλγίες. Νοσταλγίες κατά μείζονα λόγο του «τρόπου» και της «συνθήκης» της παλαιότερης αρχιτεκτονικής (νοουμένης κυρίως ως κατασκευής) και όχι βέβαια των μορφολογικών στοιχείων της.
«Η αρχιτεκτονική συμπεριφέρεται όπως η φύση. Οπως αυτή η τελευταία, έχει ικανότητες να μετασχηματίζεται από μια μορφή σε μια άλλη. Ποιείν αρχιτεκτονική δεν σημαίνει να επινοείς, αλλά να ανακαλύπτεις. Αν αναλογιζόμαστε αφαιρετικά, φθάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι η αρχιτεκτονική είναι ένα ζήτημα υλικών και γεωμετρίας». Τα λόγια αυτά του γερμανού αρχιτέκτονος αποτελούν κλειδί ανάγνωσης του έργου του και γενικότερα της οπτικής γωνίας από την οποία εξετάζει, μισόν αιώνα σχεδόν, την εξέλιξη του σύγχρονου σχεδιασμού, συμμετέχοντας ενεργά στη διαμόρφωσή του.
Σταθερά προσηλωμένος στις αρχές του, που επιβεβαίωσε σε κάθε ευκαιρία που του παρουσιάστηκε στη μακρόχρονη πορεία του, ο αρχιτέκτων από την Κολονία αντιμετώπισε τα τεχνητά διλήμματα και τις λάγνες Σειρήνες της «μεταμοντέρνας συνθήκης» με την ίδια, σταθερή, συνεπή αδιαφορία.
Διότι, όπως τόνιζε από το 1930 ο γνωστός μαθηματικός και φιλόσοφος Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (και μας υπενθυμίζει στο βιβλίο που αναφέραμε ο καθηγητής Μάρκο ντε Μικέλις), «η διαφορά μεταξύ ενός καλού και ενός κακού αρχιτέκτονα συνίσταται σήμερα στο γεγονός ότι ο κακός υποκύπτει σε κάθε πειρασμό ενώ ο καλός αντιστέκεται».
Η έκθεση στη Βιτσέντσα (14 Μαρτίου – 14 Ιουνίου 1998) τεκμηριώνει με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο τις κορυφαίες στιγμές μιας δημιουργικής δραστηριότητας, που έχει βρει ήδη τη θέση της στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, όπως αυτή του «γερμανού φίλου» Οσβαλντ Ματίας Ούνγκερς.
Ο κ. Κωνσταντίνος Πατέστος είναι αρχιτέκτων και επισκέπτης καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γένοβας.
