Η βιομηχανία τροφίμων σε ξένα χέρια

Οι πολυεθνικές κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε ορισμένες περιπτώσεις μέσω εξαγορών και θυγατρικών Η βιομηχανία τροφίμων σε ξένα χέρια Ποιοι ελέγχουν τι και με ποιο στόχο εισήλθαν στην ελληνική αγορά Δ. ΧΑΡΟΝΤΑΚΗΣ Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αλλά κυρίως στη σημαντική δεκαετία του 1980 όταν αρκετές και σπουδαίες πολυεθνικές εταιρείες, που δραστηριοποιούνταν και στον κλάδο των τροφίμων, ενέσκηψαν

ΤΟ ΒΗΜΑ

Ηταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αλλά κυρίως στη σημαντική δεκαετία του 1980 όταν αρκετές και σπουδαίες πολυεθνικές εταιρείες, που δραστηριοποιούνταν και στον κλάδο των τροφίμων, ενέσκηψαν στην ελληνική αγορά με εντυπωσιακό τρόπο.


Ορισμένες ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων, που η λειτουργία τους είναι ταυτόσημη με την ελληνική βιομηχανική ιστορία, άλλαξαν χέρια, γεγονός που προκάλεσε ισχυρό θόρυβο και εξέθρεψε ελπίδες για τη σπουδαιότητα της ελληνικής αγοράς των τροφίμων.


Ο ίδιος θόρυβος αναζωπυρώθηκε και εμπλουτίστηκε με ποικίλα σενάρια μετά το 1989. Βασική συνισταμένη της νέας σεναριολογίας ήταν η θεωρία ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει το εφαλτήριο για τις βαλκανικές αγορές.


Πολλές φορές όμως επιθυμία και πραγματικότητα δεν συμβαδίζουν. Ο ελληνικός κλάδος των τροφίμων και κυρίως το τμήμα εκείνο που ελέγχεται περισσότερο ή λιγότερο από τις πολυεθνικές δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερες επιδόσεις στην περιοχή των Βαλκανίων.


Ωστόσο στον ελληνικό κλάδο των τροφίμων η πολυεθνική παρουσία σε ορισμένες περιπτώσεις κατέχει δεσπόζουσα θέση.


Η δεκαετία του 1980 άνοιξε με μιαν αρκούντως εντυπωσιακή κίνηση. Το 1982 ο αγγλοολλανδικός κολοσσός που ακούει στο όνομα Unilever και που από το 1962 συμμετείχε με μειοψηφικό πακέτο μετοχών σε μιαν ιστορική ελληνική βιομηχανία, την ελαιουργία Ελαΐς ΑΕ, αποκτά το 51% και αναλαμβάνει τη διοίκηση της εταιρείας.


Εξάλλου το 1977 μια άλλη εταιρεία του ιδίου κλάδου, η Μινέρβα ΑΕ, που ιδρύθηκε το 1902, είχε περάσει στην πολυεθνική Raterson Zochonis Pic. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1987, η Nestle, που η παρουσία των προϊόντων της στην ελληνική αγορά χρονολογείται από το 1910, αγοράζει την πλειοψηφία μιας εκ των παλαιότερων ελληνικών εταιρειών, της Λουμίδης ΑΕ.


Την ίδια χρονιά η Tasty Foods, που είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1970, αλλάζει χέρια. Νέος ιδιοκτήτης είναι η αμερικανική Pepsico, που το 1992 αγόρασε και την Best Foods ΑΕ.


Και ένα χρόνο μετά, το 1988, μια από τις πιο ιστορικές ελληνικές βιομηχανίες, που η δημιουργία της χρονολογείται στα μέσα του περασμένου αιώνα, το 1841, η σοκολατοβιομηχανία Παυλίδης, εξαγοράζεται από τον ελβετικό όμιλο Jacobs Suchard.


Το 1989 το 95% των μετοχών της τότε Βιαμύλ ΑΕ πέρασε στην ιδιοκτησία της βελγικών συμφερόντων πολυεθνικής εταιρείας Amylum ΑΕ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1991, έγιναν τρεις σημαντικές εξαγορές στον κλάδο των τροφίμων.


Η μεγαλύτερη βιομηχανία ζυμαρικών, που ιδρύθηκε το 1925, η Misko ΑΕ, περνάει εξ ολοκλήρου υπό τον έλεγχο της ιταλικής Barilla Spa.


Η Κωπαΐς ΑΒΕΕ, γεωργική βιομηχανία, εντάσσεται στη δύναμη της αμερικανικής πολυεθνικής εταιρείας Heinz και η Agroinvest ΑΕ, που ιδρύθηκε το 1978 από λιβανέζους και έλληνες επιχειρηματίες πέρασε στον έλεγχο της γαλλικής κοινοπραξίας Thomson-Credit Lyonnais και σήμερα ανήκει στον όμιλο CDR & Thomson – CSF.


Το 1993 μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων, η Δέλτα ΑΕ, εγκαινίασε τη συνεργασία της με τον γαλλικό πολυεθνικό όμιλο Danone, παραχωρώντας του το 10% των μετοχών της.


Το 1994 η συνεργασία διευρύνθηκε και πλέον ο γάλλος συνεργάτης της Δέλτα ΑΕ κατέχει το 20% των μετοχών της.


Τον επόμενο χρόνο, το 1995, η ολλανδική εταιρεία Sara Lee/DE NV απέκτησε το 100% των μετοχών μιας επίσης ιστορικής εταιρείας, της Bravo ΑΕ.


Πέραν όμως της πολιτικής των εξαγορών που ακολούθησαν αρκετές πολυεθνικές για να μπούν στον ελληνικό παραγωγικό κλάδο των τροφίμων, υπάρχουν και άλλες που δημιούργησαν θυγατρικές εταιρείες, όπως είναι η Warner Lambert, η οποία από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 δημιούργησε στον τομέα των ζαχαρωδών προϊόντων την Adams ΑΕ και σήμερα ονομάζεται Warner Lambert ΑΕ και οι πωλήσεις της το 1997 υπερέβησαν τα 20 δισεκατομμύρια δραχμές και τα κέρδη της πλησίασαν το 1 δισεκατομμύριο ­ η CPC Hellas ΑΒΕΕ, πρώην Knorr ΑΕ, οι πωλήσεις της οποίας πέρυσι ανήλθαν στα 9,1 δισεκατομμύρια και τα κέρδη της στα 958 εκατομμύρια και η Credin Hellas ΕΠΕ, που είναι αποτέλεσμα συνεργασίας της δανικής Credin και ελληνικής επιχειρηματικής οικογένειας. Επιτυγχάνουν τεράστια κέρδη


Η ΕλαΪς ΑΕ δημιουργήθηκε το 1920, τότε που η ελληνική βιομηχανία έκανε τα πρώτα ελπιδοφόρα βήματά της. Το 1943, μεσούσης της Κατοχής, το εργοστάσιό της καταστράφηκε και η βιομηχανική μονάδα επαναλειτούργησε το 1947, ώσπου το 1962 η πολυεθνική Unilever την αξιολόγησε τόσο όσο για να συμμετάσχει στο μετοχικό της κεφάλαιο. Και το 1982 ­ όταν το πρώτο μεταπολεμικό κύμα των εξαγορών και των συγχωνεύσεων άρχισε να σαρώνει την ευρωπαϊκή αγορά ­ η πολυεθνική απέκτησε το 51% των μετοχών, ανέλαβε τη διοίκησή της και άρχισε την εισαγωγή και άλλων προϊόντων του ομίλου στην ελληνική αγορά.


Από το 1991 ως και το 1995 επενδύθηκαν 4 δισεκατομμύρια δραχμές για τη δημιουργία νέας μονάδας φυσικού εξευγενισμού ελαίων.


Πάντως η Unilever πρέπει να είναι εξαιρετικά… τυχερός όμιλος. Η θυγατρική της, η Ελαΐς ΑΕ, που κατέχει μιαν από τις κυρίρχες θέσεις στην αγορά των ελαιουργικών προϊόντων, πέρυσι κατόρθωσε, αν και είχε εντυπωσιακή μείωση πωλήσεων, να έχει σημαντική αύξηση κερδών. Συγκεκριμένα οι πωλήσεις της το 1997 διαμορφώθηκαν στα 54,1 δισεκατομμύρια δραχμές, έναντι 63,2 δισεκατομμυρίων του 1996, ενώ αντιθέτως τα κέρδη της από 5,7 δισεκατομμύρια το 1996, το 1997 ανήλθαν στα 7,5 δισεκατομμύρια δραχμές.


Η άλλη μεγάλη βιομηχανία του κλάδου τυποποίησης και παραγωγής ελαιουργικών προϊόντων, η Μινέρβα ΑΕ, έχει μεγαλύτερη ηλικία της Ελαΐδος, αφού δημιουργήθηκε στην αυγή του αιώνα, μόλις το 1902. Τη νομική μορφή της ανωνύμου εταιρείας την απέκτησε το 1971, ενώ το 1977 το 100% των μετοχών της πέρασε στην αγγλική εταιρεία Paterson Zochonis Pic, με έδρα το Μάντσεστερ και δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο.


Το 1997 σίγουρα δεν ήταν καλή χρονιά για τον κλάδο των ελαιουργικών προϊόντων, αφού οι πωλήσεις της μειώθηκαν και από κέρδη το 1996 πέρασε σε ζημίες. Ετσι πέρυσι οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 18,2 δισεκατομμύρια δραχμές, έναντι 19,5 δισεκατομμυρίων του 1996 και από κέρδη 175 εκατομμυρίων, το 1997 παρουσίασε ζημίες ύψους 1,3 δισεκατομμυρίων δραχμών.


Ο γνωστός παπαγάλος του καφέ παραπέμπει κατευθείαν στην εταιρεία Λουμίδης ΑΕ. Ηταν το 1919 όταν οι τρεις αδελφοί Λουμίδη άνοιξαν στον Πειραιά ­ ο οποίος λίγα χρόνια πριν είχε πάρει τα σκήπτρα του πρώτου εμπορικού λιμανιού της χώρας από τη Σύρο ­ το πρώτο τους κατάστημα. Το 1974 δημιουργείται το εργοστάσιο και με αφετηρία το 1979 αρχίζει η δραστηριοποίηση της εταιρείας και σε άλλους κλάδους προϊόντων διατροφής.


Το 1987 ο πολυεθνικός κολοσσός της Nestle, τα προϊόντα του οποίου από το 1910 έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα, απέκτησε τον «παπαγάλο» του Λουμίδη, αφού εξαγόρασε την εταιρεία. Η παρουσία της Nestle στην ελληνική αγορά τροφίμων είναι εξαιρετικά σημαντική και εκτείνεται σε πολλές κατηγορίες ειδών διατροφής· μεταξύ των άλλων δραστηριοποιείται στις κατηγορίες του εγκυτιωμένου γάλακτος, καφέ, σοκολάτας, προϊόντων μαγειρικής, παιδικών τροφών και μεταλλικού νερού.


Παραγωγική δραστηριότητα απέκτησε το 1975. Από το 1973 ίδρυσε τη Nestle Ελλάς ΑΒΕ, στην οποία την πλειοψηφία των μετοχών κατείχε η Nestle SA. Σήμερα το 70% της Βιομηχανίας Γάλακτος Nestle ΑΒΕ ελέγχεται από τη Nestle SA και το 30% από 17 Ενώσεις Γεωργικών Συνεταιρισμών. Ιδιαίτερη αίσθηση όμως η παρουσία της στον κλάδο των τροφίμων έγινε το 1987, όταν απέκτησε τη Λουμίδης ΑΕ, μια εταιρεία που η απαρχή της χρονολογείται από το 1919 και διέθετε δύο εργοστάσια, καφέ και σοκολάτας. Η Λουμίδης ΑΕ πλέον μετονομάστηκε σε Nestle Ελλάς ΑΒΕ, οι πωλήσεις της οποίας το 1997 ανήλθαν στα 71,2 δισεκατομμύρια δραχμές, έναντι 66,9 δισεκατομμυρίων το 1996, ενώ τα κέρδη της από 11,6 δισεκατομμύρια το 1996 ανήλθαν στα 14,8 δισεκατομμύρια δραχμές.


Το 1987 η Tasty Foods ΑΕ, που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, εξαγοράστηκε από την Pepsico Foods International και ως το 1992 επενδύθηκαν για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και του δικτύου διανομής της περί τα 8 δισεκατομμύρια δραχμές. Το 1993 η Pepsico, που το 1992 απέκτησε και την Best Foods ΑΕ, συγχώνευσε τις δύο εταιρείες.


Στη διάρκεια του 1997 οι πωλήσεις της Tasty Foods ΑΒΓΕ κινήθηκαν στα επίπεδα των περίπου 19 δισεκατομμυρίων δραχμών, έναντι 18,3 δισεκατομμυρίων το 1996. Η δεκαετία των μεγάλων αλλαγών


Το 1989 μια παλαιά εταιρεία, η Βιαμύλ ΑΕ, που από το 1926 δραστηριοποιείται στον κλάδο παραγωγής πρώτων υλών για τη βιομηχανία των τροφίμων, αποκτάται από τη βελγικών συμφερόντων πολυεθνική εταιρεία Amylum, η οποία το 1996 μετονομάστηκε Amylum Hellas ΑΕ. Οι πωλήσεις της στη διάρκεια του 1997 ανήλθαν στα 8,7 δισεκατομμύρια έναντι 9 δισεκατομμυρίων του 1996, ενώ τα κέρδη της από 500 εκατομμύρια το 1996 έπεσαν στα 95 εκατομμύρια το 1997.


Το 1991 η Misko ΑΕ, η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία ζυμαρικών, που η ύπαρξή της χρονολογείται από τη δεκαετία του 1920 ­ δημιουργήθηκε το 1925 ­ άλλαξε για δεύτερη φορά χέρια. Η πρώτη ήταν το 1953, με τη διαφορά όμως ότι τώρα πέρασε στην ιδιοκτησία της ιταλικής Barilla Spa Italy, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ζυμαρικών στον κόσμο, με πωλήσεις πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δραχμών κάθε χρόνο. Στη διάρκεια του 1996 οι πωλήσεις της ήταν 9,5 δισεκατομμύρια και παρουσίασε ζημίες ύψους 756 εκατομμυρίων δραχμών. Λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει υπάρχει γενικότερος προβληματισμός αν η εταιρεία θα προχωρήσει σε νέα επένδυση ή θα αποχωρήσει παραγωγικά από την Ελλάδα.


Επίσης το 1991 μια σχετικά «νεαρή» εταιρεία, αφού η ίδρυσή της χρονολογείται από το 1969, η Βιομηχανία Κονσερβών Κωπαΐδος ΑΕ, όπως λεγόταν τότε, πέρασε στην ιδιοκτησία της μεγάλης αμερικανικής πολυεθνικής εταιρείας Heinz, που είναι και ο μεγαλύτερος αμιγής όμιλος τροφίμων στον κόσμο. Και από το 1995 εκτός από την παραγωγική δραστηριότητα ασχολείται και με το εισαγωγικό εμπόριο προϊόντων της μητρικής της εταιρείας, αλλάζοντας παράλληλα την επωνυμία της σε Κωπαΐς ΑΒΕΕ Τροφίμων και Ποτών. Στον τελευταίο ισολογισμό της παρουσίασε πωλήσεις ύψους 8,8 δισεκατομμυρίων και κέρδη ύψους 1,03 δισεκατομμυρίου δραχμών.


Η Agroinvest ΑΕ, εταιρεία που δημιουργήθηκε από έλληνες και λιβανέζους επιχειρηματίες και άρχισε να λειτουργεί το 1982, περιήλθε το 1991 στον πλήρη έλεγχο της γαλλικής κοινοπραξίας Thomson – Credit Lyonnais, στο πλαίσιο των επενδύσεων που είχε αναλάβει να προχωρήσει η Γαλλία στην Ελλάδα μετά την αγορά των γαλλικών αεροσκαφών. Από το 1994 ανήκει στον όμιλο Cdr & Thomson – Csf. Το 1996 οι πωλήσεις της ήταν 14,7 δισεκατομμύρια δραχμές και παρουσίασε ζημίες ύψους 818 εκατομμυρίων δραχμών.


Η βιομηχανία τροφίμων όμως που έχει να επιδείξει εντυπωσιακή βαλκανική δραστηριότητα (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία) και στην οποία η πολυεθνική συμμετοχή είναι μειοψηφική είναι η γαλακτοβιομηχανία Δέλτα ΑΕ. Η ιστορία της ­ διαθέτει και «προϊστορία» ­ ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 1950, τότε που ανοίγει ο νέος κύκλος ζωής της ελληνικής βιομηχανίας. Το 1965 πέρασε από το στάδιο της βιοτεχνίας σε αυτό της βιομηχανίας, μπαίνοντας σιγά σιγά από τη μια στην άλλη κατηγορία των γαλακτοκομικών προϊόντων, έτσι ώστε όταν το 1993 ο γαλλικός όμιλος Danone την επέλεξε για συνεργάτη, συμμετέχοντας με 10% στο μετοχικό της κεφάλαιο, ήταν ήδη μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες. Το 1994 η συμμετοχή της Danone ανήλθε στο 20%. Στη διάρκεια του 1997 οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 78 δισεκατομμύρια δραχμές, έναντι 72 δισεκατομμυρίων του 1996 και τα κέρδη της από 3,4 δισεκατομμύρια το 1996 πέρυσι ανήλθαν στα 3,6 δισεκατομμύρια δραχμές.


Μπορεί η εταιρεία Bravo να δημιουργήθηκε το 1950 αλλά η παρουσία του καφεκοπτείου και του σήματός της στην αγορά χρονολογείται από το 1923, ενώ το 1953 άρχισε η συσκευασία του φρέσκου καφέ. Ως και το 1993 έδωσε με επιτυχία τη «μάχη της συσκευασίας», έχοντας την ανάλογη ανταπόκριση από τους καταναλωτές. Ετσι όταν το 1995 μεταβιβάστηκε, σε δύο στάδια, στην ολλανδική εταιρεία Sara Lee/De NV κατείχε σημαντική θέση στην αγορά. Η Sara Lee Corporation των ΗΠΑ, μητρική της Sara Lee/De NV, είναι η πέμπτη μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων των ΗΠΑ. Στη διάρκεια του 1997 οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 7,3 δισεκατομμύρια έναντι 12,4 δισεκατομμυρίων της προηγούμενης υπερδωδεκάμηνης χρήσης και τα κέρδη της πέρυσι ήταν 1,35 δισεκατομμύριο έναντι περίπου 2 δισεκατομμυρίων της προηγούμενης 18μηνης χρήσης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version