Η μετέωρη θέση των Πομάκων

ταυτότητες Η μετέωρη θέση των Πομάκων Μια φαντασιακή κοινότητα, τα συναισθήματα φόβου και ντροπής, οι πρακτικές της σιωπής ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ «Εμείς οι Πομάκοι εδώ ζούμε σαν όνειρο, γεννιόμαστε, πεθαίνουμε, τίποτε δεν καταλαβαίνουμε!» Το βιβλίο της Φωτεινής Τσιμπιρίδου αποτελεί μια ανθρωπολογική μελέτη που αφορά κατά κύριο λόγο την κατασκευή των κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων αλλά και την

Η μετέωρη θέση των Πομάκων

«Εμείς οι Πομάκοι εδώ ζούμε σαν όνειρο, γεννιόμαστε, πεθαίνουμε, τίποτε δεν καταλαβαίνουμε!»


Το βιβλίο της Φωτεινής Τσιμπιρίδου αποτελεί μια ανθρωπολογική μελέτη που αφορά κατά κύριο λόγο την κατασκευή των κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων αλλά και την εν τη γενέσει της εθνοτική ταυτότητα των σλαβόφωνων μουσουλμάνων, των επονομαζομένων Πομάκων, της ορεινής Ροδόπης. Η μελέτη στηρίζεται σε μακρόχρονη επιτόπια έρευνα που έγινε κατά την περίοδο 1986-1995 αλλά και σε ιστορική, ανθρωπολογική και κοινωνιολογική βιβλιογραφία σχετικά με τους Πομάκους άλλων περιοχών. Με βάση τη βιβλιογραφία αυτή η συγγραφέας επιχειρεί μια σειρά συγκρίσεις ανάμεσα στους Πομάκους της ορεινής Ροδόπης και σε εκείνους της Ξάνθης και της Βουλγαρίας. Στην ανάλυσή της των εθνοτικών, θρησκευτικών και έμφυλων ταυτοτήτων η Τσιμπιρίδου δεν περιορίζεται στη διερεύνηση των πολιτισμικών κατηγοριών αλλά επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι ταυτότητες αυτές δομούνται από συγκεκριμένες ­ ιστορικά διαμορφωμένες ­ σχέσεις εξουσίας. Με άλλα λόγια, η μελέτη αυτή των ταυτοτήτων στους σλαβόφωνους μουσουλμάνους επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο τη θεωρητική προβληματική περί ρευστότητας και πολιτικής χρήσης των ταυτοτήτων.



Η εξάρτηση από εξωγενείς εξουσίες οι οποίες συνδέονται με την κατοχή γνώσης και η εσωτερίκευση του στίγματος έχουν αποτέλεσμα οι σλαβόφωνοι αυτοί μουσουλμάνοι να βιώνουν την «πομάκικη» ταυτότητα με συναισθήματα φόβου και ντροπής, μέσα από πρακτικές σιωπής. Πρόκειται για τη βάση γύρω από την οποία συγκροτούνται οι ταυτότητες στις κοινότητες αυτές της ορεινής Ροδόπης και επομένως τον κεντρικό άξονα της ανάλυσης της Φωτεινής Τσιμπιρίδου. Δεν είναι τυχαίο ότι η καθυστερημένη ανάδυση και διεκδίκηση μιας εθνοτικής πομάκικης ταυτότητας, μιας πομάκικης φαντασιακής κοινότητας, συνδέεται με την απεμπλοκή από αυτά τα συναισθήματα φόβου και ντροπής. Βεβαίως ακόμη και αυτή η πομάκικη ταυτότητα είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ετεροπροσδιορισμένη, μέρος μιας ελληνικής εθνικιστικής πολιτικής η οποία ασκείται από ιδιώτες και συλλόγους και λειτουργεί σε αντιστάθμισμα της αντίστοιχης τουρκικής εθνικιστικής πολιτικής στην περιοχή. Βασιζόμενη στις θεωρίες του Ρ. Bourdieu για το habitus, η συγγραφέας δείχνει πώς οι σχέσεις κυριαρχίας εγγράφονται στο σώμα των Πομάκων. Η σιωπή και το βλέμμα αποτελούν τους κύριους κώδικες επικοινωνίας. Στις κοινότητες αυτές της σιωπής δοκιμάζονται τα όρια της εθνογραφικής έρευνας αλλά και γραφής: «Πώς να μεταφέρω εδώ με τον γραπτό λόγο τα σιωπηρά παιχνίδια των παιδιών, την απουσία της φωνής τους στην τάξη του σχολείου, όπου η μόνη φωνή που αντηχεί είναι εκείνη του δασκάλου-χότζα· αφού τα παιδιά δεν μιλούν ούτε τα ελληνικά ούτε τα τούρκικα, η διδασκαλία χάνεται στον αέρα. Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα».


Οι κώδικες σιωπής και βλέμματος προκύπτουν από ένα σύστημα κοινωνικού ελέγχου όπου μαγεία, θρησκεία και συλλογικό φαντασιακό εμπλέκονται. Παραμύθια, παράξενες ιστορίες, όνειρα αλλά και σύγχρονα τραγούδια του ανεκπλήρωτου έρωτα αναλύονται με βάση τις σχέσεις εξουσίας (θρησκευτικής και κοσμικής), τα συναισθήματα φόβου και ντροπής, τη μετέωρη, περιθωριακή θέση των Πομάκων της ορεινής Ροδόπης, το κοινωνικό παιχνίδι στα όρια της ζήλιας και της δύναμης. Σε μια κοινωνία όπου οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα είναι ασύμμετρες, όπως και σε άλλες κοινωνίες, οι ηλικιωμένες είναι οι μόνες γυναίκες οι οποίες κατέχουν μια μορφή δύναμης/γνώσης παράλληλα με εκείνη των χοτζάδων. Χαρακτηριστικό αυτής της ασυμμετρίας είναι το ότι οι άνδρες, ιδιαίτερα εκείνοι που είναι μαγεμένοι, έχουν τη δυνατότητα να υπερβαίνουν τα όρια, να παραβιάζουν τους κανόνες της επίσημης κοινωνικής τάξης πίνοντας οινοπνευματώδη, ξεπερνώντας τα σύνορα, πηγαίνοντας με «ξένες» γυναίκες και γενικότερα προκαλώντας τις τοπικές, πολιτικές και θρησκευτικές αρχές. Η αντίσταση αυτή είναι ανδρικό προνόμιο αφού οι γυναίκες σε παρόμοιες περιπτώσεις στρέφονται εναντίον του ίδιου τους του εαυτού και η παραβίαση της αρμόζουσας κοινωνικότητας δεν παίρνει τη μορφή εναντίωσης στο κοινωνικό σύστημα αλλά φυγής σε έναν άλλον κόσμο. Πρόκειται μάλλον για ένα είδος «μειονοτικού» ανδρισμού, σε αντίθεση με έναν «πλειονοτικό», όπως προέκυψε από δική μου έρευνα σε ελληνόφωνους χριστιανούς της Αθήνας και του Πειραιά.


Η σύνδεση σχέσεων εξουσίας, εθνοτικών ταυτοτήτων, έμφυλων ταυτοτήτων, συναισθημάτων και φαντασιακού και η διεισδυτική ανάλυσή τους αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, τα κυριότερα προτερήματα του βιβλίου αυτού, τα οποία είναι αποτέλεσμα τόσο της μακρόχρονης επιτόπιας έρευνας όσο και της ευαίσθητης, αναστοχαστικής ματιάς της συγγραφέως. Οπως η ίδια παρατηρεί, η Τσιμπιρίδου διαφέρει από τους Πομάκους διότι ανήκει στην κυρίαρχη ομάδα των ελληνόφωνων χριστιανών της Θράκης αλλά και ταυτίζεται μαζί τους διότι βρίσκεται σε μια αντίστοιχη μετέωρη κατάσταση. Η εθνογράφος αισθάνεται «ξένο σώμα» απέναντι στους συμπατριώτες της Θρακιώτες που αντιμετωπίζουν ρατσιστικά τους Αλλους αλλά και τους υπόλοιπους Ελληνες που αντιμετωπίζουν με καχυποψία τη συγκατοίκηση χριστιανών – μουσουλμάνων στη Θράκη. Η αλληλεπίδραση πεδίου – ερευνητή υπό το πρίσμα της ιδιότυπης αυτής υβριδικής κατάστασης και η συνακόλουθη υπέρβαση των ορίων επαγγελματικού – προσωπικού, υποκειμενικού – αντικειμενικού βρίσκονται στο κέντρο όχι μόνο της μεταμοντέρνας ανθρωπολογικής θεώρησης αλλά και της ψυχαναλυτικής ανθρωπολογίας. Η Τσιμπιρίδου επιχειρεί να αναλύσει την κοινωνία που μελετά με βάση την ψυχαναλυτική προσέγγιση αλλά και την κονστρουκτιβιστική προσέγγιση των συναισθημάτων. Κατά τη γνώμη μου, όμως, το πλούσιο υλικό που διαθέτει θα άξιζε μια παραπέρα επεξεργασία η οποία θα συνέβαλλε στον δύσκολο διάλογο ανθρωπολογίας και ψυχανάλυσης, ο οποίος, ας σημειώσουμε, είναι ανύπαρκτος στην Ελλάδα. Προς αυτή την κατεύθυνση πιστεύω ότι η διερεύνηση των ιθαγενών «ψυχαναλυτικών» όρων, της ιθαγενούς «μεταψυχολογίας», την οποία έχουν ήδη ξεκινήσει γάλλοι ανθρωπολόγοι, σε συνδυασμό με τη θεώρηση των συναισθημάτων ως κοινωνικών κατασκευών, θα μπορούσε να αποβεί πολύ χρήσιμη.


Θα ήταν επίσης ενδιαφέρον μια τέτοια έρευνα να επεκταθεί και σε εκείνους τους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι αναπτύσσουν στρατηγικές ταυτότητας αλλά και επιβίωσης επιλέγοντας και προβάλλοντας ανάλογα με τα συμφέροντά τους το κοινωνικοπολιτισμικό συμφραζόμενο, πότε τη μία και πότε την άλλη εθνοτική, πολιτισμική ταυτότητα. Οι τελευταίοι μπορεί να αντιτίθενται ή να δρουν παράλληλα με τους συνομιλητές της Φ. Τσιμπιρίδου στον ευρύτερο χώρο της Θράκης. Με το πρίσμα των στρατηγικών ταυτότητας αποφεύγεται μια ουσιοκρατική παραδοχή περί αυθεντικού και ψευδούς η οποία μπορεί να λανθάνει πίσω από τη ρητή ή και υπόρρητη υιοθέτηση των εννοιών ετεροπροσδιορισμός/αυτοπροσδιορισμός ως απόλυτα διακριτών, αντιθετικών κατηγοριών. Η παρατήρηση αυτή αφορά γενικότερα τις μελέτες των μειονοτικών, περιθωριοποιημένων ταυτοτήτων. Ωστόσο στην παρούσα μελέτη ο σκόπελος αυτός αποφεύγεται αφού η συγγραφέας δεν υιοθετεί την αντίθεση αυτή.


Εν κατακλείδι, το βιβλίο της Τσιμπιρίδου είναι σημαντικό από επιστημονική ή/και πολιτική άποψη και θα άξιζε να μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα. Η συγγραφέας με μεθοδικότητα και νηφαλιότητα παράγει γνώση εναντίον της εθνικιστικής μυθολογίας η οποία στηρίζεται στην αντίληψη περί των εθνοτικών, πολιτισμικών ταυτοτήτων ως αναλλοίωτων, εγγενών «ανθρώπινων» ουσιών.


Ο κ. Κώστας Γιαννακόπουλος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος και διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version