Οι επιθετικές εξαγορές είναι για τη Σοφοκλέους ό,τι είναι οι ειδικές δυνάμεις για τον στρατό. Απαιτούν μυστικότητα, ευελιξία στις αποφάσεις, μπλόφες και επιχειρηματίες με μεγάλη ρευστότητα και γερά νεύρα για να αναλάβουν το μεγάλο ρίσκο που απαιτούν αυτές οι κινήσεις. Ο επιχειρηματίας-κυνηγός πρέπει να έχει μελετήσει σε βάθος την εταιρεία-θήραμα και να γνωρίζει για αυτήν τα πάντα ή τουλάχιστον σχεδόν τα πάντα. Είναι κινήσεις που μπορεί να φέρουν τεράστια κέρδη και να αναδείξουν σε κυρίαρχο αυτόν που τις επιχειρεί. Αυτά όμως μόνο εφόσον το σχέδιο εξελιχθεί ομαλά και το θύμα υποκύψει στις πιέσεις του θύτη. Αν ο «κυνηγός» δειλιάσει και υποχωρήσει χωρίς να έχει παγιδέψει το «θύμα» του, το τελευταίο τον κατασπαράζει, είτε φέρνοντας τις μετοχές που έχει η εταιρεία-θύμα «στο κεφάλι», όπως λένε στην αργκό της Σοφοκλέους, είτε εγκλωβίζοντάς τον. Πώς μεγάλοι και γνωστοί επιχειρηματίες «χάνουν» τον έλεγχο των εταιρειών τους από τους ανταγωνιστές τους μέσω του Χρηματιστηρίου
Το φρούτο των επιθετικών εξαγορών δεν είναι νέο. Στην Αμερική είναι εδώ και αρκετά χρόνια πολύ συνηθισμένη τακτική και υπάρχουν σύμβουλοι επιχειρήσεων, τραπεζίτες και δικηγόροι που ειδικεύονται αποκλειστικά σε αυτό τον τομέα. Στην Ελλάδα είναι μια σχετικά νέα τακτική που αναπτύσσεται τώρα, με το κύμα των εξαγορών και συγχωνεύσεων το οποίο έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια.
Η πρώτη κίνηση
Πρώτος διδάξας των επιθετικών εξαγορών στην Ελλάδα ήταν ο κ. Ευ. Μυτιληναίος, πρόεδρος της ομώνυμης εισηγμένης στο Χρηματιστήριο της Αθήνας εταιρείας, με εμπνευστή τον γνωστό χρηματιστή κ. Σπ. Μπέλο, πρόεδρο της Κάππα ΑΧΕ, ο οποίος διακρίνεται στις πρωτοποριακές ιδέες που αιφνιδιάζουν τη χρηματιστηριακή αγορά. Ο κ. Μυτιληναίος είδε την εταιρεία του να αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια μέσω των μεγάλων συμφωνιών και εξαγορών που πραγματοποίησε στα Βαλκάνια και όχι μόνο, ενώ ο ίδιος αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικούς επιχειρηματίες της νέας γενιάς. Μια σημαντική εξαγορά στην Ελλάδα, μετά τις συμφωνίες που είχε κλείσει στο εξωτερικό, αποτελούσε πλέον τον επόμενο στόχο του. Μαζί με τον χρηματιστή κ. Μπέλο εξέτασαν μία σειρά από υποψήφιες εταιρείες, οι οποίες θα έπρεπε να συγκεντρώνουν στοιχεία όπως η ευρεία διασπορά των μετοχών, η υποτιμημένη αξία τους και να κινούνται σε τομείς όπου δεν υπάρχει έντονος και, προπάντων, «μαζικός» ανταγωνισμός. Η ΜΕΤΚΑ ήταν για αυτούς ιδανική περίπτωση, αφού ήταν μια εταιρεία μοναδική στο είδος της.
Αφού ολοκληρώθηκε ο σχεδιασμός πέρασαν στην πράξη. Προσεκτικά, χωρίς να δημιουργηθεί θόρυβος, αρχίζει η συγκέντρωση των μετοχών της ΜΕΤΚΑ. Με διάφορους τρόπους συγκεντρώνει το 22% της εταιρείας και έρχεται σε επαφή με τον τότε βασικό μέτοχο της εταιρείας κ. Α. Κουκόλη. Ο κ. Μυτιληναίος πηγαίνει να τον συναντήσει στο γραφείο και τον αντιμετωπίζει θέτοντάς του τα νέα δεδομένα: «Εχω το 22% των μετοχών της ΜΕΤΚΑ. Ή θα πρέπει να μου μεταβιβασθεί και άλλο ποσοστό μετοχών ώστε να αποκτήσω τον έλεγχο ή συγκαλώ έκτακτη γενική συνέλευση με θέμα την αλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου».
Βέβαια ο κ. Μυτιληναίος όταν έκανε αυτή τη συνάντηση είχε ήδη εξασφαλίσει την υποστήριξη θεσμικών επενδυτών που είχαν στα χαρτοφυλάκια τους περίπου το 30% των μετοχών της ΜΕΤΚΑ. Ωστόσο ο κ. Μυτιληναίος δεν αποκάλυψε τον δεύτερο άσο που είχε κρυμμένο στο μανίκι του. Αν οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούσαν, τότε θα μπορούσε σύμφωνα με τον νόμο να διεκδικήσει με δημόσια ανακοίνωση το υπόλοιπο των μετοχών, ως 51% της εταιρείας, από την αγορά με συγκεκριμένη τιμή. Η μετοχή της ΜΕΤΚΑ είχε τότε περίπου 4.500 δρχ. Ο κ. Μυτιληναίος θα πρότεινε την αγορά των μετοχών με τιμή σημαντικά υψηλότερη, ενδεχομένως και προς 6.000 δρχ. εκάστη.
Ολα αυτά όμως δεν χρειάστηκαν, καθώς ο κ. Κουκόλης συναινεί και του προσφέρει το 26% των κοινών μετοχών. Από το σημείο αυτό ήταν ζήτημα χρόνου. Ο κ. Μυτιληναίος συγκεντρώνει συνολικά το 55% των μετοχών και ο έλεγχος της εταιρείας περνά στα χέρια του. Το κόστος αυτής της προσπάθειας έφθασε τα 20 δισ. δρχ. για μια εταιρεία με ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων 43 δισ. δρχ. Σήμερα οι υπογεγραμμένες συμβάσεις της ΜΕΤΚΑ φθάνουν τα 57 δισ. δρχ. ενώ οι δραστηριότητές της σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια είναι προδιαγεγραμμένες. Το πρώτο τρίμηνο του 1999 η ΜΕΤΚΑ παρουσιάζει αύξηση κερδών κατά 40% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 1998.
Ο ιστός των κλωστών
Ο κ. Θ. Λαναράς ήταν ο δεύτερος επιχειρηματίας που ακολούθησε την πολιτική των επιθετικών εξαγορών. Ηταν όμως ο πρώτος που είχε holding εταιρεία στο Χρηματιστήριο και ο πρώτος που έκανε ομολογιακό δάνειο προτού ακόμη γίνουν «μόδα» οι παραπάνω επιχειρηματικές κινήσεις.
Ο κ. Λαναράς λίγο πριν από τα Χριστούγεννα βρισκόταν στο εξωτερικό. Χτύπησε το κινητό του τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας πολύ καλός φίλος του πατέρα του, Χρήστου Λαναρά, ο οποίος του είπε ότι έχει να του κάνει μια πολύ καλή επιχειρηματική πρόταση. Οταν συναντήθηκαν μετά τις γιορτές, ο φίλος της οικογένειας του πρότεινε να ανταλλάξουν μετοχές με το βαφείο – φινιριστήριο «Γ. Γιαννούσης». Το ενδεχόμενο αυτό δεν άφησε αδιάφορους τους βασικούς μετόχους της Κλωνατέξ, οι οποίοι γνώριζαν ότι το συγκεκριμένο βαφείο διέθετε τον πλέον σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό του κλάδου και μια συνεργασία μαζί του θα είχε άμεσο θετικό αντίκτυπο στα προϊόντα του ομίλου, και ιδιαίτερα στα προϊόντα της θυγατρικής Τρικολάν. Η συμφωνία κλείστηκε αμέσως, καθώς η προσωπική φιλία του κ. Χρ. Λαναρά και του κ. Ι. Γιαννούση ήταν εχέγγυο ώστε να μην κολλήσουν οι διαπραγματεύσεις σε συζητήσεις του τύπου «η εταιρεία μου αξίζει τόσο και θέλω τις ανάλογες μετοχές».
Ετσι η επιχείρηση Κλωστήρια Ναούσης, θυγατρική του ομίλου Κλωνατέξ, απέκτησε αρχικά το 5% της «Γ. Γιαννούσης» και η «Γ. Γιαννούσης», λίγο πάνω από το 1% των Κλωστηρίων Ναούσης. Από τη στιγμή όμως που κλείστηκε η συμφωνία στο μυαλό του κ. Λαναρά στριφογύριζε η ιδέα να ενισχύσει τη θέση του στην εταιρεία. Και αυτό γιατί τα καλά λόγια που είχε ακούσει για τη λειτουργία του βαφείου είχε την ευκαιρία να τα διαπιστώσει και ιδίοις όμμασι. Οπως θα εκμυστηρευθεί αργότερα, η δουλειά που κάνει στην εταιρεία ο κ. Θ. Γιαννούσης, γιος του Γιάννη, είναι μοναδική.
Ετσι την περασμένη εβδομάδα κατάφερε να συγκεντρώσει μέσα από την αγορά ένα επιπλέον ποσοστό της «Γ. Γιαννούσης», της τάξεως του 7,53%, και να ελέγχει πλέον το 12,53% του βαφείου (500.000 μετοχές). Η απάντηση στην ερώτηση αν τη συγκεκριμένη κίνηση τη γνώριζε η οικογένεια Γιαννούση είναι αρνητική, αν και ήταν ενημερωμένη για την πρόθεση του ομίλου Κλωνατέξ να ενισχύσει τη θέση του στην εταιρεία.
Ο κ. Λαναράς έχοντας αναλάβει τα ηνία του οικογενειακού επιχειρηματικού ομίλου έθεσε σε εφαρμογή νέα επεκτατικά σχέδια. Μπορεί με την οικογένεια Γιαννούση να τον συνδέουν ισχυροί φιλικοί δεσμοί αλλά με την οικογένεια Δούδου, ιδιοκτήτρια της ομώνυμης εισηγμένης κλωστοϋφαντουργίας, δεν είχαν καμία σχέση. Την όρεξη του κ. Λαναρά άνοιξαν δύο γεγονότα: πρώτον, η πληροφορία ότι ο βασικός ανταγωνιστής της Δούδος στην Ιταλία έκλεισε λόγω προβλημάτων και τα στελέχη της Κλωνατέξ διείδαν ότι η Δούδος αποκτά πλέον άλλες δυνατότητες και, δεύτερον, τα fundamentals της Δούδος που έδειχναν ότι το 1999 η εταιρεία θα εμφανίσει σημαντική αύξηση εργασιών.
Η συμφωνία του κ. Λαναρά να εξαγοράσει το 10,13% της κλωστοϋφαντουργίας Δούδος κλείστηκε στις 3.30 τα ξημερώματα της ημέρας που πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή στο Χρηματιστήριο. Το πράσινο φως για την εξαγορά των 405.000 μετοχών της Δούδος έδωσε ο χρηματιστής κ. Ν. Κατσόμαλλος της Αβαξ ΑΧΕ, ο οποίος συγκέντρωσε από θεσμικούς και ιδιώτες τα πακέτα των μετοχών, ώστε ο κ. Λαναράς να τα αποκτήσει μέσα σε μία μόνο συνεδρίαση.
Η οικογένεια Δούδου δεν γνώριζε τίποτε και πληροφορήθηκε την εξαγορά του πακέτου από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Στην πρώτη συνάντησή τους με την οικογένεια Λαναρά, αυτόπτης μάρτυρας της συνάντησης θα πει ότι ήταν πολύ επιφυλακτικοί. Κάτι άλλωστε απόλυτα φυσιολογικό. Στη συνέχεια όμως, αναλύοντας με τα στελέχη της Κλωνατέξ τις συνεργασίες που μπορεί να υπάρξουν στον εμπορικό τομέα, σε επίπεδο πρώτων υλών, στα δίκτυα πώλησης και στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, αναθεώρησαν τη στάση τους και υπάρχει πλέον αγαστή συνεργασία.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι παραπάνω κινήσεις, οι οποίες, χωρίς κανείς να το ομολογεί, δεν αποτελούν παρά την πρώτη κίνηση στη σκακιέρα των επιθετικών κινήσεων του ομίλου Κλωνατέξ, μαζί με το πλειοψηφικό πακέτο της εταιρείας ανδρικών εσωρούχων Gallop που αποκτήθηκε πρόσφατα, κόστισαν στον κ. Λαναρά περίπου 3 δισ. δραχμές. Οι υπεραξίες που καταγράφει σήμερα ο όμιλος από τα πακέτα μετοχών που κατέχει ανέρχονται σε αρκετά δισεκατομμύρια δραχμές. Παράλληλα η Κλωνατέξ είναι κοντά στην εξαγορά και της «Οττο Εβρος», της έκτης σε μέγεθος ελληνικής νηματουργικής βιομηχανίας. Για την πολιτική που θα ακολουθήσει ο κ. Λαναράς στο μέλλον κανείς δεν έχει αμφιβολίες. Αλλωστε ούτε και ο ίδιος το κρύβει, και μάλιστα δηλώνει: «Θα συνεχίσουμε με αμείωτο ρυθμό τις τοποθετήσεις μας σε διάφορες εταιρείες του κλάδου και μη. Διότι ως εταιρεία συμμετοχών στόχος είναι να κάνουμε τοποθετήσεις σε εταιρείες που θα ενισχύσουν την κερδοφορία του ομίλου και θα δημιουργήσουν υπεραξίες προς όφελος των μετόχων μας».
Η επίθεση στις ασφάλειες
Στην επιθετική εξαγορά του 10% της Ευρωπαϊκής Πίστης από την Ασπίς Πρόνοια το παρασκήνιο είναι πλούσιο. Πρώτα πρώτα οι δύο εταιρείες είχαν έλθει σε συμφωνία για στρατηγική συμμαχία με ανταλλαγή μετοχών ή ακόμη και συγχώνευση με στόχο η μία εταιρεία να δραστηριοποιείται στον κλάδο των Γενικών Ασφαλειών (Ευρωπαϊκή Πίστη) και η άλλη στον κλάδο ζωής (Ασπίς Πρόνοια). Μάλιστα είχαν δημοσιοποιήσει την πρόθεσή τους στέλνοντας επιστολή στη διοίκηση του Χρηματιστηρίου.
Η πρώτη ρήξη της συμφωνίας συνέβη όταν στη γενική συνέλευση της Ευρωπαϊκής Πίστης ο πρόεδρος της εταιρείας κ. Χρ. Γεωργακόπουλος ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την είσοδο στην εταιρεία στρατηγικού επενδυτή. Στο ακροατήριο βρισκόταν και ο πρόεδρος της Ασπίς Πρόνοια κ. Π. Ψωμιάδης, ο οποίος έπεσε από τα σύννεφα. Αμέσως τηλεφώνησε στον κ. Α. Βγενόπουλο της Marfin ΕΠΕΥ και τον ρώτησε αν γνωρίζει κάτι σχετικά με τον νέο στρατηγικό επενδυτή. Ο κ. Βγενόπουλος απάντησε αρνητικά και τότε ο κ. Ψωμιάδης τού ζήτησε να αγοράσει το πακέτο μετοχών της Ευρωπαϊκής Πίστης που κατείχε η Marfin ΕΕΧ. Ο κ. Βγενόπουλος απάντησε ότι αν η τιμή είναι καλή είναι πρόθυμος να πουλήσει μόνο από το προσωπικό του χαρτοφυλάκιο (είχε περίπου το 10%) και όχι από το χαρτοφυλάκιο της Marfin ΕΕΧ, η οποία είχε στρατηγική θέση στην Ευρωπαϊκή Πίστη (ελέγχει το 8%) και την οποία διατηρεί και σήμερα. Ο κ. Ψωμιάδης ήθελε με την κίνηση αυτή να δεσμεύσει τον κ. Γεωργακόπουλο ώστε να προχωρήσουν από κοινού για την υλοποίηση των αρχικών στόχων τους.
Τόσο όμως ο κ. Ψωμιάδης όσο και ο κ. Βγενόπουλος προτού προχωρήσουν ήθελαν να εξασφαλίσουν για την πώληση του 10% τη συναίνεση του κ. Γεωργακόπουλου. Η απάντηση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Πίστης ήταν αρνητική. Ωστόσο οι δύο επιχειρηματίες κλείνουν ραντεβού για να συζητήσουν αλλά η συνάντηση δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα. Υστερα από αυτό ο κ. Ψωμιάδης είναι πλέον αποφασισμένος και αγοράζει από το προσωπικό χαρτοφυλάκιο του κ. Βγενόπουλου το 10% του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Πίστης. Λίγες ημέρες αφότου η Ασπίδα απέκτησε το πακέτο με τη μεσολάβηση του κ. Βγενόπουλου οι κκ. Ψωμιάδης και Γεωργακόπουλος συναντώνται και διαπραγματεύονται πάλι. Μετά τη συνάντηση ο κ. Γεωργακόπουλος φεύγει για τις ΗΠΑ όπου παραμένει ακόμη για να συζητήσει με στρατηγικό επενδυτή που ενδιαφέρεται για την Ευρωπαϊκή Πίστη. Ο κ. Ψωμιάδης στο μεταξύ περιμένει την εξέλιξη των επαφών στην Αμερική για να αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις του.
Η έναρξη του αλευροπόλεμου
Ο επόμενος που ανέλαβε να σύρει τον χορό των επιθετικών εξαγορών ήταν ο κ. Κ. Λούλης, ιδιοκτήτης της ομώνυμης εισηγμένης εταιρείας. Ο κ. Λούλης είχε πολλούς λόγους για τους οποίους έβαλε στο μάτι τη μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου του. Κατ’ αρχάς ήταν πολυμετοχική εταιρεία και η διοίκησή της δεν είχε τον έλεγχο του κρίσιμου ποσοστού, δηλαδή του 51% των μετοχών, που θα έκλεινε την πόρτα στους επίδοξους διεκδικητές. Ο πρώτος που είχε αντιληφθεί αυτή την ιδιαιτερότητα ήταν ο όμιλος Δαυίδ, ο οποίος έχει στον έλεγχό του την εισηγμένη αλευροβιομηχανία Αλλατίνη. Ο όμιλος είχε θέσει σε ενέργεια το σχέδιο για την «κατάληψη» της εταιρείας, και μάλιστα είχε συγκεντρώσει μέσω του Χρηματιστηρίου το 10% των μετοχών. Το αφεντικό όμως των Μύλων Αγίου Γεωργίου, ο κ. Α. Συμεώνογλου, παρά το γεγονός ότι συνδέεται φιλικά με την οικογένεια Δαυίδ, δεν συναίνεσε σε μια τέτοια κίνηση. Ετσι ο όμιλος Δαυίδ, χωρίς να γίνει ιδιαίτερος θόρυβος, ακύρωσε το σχέδιο διείσδυσης στους Μύλους Αγίου Γεωργίου και ρευστοποίησε στην αγορά το πακέτο των μετοχών που είχε αποκτήσει.
Ο κ. Λούλης πίστευε ότι αν εξαγοράσει την επιχείρηση Μύλοι Αγίου Γεωργίου θα αποκόμιζε σημαντικά οφέλη. Οι δύο εταιρείες αλέθουν συνολικά περίπου 350.000 τόνους σιτάρι τον χρόνο. Αν πετύχουν μια έκπτωση δύο δραχμών στο κιλό, εξοικονομούν 700 εκατ. δρχ. Από την άλλη πλευρά οι Κυλινδρόμυλοι Λούλη, λόγω του ότι οι εγκαταστάσεις τους βρίσκονται στον Βόλο, επιβαρύνονται κάθε χρόνο με 250 εκατ. δρχ. για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους στην Αθήνα. Ετσι ο κ. Λούλης έβλεπε ότι η εξασφάλιση μια μονάδας στην Αθήνα τον εξυπηρετούσε και γεωγραφικά, καθώς ήδη διέθετε μύλους στον Βόλο και στην Καβάλα, εκτός του ότι θα ελέγχει την αγορά από δεσπόζουσα θέση.
Την πρώτη κίνησή του την έκανε τα Χριστούγεννα του 1998, όταν ζήτησε από τον κ. Συμεώνογλου οι δύο εταιρείες να ανταλλάξουν ποσοστά μετοχών ώστε με αυτό τον τρόπο να αναπτύξουν μια στρατηγική συμμαχία. Η πρότασή του απορρίφθηκε και έτσι αποφάσισε να προχωρήσει σε επιθετική εξαγορά. Μέσω της εταιρείας Διεθνής ΑΧΕ του κ. Β. Χατζηλία συγκέντρωσε σε τρεις ημέρες περίπου το 15% των μετοχών. Ο κ. Συμεώνογλου πληροφορήθηκε τι συνέβαινε από τις εφημερίδες. Από το σημείο αυτό ο κ. Λούλης συνέχισε να μαζεύει μέσω του Χρηματιστηρίου μετοχές των Μύλων Αγίου Γεωργίου. Και οι δύο επιχειρηματίες προσέφυγαν στη βοήθεια ισχυρών νομικών συμβούλων ενώ ο κ. Λούλης συνέχιζε να συγκεντρώνει τις μετοχές των ανταγωνιστών του. Η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο και η μεγάλη διασπορά των μετοχών των Μύλων Αγίου Γεωργίου ήταν οι σύμμαχοί του. Οταν κάθησε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον κ. Συμεώνογλου, είχε τον έλεγχο ποσοστού που ξεπερνούσε κατά τι το 30% των μετοχών των Μύλων Αγίου Γεωργίου. Στα μέσα της περασμένης εβδομάδας, όταν κάθησε και πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αυτή τη φορά με τον κ. Κίκιζα της Μέλισσας προκειμένου να ανταλλάξει το 97,5% της μακαρονοποιίας Στέλλα που έχουν οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου με το 12,5% της Μέλισσας, είχε ήδη κάτι παραπάνω από το 40%. Η μάχη είχε κριθεί.
