Νοικοκύρηδες

ΘΕΣΕΙΣ Νοικοκύρηδες Γράμμα ηρωικό και πένθιμο ενός «πάτερ φαμίλιας» ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ Πήρα το παρακάτω γράμμα ενός «μη προνομιούχου» και το δημοσιεύω, επειδή πιστεύω πως εκφράζει τα πάθη πάμπολλων ομοτύχων του. Αγαπητέ κύριε, Επιτρέψατέ μου να σας μεταφέρω την υπερηφάνειά μου: ξαφνικά, έγινα πρωτοσέλιδος! Βέβαια, στους τίτλους και στο κείμενο των σχετικών δημοσιευμάτων όλων των εφημερίδων, δεν φιγουράρει

ΤΟ ΒΗΜΑ

Γράμμα ηρωικό και πένθιμο ενός «πάτερ φαμίλιας» Πήρα το παρακάτω γράμμα ενός «μη προνομιούχου» και το δημοσιεύω, επειδή πιστεύω πως εκφράζει τα πάθη πάμπολλων ομοτύχων του.


Αγαπητέ κύριε,


Επιτρέψατέ μου να σας μεταφέρω την υπερηφάνειά μου: ξαφνικά, έγινα πρωτοσέλιδος! Βέβαια, στους τίτλους και στο κείμενο των σχετικών δημοσιευμάτων όλων των εφημερίδων, δεν φιγουράρει το άσημο όνομά μου. Αναφέρεται, όμως, η ιδιότητά μου: νοικοκύρης. Και τούτο, επειδή μια εταιρία δημοσκοπήσεων «εσκόπησε», λέει, 1.013 νοικοκυριά σε 47 πόλεις και χωριά της επικράτειας και έβγαλε ορισμένα στατιστικά συμπεράσματα, όχι πολύ χαμογελαστά, ειν’ αλήθεια. Αφού, λοιπόν, είμαι κι εγώ νοικοκύρης, μπορώ να μην καμαρώνω, έστω κι αν δεν συγκαταλέγομαι στους 1.013 «σκοπηθέντας»; Επιτέλους, είπα, να που μας πρόσεξαν κι εμάς και μας έδωσαν τον λόγο ή, τουλάχιστον, μας έκαναν νούμερα…


Αλλά αμέσως, μου γεννήθηκε το ερώτημα: μα είμαι πραγματικά νοικοκύρης; Πρώτα-πρώτα, τι θα πει αυτή η κοινότατη λέξη; Ξέρω ­ δάσκαλος είμαι κι εγώ ­ πως προέρχεται από το παλαιότερο «οικοκύρης» (που το χρησιμοποιούσε κι ο Παπαδιαμάντης ­ ο «ακατανόητος πια για τους νεότερους, τόσο που να… μεταφράζεται, δηλαδή να δολοφονείται!). Φυσικά, σημαίνει «κύριος του οίκου». Αλλά είμαι κύριός του; Ο δικός μου οίκος ­ οικίσκος, για την ακρίβεια, με τρία μικροδωμάτια ­ μου ανήκει τυπικά κατά το Υποθηκοφυλακείο, ουσιαστικά, όμως, δεν βρίσκεται στα χέρια μου αλλά στον αέρα. Οχι, το σπιτάκι μου δεν είναι χτισμένο στα σύννεφα, όπως η φανταστική πόλη των πουλιών, η «νεφελοκοκκυγία», που επινόησε ο Αριστοφάνης στους Ορνιθές του. Βρίσκεται στον αέρα, επειδή κινδυνεύει κάθε στιγμή να το πάρουν και να το σηκώσουν στα νύχια τους άλλα κοράκια: η Εφορία, οι προσημειώσεις, οι Οργανισμοί Κοινής Ωφελείας και τα υπόλοιπα σύγχρονα όρνεα, που δεν φαντάστηκε ο αθηναίος κωμωδός.


Τι κύριος, λοιπόν, είμαι του οίκου μου, αφού μπορούν αυτά τα όρνεα, όποτε τους καπνίσει, να το βγάλουν στο σφυρί, όχι μόνο για κάποιο, ελάχιστο, χρέος προς το Δημόσιο αλλά και για εξωφρενικούς λογαριασμούς των κοινωφελών και δημοφιλών Δημοσίων Επιχειρήσεων; Δεν είδατε τι έγινε με την ηλικιωμένη κυρία, που ζει μόνη της σ’ έναν «οίκο» 45 τ.μ. και η ΕΥΔΑΠ την χρέωσε για δίμηνη κατανάλωση νερού, με έξι τόσα εκατομμύρια, κι όταν η δύσμοιρη εκείνη τόλμησε να διαμαρτυρηθεί για το τερατώδες χαράτσι, ο αρμόδιος κύριος Διευθυντής της ΕΥΔΑΠ, την σκυλόβρισε κι από πάνω; Ποιος μου λέει πως, αύριο μεθαύριο, δεν θα πάρω μια παρόμοια πανταχούσα, που θα με εμφανίζει σαν καταναλωτή ηλεκτρικού λ.χ., εφάμιλλο των Διυλιστηρίων του Ασπροπύργου;


Πέρα απ’ αυτά τα ακραία, ωστόσο: Ενας «οίκος» δεν είναι μόνο άψυχοι τοίχοι και πατώματα. Είναι και τα έμψυχα, που εγκαταβιούν εκεί. Και αν τα άψυχα χρειάζονται πότε-πότε καμιά επισκευή για να μην πέσουν στο κεφάλι μας, τα έμψυχα έχουν ανάγκη κάθε μέρα να φάνε, να ντυθούν, να ποδεθούν, να μορφωθούν.


Σ’ όλη τη ζωή μου, προσπάθησα να είμαι «συνετός οικογενειάρχης», «diligens pater familias», όπως λέγαμε παλιά. (Αλλωστε, «νοικοκύρης» δεν θα πει κι αυτό ακριβώς;) Πώς να είμαι, όμως, σήμερα; Ολη μου η σύνεση, η οικονομία, οι κόποι, η διπλή δουλειά, δεν φτάνουν για ν’ αντεπεξέλθω στις στοιχειώδεις απαιτήσεις της μικρής μου φαμίλιας ­ έχω γυναίκα και δυο ανήλικα παιδιά. Εμείς δεν «ξοδεύουμε πάνω απ’ τις δυνάμεις μας», καθώς κατηγορούν τους Ελληνες μερικοί. Εμείς δεν έχουμε καν «δυνάμεις» για να ξοδέψουμε. Οι φόροι που πέφτουν απάνω μας σαν σμήνη πειναλέων ακρίδων, οι τιμές που τινάζονται κάθε μέρα προς όλα τα αζιμούθια, ξοδεύουν ακόμα και το υστέρημά μας και μας αφήνουν πένητες, σαν τον Ιώβ.


Ισως, όμως, και να έχει δίκιο το κράτος μας. Πρώτα-πρώτα, η ιδιότητα του πένητος μας έρχεται γάντι, αφού στ’ αρχαία ελληνικά «πένης» σήμαινε εκείνον που δεν έχει περιουσία αλλά ζει από τη δουλειά του, είναι «μεροκαματιάρης», όπως ακριβώς εμείς ­ ενώ ο ολότελα άπορος λεγόταν «πτωχός». Επειτα, θα πρέπει και να ευγνωμονούμε το κράτος μας που μας καταδικάζει σε πενία, αφού ­ αν πιστέψουμε όσα λέει η ίδια η κυρία Πενία στον Πλούτο του ιδίου Αριστοφάνη ­ η πενία μας αναγκάζει να δουλεύουμε και να επινοούμε τέχνες, ενώ αν κανένας δεν δούλευε θα ήμαστε δυστυχισμένοι για κλάματα. Βέβαια, εμείς οι πένητες θ’ απαντούσαμε σ’ αυτόν τον ισχυρισμό της Πενίας, όπως ο ήρωας του έργου, ο Χρεμύλος: «Ου με πείσεις καν με πείσεις», αφού εμείς οι ευλογημένοι μόνο ευτυχείς δεν είμαστε.


Και αφού ο λόγος για πειθώ: Δεν παραγνωρίζω διόλου τις ανάγκες του κράτους μας ­ που, ενάμιση αιώνα τώρα, αντί να τις «θεραπεύει», ανοίγει όλο και μεγαλύτερες πληγές, που όλο και κακοφορμίζουν. Δεν αγνοώ τις επιταγές της περιβόητης «σύγκλισης», που θα μας εξασφαλίσει, λέει, εισιτήριο Πρώτης Θέσης στην ευρωπαϊκή αμαξοστοιχία. Και σας βεβαιώνω πως, κι εγώ και μυριάδες άλλοι ομότυχοί μου, θα κάναμε υπομονή ακόμα πιο ιώβειο και θα υπομέναμε τις απαραίτητες θυσίες, αν είχαμε πεισθεί πως, στο οδυνηρό καραβάνι μας για την «όαση» της Ενωμένης Ευρώπης, συνοδοιπορούν όλοι, και μάλιστα οι «έχοντες και κατέχοντες» (κατά το λέγειν του Πρωθυπουργού) και όχι μόνο οι «ακάτεχοι», που μοναδική περιουσία τους είναι η ανέχεια.


Ομως, κι εδώ, όπως κι αλλού, όπως πάντα, παρουσιάζεται το οξύμωρο που σαρκάζει ο Ignazio Silone στο βιβλίο του «Το ψωμί και το κρασί»: «Το κράτος έχει ένα μακρύ χέρι κι ένα κοντό. Το μακρύ είναι για να παίρνει, και φτάνει παντού. Το κοντό είναι για να δίνει, και φτάνει μόνο σ’ όσους βρίσκονται πολύ κοντά του». Το μακρύ χέρι του κράτους (τα χίλια μύρια χέρια του και τα χίλια μύρια μάτια του) βρίσκει ακαριαία την (άδεια) τσέπη των ακάτεχων «μακρινών» υπηκόων του. Αλλά γίνεται κοντό, κουλό και τυφλό μπρος στις τσέπες των κοντινών ­ και τους χαρίζει τεράστια χρέη και ταΐζει τον παμφάγο και πανάθλιο δημόσιο τομέα, και κρατάει στη ζωή με χρυσές ενέσεις ένα σωρό χρεοκοπημένες επιχειρήσεις. Και επιπλέον, αφήνει στο χρονοντούλαπο τα «πακέτα» της ΕΕ, επειδή δεν είναι ικανό ούτε αυτά τα δοσίματα ν’ απορροφήσει. Είναι ικανότατο, όμως, να ρουφάει εμάς, τους στεγνούς και αφυδατωμένους… Είπαμε πως «κυβερνώ σημαίνει επιλέγω», «gouverner, c’est choisir». Αλλά γιατί το κράτος μας επιλέγει πάντα εμάς τους άσαρκους για να μας στίψει ώσπου να μας στρίψει;


Ο αείμνηστος Εμμανουήλ Ροΐδης έλεγε στην Πάπισσα Ιωάννα του πως «διά μόνων των ιερέων και των δημίων καθίστανται οι άνθρωποι ευάγωγος αγέλη, προσφέρουσα την ράχιν εις την κουράν» (μήπως κι αυτό χρειάζεται «μετάφραση»;). Σήμερα, οι ιερείς αλληλοπροπηλακίζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα για ακατονόμαστα όργια, και οι δήμιοι έχουν καταργηθεί. Τους έχουν, όμως, αντικαταστήσει επάξια άλλοι «ποιμένες» και «εκτελεστές», που ονομάζονται φοροδήμιοι και που μας κουρεύουν με την ψιλή μηχανή μέχρι το μεδούλι των κοκκάλων μας.


Παλιά του τέχνη, θα μου πείτε, του κράτους. Που ξεχνάει τον παλαιότατο λόγο του Αριστοτέλη στα Πολιτικά του: «Ο αληθινός δημοκράτης πρέπει να φροντίζει ώστε ο λαός να μην είναι πολύ φτωχός, αφού η φτώχεια υποβαθμίζει την ποιότητα της δημοκρατίας». Και όχι μόνο, αλλά προκαλεί και εξεγέρσεις, απεργίες, καταλήψεις, μπλόκα ­ καλή ώρα ­ όπου μερικές χιλιάδες μη προνομιούχοι ταλαιπωρούνται και καταταλαιπωρούν εκατομμύρια άλλους μη προνομιούχους. Γιατί; Για να λάβουν παρά του μη έχοντος κράτους ­ που δεν έχει, επειδή έχει καταχρεωθεί διεθνώς για να μοιράζει «παροχές» και να τρυγάει ψήφους.


Αλλά και αυτό το είχε προβλέψει ο Σταγιρίτης: «Δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό που κάνουν οι δημαγωγοί. Αυτοί μοιράζουν στον λαό τα περισσεύματα του προύπολογισμού. Κι ο λαός, μόλις τα παίρνει, αμέσως τα ξοδεύει και ζητά κι άλλα, γιατί έχει ανάγκη. Κι έτσι η τέτοια βοήθεια (οι «παροχές») στους απόρους μοιάζει με το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων.


Πολύ περισσότερο, όταν οι παροχές δίνονται όχι απ’ το περίσσευμα αλλά από το δανεικό υστέρημα του δημόσιου ταμείου. Μ’ αυτά λοιπόν και άλλα, έγινε το κράτος μας ένας απύθμενος πίθος Δαναΐδων, που καταπίνει τα ποτάμια του ιδρώτα μας, χωρίς ούτε αυτά να καταφέρνουν να ποτίσουν το ξεροχώραφο της πολιτείας μας.


Το μόνο μας κέρδος είναι πως καταλάβαμε το πραγματικό νόημα της λέξης «νοικοκύρης». Οπως ξέρετε, όταν μπουν κάποιοι «γνωστοί άγνωστοι» σ’ ένα σπίτι και το αδειάσουν, οι γείτονες λένε για τον «τυχερό» ιδιοκτήτη», συμπονετικά αλλά και ειρωνικά: «Τον έκαναν νοικοκύρη!». Τέτοιοι νοικοκύρηδες είμαστε κι εμείς, κι αυτό είναι το μόνο νοικοκύρεμα που μας απόμεινε… Με τιμή και ευχαριστίες Α. Ν. ΑΡΓΥΡΟΣ Και για την αντιγραφή Μ.ΠΛ.


ΥΓ. (άσχετο) Ο Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων Ν. Αχαΐας Δρ. Αριστείδης Δουλαβέρας, παίρνοντας αφορμή από τα «Παροιμιακά» της σελίδας αυτής (24.11), είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλίο του Η Παροιμιολογική και Παροιμιογραφική Εργογραφία του Δημητρίου Λουκάτου (Πορεία, 1944). Δημοσιεύεται εκεί ­ και μάλιστα, για πρώτη φορά ­ μια μελέτη του κορυφαίου σύγχρονου λαογράφου μας για μιαν Ανθολογία 258 παροιμιών και παροιμιακών εκφράσεων αρχαίων και βυζαντινών, που έχει συνθέσει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Γκαίτεμποργκ Reinhold Stromberg (1949) και όπου επισημαίνεται αυτό που τόνιζε κι ο επιστολογράφος μας: ότι πληθώρα αρχαίων παροιμιών (119 από τις 258, δηλ. το 46%) επιζούν στα νεοελληνικά, είτε με την ίδια την αρχαία μορφή τους (λ.χ. «Δρυός πεσούσης…», «Περί όνου σκιάς» κλπ.) είτε με νεότερη μορφή αλλά με την ίδια διατύπωση (όπως αυτές που μνημόνευσε ο επιστολογράφος) είτε ελαφρά παραλλαγμένες γλωσσικά, είτε ομόθεμες, αλλά με διαφορετική έκφραση. Τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version