Οι απόκληροι και το σύγχρονο προλεταριάτο

Οι απόκληροι και το σύγχρονο προλεταριάτο Πώς δημιουργούνται οι εξόριστοι των κοινωνικών συστημάτων ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΙΒΑΚΟΥ Τελευταία διαβάζουμε αρκετά δημοσιεύματα που επιχειρηματολογούν υπέρ της επικαιρότητας της μαρξικής σκέψης είτε απροκάλυπτα είτε εμμέσως καθώς χρησιμοποιούν μαρξιστικό λεξιλόγιο για την επισήμανση σημερινών κοινωνικών καταστάσεων. Πρόκειται για επιχειρηματολογία η οποία δεν αναζητά ερείσματα

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τελευταία διαβάζουμε αρκετά δημοσιεύματα που επιχειρηματολογούν υπέρ της επικαιρότητας της μαρξικής σκέψης είτε απροκάλυπτα είτε εμμέσως καθώς χρησιμοποιούν μαρξιστικό λεξιλόγιο για την επισήμανση σημερινών κοινωνικών καταστάσεων. Πρόκειται για επιχειρηματολογία η οποία δεν αναζητά ερείσματα στη μεθοδολογία ή στους επιστημονικούς μηχανισμούς της μαρξιστικής οπτικής. Αποβλέπει κυρίως σε λόγους πολιτικούς (τα 150 χρόνια άλλωστε από τη συγγραφή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» είναι μια καλή αφορμή), όπως πολιτικές ήταν και οι αιτίες οι οποίες το 1989 οδήγησαν αιφνίδια στην πλήρη αποκήρυξη της μαρξιστικής θεωρίας.


Θα υπέθετε κανείς ότι η ρητορική αναφορά ή ο υπαινιγμός έστω σε μαρξιστικές έννοιες, όπως π.χ. σε εκείνες της τάξεως ή του προλεταριάτου, προκειμένου να σχολιασθούν σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, τελείται με σκοπό να προβληθούν εμφαντικά οι αιτίες που τα προκαλούν. Οταν αυτές οι έννοιες όμως δεν συνοδεύονται από το σκεπτικό με το οποίο μας τις παρέδωσε η θεωρία, τότε μοιάζει σαν να επιστρατεύονται για να λειτουργήσουν επιβεβαιωτικά υπέρ μιας θεωρούμενης «αριστερής – ριζοσπαστικής» άποψης σε αντιδιαστολή προς μια «νεοφιλελεύθερη». Εις επίρρωσιν αυτού του ισχυρισμού μου θα αναφερθώ ενδεικτικά στον όρο του «προλεταριάτου», ώστε να αναδειχθεί η αναντιστοιχία του με τους σημερινούς «απόκληρους»1, με τους οποίους συνήθως το συσχετίζουν, και θα επιχειρήσω να υπαινιχθώ μιαν άλλη οπτική για την εξέταση των σημερινών κοινωνικών ανισοτήτων.


Η διαδικασία αποσήμανσης


Οι σημερινοί απόκληροι συχνά αντιπαρατίθενται ως κοινωνική ομάδα στα «χορτάτα» και τακτοποιημένα άτομα της κοινωνίας σε μια προσπάθεια να υποστηριχθεί η εικόνα ενός κοινωνικού όλου διαιρεμένου σε δύο κατηγορίες2. Η εικόνα αυτή οδηγεί συνειρμικά στο μαρξικό υπόδειγμα σύμφωνα με το οποίο η αστική κοινωνία είναι σύνθεση δύο ανταγωνιστικών τάξεων: αφενός της τάξεως των καπιταλιστών και αφετέρου του προλεταριάτου, δηλαδή της τάξεως των μισθωτών εργατών οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν.


Οπως είναι γνωστό, ο Μαρξ υποστήριζε ότι η άρση αυτού του ιεραρχικού διχασμού και η ενοποίηση του κοινωνικού συστήματος θα πραγματοποιούνταν στο μέλλον διά της μεταβάσεως σε μιαν αταξική κοινωνία. Το μαρξικό σχήμα δηλαδή αποδεχόταν τη «δομική κοινωνική διαφοροποίηση» ως μηχανισμό της κοινωνικής εξέλιξης, καθώς και το ότι οι κοινωνικές διακρίσεις αίρονται σε ένα μεταεπίπεδο όπου επικρατεί ο ορθός λόγος.


Σε κάθε όμως ιεραρχία το ανώτερο στρώμα αναπαριστά, πολιτικά και συμβολικά, το σύνολο του συστήματος. Ετσι, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα ήταν η αστική τάξη που εκπροσωπούσε ολόκληρη την κοινωνία. Την εκπροσώπηση αυτή στο μέλλον θα την αναλάμβανε το προλεταριάτο, το οποίο λόγω της θέσεώς του στην παραγωγή ήταν δυνάμει επαναστατική τάξη. Αυτή η ιδιότητα θα του επέτρεπε, όταν με τη βοήθεια του κομμουνιστικού κόμματος θα αποκτούσε συνείδηση της αποστολής του, να ανατρέψει τον κοινωνικό διαχωρισμό και να ανυψωθεί σε απελευθερωτή της κοινωνίας από κάθε διαφοροποίηση ή κοινωνική ανισότητα. Αντίθετα, εξαθλιωμένα άτομα τα οποία είχαν χάσει την ταξική τους θέση και συνεπώς την ταξική τους συνείδηση ήταν δυνατόν να παρασυρθούν από αντιδραστικά στοιχεία. Αυτά τα εξαθλιωμένα άτομα ανήκαν στο «λούμπεν» προλεταριάτο και θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς (αν ήθελε να κάνει κατάχρηση της μαρξιστικής ορολογίας) ότι οι παρείσακτοι των σημερινών κοινωνιών προσομοιάζουν περισσότερο στο λούμπεν παρά στο καθαυτό προλεταριάτο. Το προλεταριάτο συνεπώς εθεωρείτο το μέσον για την έλευση της αταξικής κοινωνίας και ο μοναδικός παράγοντας της κοινωνικής ολοκλήρωσης. Αν η έννοια «προλεταριάτο» απογυμνωθεί από αυτό το περιεχόμενό της, στερείται νοήματος.


Η κοινωνική διαφοροποίηση


Οι κλασικοί κοινωνικοί στοχαστές που ακολούθησαν (όπως ο Σπένσερ, ο Σίμελ, ο Ντυρκέμ, ο Βέμπερ κ.ά.) είδαν επίσης την κοινωνική διαφοροποίηση ως αποτέλεσμα της κοινωνικής ανάπτυξης, επιχειρώντας κάθε φορά να περιγράψουν τον ενοποιητικό παράγοντα που θα οδηγούσε στην άρση των διαφορών και στην αποκατάσταση της ενότητας. Μπροστά σε όλες αυτές τις απόψεις η εποχή μας στέκεται δύσπιστα επειδή πουθενά δεν διαφαίνεται ο ενοποιητικός παράγοντας που θα άρει τις διαφορές. Αντίθετα, η κοινωνική διαφοροποίηση συνεχώς εξαπλώνεται, καθώς νέες διαφορές προστίθενται στις παλαιές, με αποτέλεσμα να οδηγούνται οι σύγχρονες κοινωνίες σε μια ανεξέλεγκτη πλέον πολυπλοκότητα.


Οι κοινωνίες σήμερα δεν παράγουν ανισότητες μόνο καθέτως αλλά και οριζοντίως. Διασπώνται θεσμικά σε τμήματα, καθένα από τα οποία αναλαμβάνει να διεξαγάγει μια ιδιαίτερη λειτουργία συνεργαζόμενο με τα άλλα, χωρίς όμως να υποκύπτει σε αυτά. Η οικονομία δεν είναι η μόνη που παράγει ανισότητες. Το ίδιο κάνουν με τη δική τους λογική και τα συστήματα της πολιτικής, της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης ή των μέσων ενημέρωσης. Από κάθε μέρος του κοινωνικού ιστού αναδύονται σχέσεις εξουσίας που δημιουργούν και διατηρούν τους δικούς τους θύτες και θύματα, χωρίς αυτοί ­ και εδώ βρίσκεται η ουσιαστική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν ­ να είναι σε θέση να συνασπίζονται και να συγκροτούν ενιαίες κατηγορίες για ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό.


Η οργάνωση των δυτικών τουλάχιστον κοινωνιών θα έλεγα ότι έχει τη μορφή μήτρας. Οι οριζόντιες διακλαδώσεις των λειτουργιών τους πολυμερίζονται και εξακτινώνονται υπερβαίνοντας τα κρατικά όρια, τείνοντας να ενσωματωθούν με ομοειδείς λειτουργικές διακλαδώσεις που υφίστανται σε άλλα κρατικά πλαίσια. Τα ανθρώπινα υποκείμενα που συμμετέχουν σε περισσότερες από μία κοινωνικές διακλαδώσεις είναι πλέον υποχείρια πολλαπλών διαφορών και όχι μόνο της διαφοράς που προκύπτει από τη θέση τους στην εργασία. Οσα περιττεύουν, κατά τη λογική των διακλαδώσεων, εκβάλλονται και τελικώς εξωθούνται πέραν των κοινωνικών ορίων.


Τα άτομα αυτά αναζητούν απεγνωσμένα στέγαση σε άλλα κοινωνικά τμήματα, μακριά από την κοινωνία που τα εξέθρεψε, και όταν τα σύνορα και αυτών κλείνουν, μετατρέπονται σε παρίες, ανέστιους και απάτριδες. Οι εναπομείναντες εντός των κοινωνικών τμημάτων, με ψυχισμό έρμαιο των πολλαπλών διαφορών, άλλης ποιότητας θύματα, αγωνιούν να μην εκπέσουν στην κατάσταση των αποκλήρων. Ετσι, η κοινωνία λειτουργεί επεκτατικά χωρίς να ισορροπεί, μέσα από εγγενείς αστάθειες, καθώς οι άνθρωποι συνωστίζονται για να ενστερνιστούν τους ρόλους που τα διαφορετικά, σχεδόν αυτόνομα, τμήματά της τους επιφυλάσσουν.


Προς αναζήτηση διεξόδων


Το παραπάνω ερμηνευτικό σχήμα ισχύει βεβαίως για όσες κοινωνίες έχουν ήδη μεταβεί στο στάδιο της διάκρισης και αυτονόμησης των κοινωνικών τους λειτουργιών και τέτοια πιστεύω είναι και η περίπτωση της Ελλάδας. Το ανθρώπινο υποκείμενο, αναζητώντας ενοποιητικό κέντρο ώστε να συγκροτήσει την ταυτότητά του και άρα να επιβιώσει, επιχειρεί συχνά με έννοιες όπως εκείνες του έθνους ή της φυλής να επανασυστήσει την κοινωνική αλληλεγγύη που η αστάθμητη κοινωνική κατάτμηση απαξίωσε. Η επίκληση όμως αυτών των εννοιών, με το να διακρίνει τα άτομα μιας κοινωνίας στους «δικούς» μας και στους «άλλους», αποβαίνει επί ματαίω, διότι επαναφέρει στο προσκήνιο μορφές κοινωνικού διαφορισμού ιστορικά ξεπερασμένες.


Σε αυτά τα αδιέξοδα είναι εύλογο η απάντηση να μην αναμένεται από την επιστήμη αλλά από την κοινωνική δράση και εμπειρία. Το απρόβλεπτο και ατιθάσευτο της ανθρώπινης προσωπικότητας, σε συνδυασμό με την ιστορική μνήμη και παράδοση, επιτρέπει την αισιοδοξία. Εν τω μεταξύ ο στοχασμός θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά αν επιχειρούσε τη διερεύνηση των αιτίων και των επιπτώσεων που προκαλεί η ανεξέλεγκτη λειτουργική διαφοροποίηση. Και, ακόμη περισσότερο, αν εντρυφούσε στην ανεύρεση και διατύπωση αξιολογικών κριτηρίων κοινώς αποδεκτών για τη ρύθμιση της λειτουργίας όλων των κοινωνικών τμημάτων.


1. Με τον όρο αυτόν νοούνται συλλήβδην οι άποροι, τα άτομα των εθνικών μειονοτήτων και οι πρόσφυγες. Παρά την πληθώρα των διαφορών τους, εκλαμβάνονται ως ενιαίο κοινωνικό σύνολο αφού το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι βρίσκονται εκτός των ορίων των κοινωνικών συστημάτων.


2. Βλ. σχετικά άρθρο του Κ. Τσουκαλά, «Το προλεταριάτο που δεν πέθανε», («Το Βήμα», 22.2.98).


Η κυρία Ιωάννα Τσιβάκου είναι διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Υπό το βλέμμα του παρατηρητή», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1997.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version