Κομμάτια και θρύψαλα
Η ιστορία φαντάζει γνώριμη και μάλλον συνηθισμένη: η προσπάθεια μιας φτωχής και πολλαπλώς κακοποιημένης μετανάστριας να βρει τον εαυτό της και τον δρόμο της στις αντίξοες συνθήκες μιας ξένης χώρας γίνεται αφορμή για μια λεπτομερή ανασύνθεση του παρελθόντος της με στόχο την καλύτερη κατανόηση των όσων της συμβαίνουν στο παρόν. Η αναδρομή ξεκινάει από τη γέννηση της ηρωίδας, διατρέχει τα χρόνια που μεσολαβούν και φθάνει ως το αφηγηματικό παρόν, από το οποίο ορισμένα επεισόδια ενθέτονται στη βασική αφήγηση δίχως να την επηρεάζουν σοβαρά. Ως εδώ το βιβλίο δεν απέχει πολύ από την απλή προσωπική μαρτυρία, πεζογραφικό είδος καθ’ όλα σεβαστό, από το οποίο όμως λείπουν ο πλούτος, η πολυσημία και οι μορφολογικές αναζητήσεις που προικίζουν μια συνηθισμένη αφήγηση με τον τιμητικό, γιατί όχι; τίτλο του μυθιστορήματος.
Ωστόσο η Αλμπα Αμπερτ καθηγήτρια ψυχογλωσσολογίας με σπουδές στο Χάρβαρντ με ιστορικό παρόμοιο, αν όχι ταυτόσημο, με της Μπλάνκα, της ηρωίδας της, κατορθώνει να διατηρήσει την απαραίτητη απόσταση από το πρωτογενές υλικό της, κάτι που, εκτός ίσως από την ίδια, σίγουρα διασώζει και το μυθιστόρημά της. Η επιλογή του τρίτου προσώπου, σε μια ιστορία που από τη φύση της έλκει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αποδεικνύεται σωτήρια: είναι τέτοια η δραματικότητα των ίδιων των γεγονότων, τόση η σκληρότητα και η βία που αποπνέουν οι περισσότερες σκηνές του βιβλίου, ώστε το σύνολο θα κινδύνευε να απορροφηθεί από την ίδια του τη βαρύτητα.
Πιο συγκεκριμένα: η μικρή Μπλάνκα, γεννημένη στο εξαθλιωμένο περιβάλλον μιας παραγκούπολης του Πουέρτο Ρίκο, θα χάσει πολύ νωρίς τη μάνα της, έτσι που η φροντίδα για την ανατροφή της θα περάσει στα χέρια διαφόρων αδιάφορων συγγενών, λόγω και της απροθυμίας του πατέρα της να αναλάβει την ευθύνη της. Επειτα από αρκετές περιπλανήσεις θα καταλήξει στα χέρια της γιαγιάς της, της δαιμόνιας και σαδίστριας Πακίτα. Μαζί της θα περάσει πολλά και βασανιστικά χρόνια, αρχικώς στο Πουέρτο Ρίκο, στη συνέχεια στο γκέτο της Νέας Υόρκης και έπειτα πάλι πίσω στο Πουέρτο Ρίκο. Η προσωπικότητα και η μορφή της Πακίτα θα τη σημαδέψουν ανεξίτηλα, τόσο ώστε ακόμη και η προσπάθειά της να γλιτώσει από εκείνη δεν θα έχει άλλο αποτέλεσμα από το να βρεθεί στα χέρια του αρσενικού αντίστοιχού της, ενός καταπιεστικού, βίαιου και θρασύδειλου συζύγου. Η σωτηρία θα έρθει με τον χωρισμό της και την οριστική μετανάστευσή της στις ΗΠΑ, όπου θα προσπαθήσει να βρει καταφύγιο και παρηγοριά στις σπουδές, στο πνεύμα και στην καλλιέργεια. Ο εφιάλτης ωστόσο από τη φρίκη του παρελθόντος εμμένει και στοιχειώνει τις ημέρες και τις νύχτες της.
Στο αφηγηματικό παρόν βρίσκουμε την Μπλάνκα να νοσηλεύεται σε κάποια ιδιωτική κλινική της Νέας Υόρκης ύστερα από μια απόπειρας αυτοκτονίας. Οι κατακλυσμιαίες μνήμες γίνονται η οπή από την οποία περνάμε στο παρελθόν της, απ’ όπου αναδύονται σωρευμένα τραύματα και απώλειες. Η περιγραφή των παιδικών της χρόνων στην παραγκούπολη του Πουέρτο Ρίκο, μα και στο γκέτο της Νέας Υόρκης στη συνέχεια, κατακλύζεται από την πληθωρική παρουσία μιας διαλυμένης οικογένειας, στην κεφαλή της οποίας δεσπόζει η αυταρχική, μα και γκροτέσκα μορφή της Πακίτα. Τα δεινά, ψυχικά και σωματικά, που βρίσκουν την ορφανή Μπλάνκα στα χέρια της γιαγιάς της φέρνουν στον νου τα παιδικά παραμύθια με την κακή μητριά μάγισσα, μόνο που, σε αντίθεση με τα παραμύθια, η λύτρωση στη ζωή της Μπλάνκα μοιάζει να μην έρχεται ποτέ. Οι παραστατικές περιγραφές της ζωής με τη γιαγιά Πακίτα, ειδικότερα κατά την αφήγηση της πρώτης παιδικής ηλικίας της ηρωίδας, είναι ίσως το δυνατότερο κομμάτι του βιβλίου, από το οποίο παίρνουμε και μια συνολικότερη εικόνα της ζωής των φτωχών στρωμάτων του Πουέρτο Ρίκο, της πολιτισμικής στάθμης και της κουλτούρας τους.
Στη συνέχεια ωστόσο, καθώς το μικρό κορίτσι δίνει τη θέση του στην ελκυστική νέα γυναίκα, η αφήγηση βαραίνει υπερβολικά, μέχρι του σημείου να γίνεται δυσάρεστη. Κι αυτό διότι η συγγραφέας δεν καταφέρνει πάντοτε να έχει την απαραίτητη ψύχραιμη εποπτεία του υλικού της, με αποτέλεσμα την ατέρμονη διαδοχή βίαιων και αρνητικών σκηνών, δίχως κάτι τέτοιο να δικαιολογείται από την οικονομία της αφήγησης. Αυτό είναι δε και το μεγαλύτερο ελάττωμα του βιβλίου, που οφείλεται εν πολλοίς στην αδυναμία της συγγραφέως να επιλέξει μέσα από μια σειρά τραυματικών βιωμάτων εκείνα που θα αντιπροσώπευαν και θα εξέφραζαν το δράμα της ηρωίδας της, δίχως να υποβάλλεται ο αναγνώστης στην κουραστική και, συχνά, ψυχοφθόρα διαδικασία των επάλληλων χτυπημάτων.
Σε αυτό το σημείο η γλαφυρή, παιγνιώδης και ενίοτε ρέπουσα προς τη γραφικότητα μετάφραση του Παύλου Μάτεσι γίνεται αναπάντεχος αρωγός του κειμένου, εξισορροπώντας σε μεγάλο βαθμό το υπερβολικά δραματικό ύφος του. Και αν σε ό,τι αφορά το περιγραφικό και ψυχογραφικό κομμάτι του βιβλίου η μεταφραστική αυτή επιλογή απλώς δικαιώνεται εκ των υστέρων από τη λειτουργία της ως αντίβαρου, σε ό,τι αφορά αμεσότερα κομμάτια της αφήγησης π.χ. τα φοβερά βρισίδια της Πακίτα βρίσκει απολύτως τον στόχο της και χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές σπαρταριστής απόλαυσης.
Ο κ. Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Το σύνδρομο της Μαργαρίτας».
