Σκηνικά θεάτρου και ζωής

έκθεση Σκηνικά θεάτρου και ζωής Με αφορμή την παρουσίαση της σκηνογραφικής δουλειάς του Σπύρου Βασιλείου, του Νίκου Νικολάου και του Νίκου Εγγονόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής «Το Βήμα» μιλάει με τις κυρίες που συντρόφευσαν τη ζωή και τη σκέψη τους για τον τρόπο δουλειάς τους και για την καθημερινότητά τους ΚΑΤΙΑ ΑΡΦΑΡΑ Σπύρος Βασιλείου, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Νικολάου: τρεις διαφορετικοί σκηνικοί κόσμοι,

Σκηνικά θεάτρου και ζωής






Σπύρος Βασιλείου, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Νικολάου: τρεις διαφορετικοί σκηνικοί κόσμοι, τρεις ιδιότυπες σκηνογραφικές προτάσεις που γεννήθηκαν παράλληλα με τη ζωγραφική δράση των δημιουργών τους, ψηφίδες όλες των πνευματικών αναζητήσεων της γενιάς του ’30. Με ρίζες γερές στον κόσμο της βυζαντινής παράδοσης, της λαϊκής τέχνης και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας αλλά και με το αρχαίο δράμα να αποτελεί μία από τις βασικές συνιστώσες του προβληματισμού τους. Τη συμβολή τους στη διαμόρφωση της όψης του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου ανιχνεύει η έκθεση που εγκαινιάζεται στις 28 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών υπό τον τίτλο «Ζωγραφική για το θέατρο», τον ίδιο που «στέγασε» την περασμένη χρονιά τις σκηνικές προτάσεις τριών άλλων ζωγράφων-σκηνογράφων της γενιάς του ’30: του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιάννη Μόραλη και του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.


«Η ζωή και το έργο τους» όπως γράφει χαρακτηριστικά η επιμελήτρια της έκθεσης, τεχνοκριτικός Εφη Ανδρεάδη, στον κατάλογο που θα συνοδεύσει την έκθεση «μπορεί να διαγράφουν κύκλους που κάποτε τέμνονται, κινούνται όμως σε τελείως άλλες κατευθύνσεις. Τα κοινά σημεία τομής είναι η συμμετοχή τους στα ίδια κέντρα επιρροής της εποχής τους όπως το Θέατρο Τέχνης (Κάρολος Κουν), το Ελληνικό Χορόδραμα (Ραλλού Μάνου), το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Σωκράτης Καραντινός) και η σχέση τους με τους πυρήνες που δημιουργούν γύρω τους προσωπικότητες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Φώτης Κόντογλου, ο Δημήτρης Πικιώνης ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Αυτά όμως τα κέντρα και οι πυρήνες που δρουν γύρω τους δεν τους παρέσυραν ποτέ έξω από το προσωπικό τους όραμα, την ιδιοτυπία του έργου τους και τελικά το αναγνωρίσιμο ύφος τους». Η έκθεση θα περιλαμβάνει σχέδια και τρισδιάστατες μακέτες, σκηνικά αντικείμενα, κοστούμια, φωτογραφικό υλικό και ταπισερί, με το παλαιότερο και το νεότερο έκθεμα να ανήκουν στο εντυπωσιακό σε όγκο έργο του Σπύρου Βασιλείου: πρόκειται για τη μακέτα σκηνικού του «Κατά φαντασίαν ασθενούς» που ανέβηκε το 1933 στο θέατρο «Ολύμπια» και για τη μακέτα σκηνικού για τη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» που παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο το 1982. Η έκθεση ωστόσο των σκηνικών αυτών «ντοκουμέντων» δεν θα ήταν σήμερα εφικτή αν δεν είχαν καταφέρει να τα διασώσουν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι τρεις σύντροφοί τους: η Κική Βασιλείου, η Λένα Εγγονοπούλου και η Αγγέλα Νικολάου.


Σπύρος Βασιλείου Οι παράλληλοι βίοι σκηνογραφίας και ζωγραφικής


Ηταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν η κυρία Κική Βασιλείου βρέθηκε στο ορεινό εκείνο χωριό της Κρήτης «με τα μικρά δρομάκια και τις κληματαριές» μόνο και μόνο για να φορτώσει ως απάνω με κιούπια που έφτιαχναν οι ντόπιοι το φορτηγό που είχε φέρει μαζί της από την Αθήνα. «Τα κιούπια τα ήθελε ο Σπύρος για την “Ηλέκτρα” που γύριζε εκείνο τον καιρό ο Μιχάλης Κακογιάννης» θυμάται σήμερα η κυρία Βασιλείου και ανασηκώνεται για να μας δείξει μία ακόμη φωτογραφία του Σπύρου. Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατο του μπαρμπα-Σπύρου και τίποτε στο σπίτι τους, σε αυτό το δρομάκι πίσω από την Ακρόπολη, δεν μοιάζει να έχει αλλάξει. Φορτωμένοι οι τοίχοι με πίνακες και γεμάτες οι ξύλινες κασέλες με κάθε είδους «ντοκουμέντα». «Ιλια, πρέπει να τα αρχειοθετήσουμε κι αυτά» λέει κάθε τόσο στη θεατρολόγο Ιλια Λακίδου που ταξινόμησε τη δουλειά του για το θέατρο. Και εκεί που μας μιλάει για τον κόσμο που πηγαινοερχόταν κάθε ημέρα στο ατελιέ του, βλέπει το δίπλωμά του από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με βαθμό «Καλώς»(!) το 1926. «Δεν θέλω να κάνω τίποτε άλλο παρά μόνο να ζωγραφίζω» την είχε προειδοποιήσει όταν την παντρεύτηκε ­ «την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, στο σαλόνι του σπιτιού μας, μια και δεν μπορούσαμε να πάμε στον Αγιο Διονύσιο, με τους φίλους να κοιμούνται μαζί μας το βράδυ αφού είχε απαγορευθεί η κυκλοφορία» ­ και δεν άργησε να καταλάβει τι εννοούσε. «Στις δουλειές που έκανε για το θέατρο εγώ ήμουν τα… κοστούμια! Μόλις έκανε τις μακέτες έτρεχα να βρω τα υφάσματα που γύρευε ­ θυμάμαι τότε που είχαν βγει οι αλατζάδες πόσο του άρεσαν ­, να τα εγκρίνει και ύστερα να τα στείλω στο εργαστήριο. Θυμάμαι ακόμη τον Γιάννη Τσαρούχη να θυμώνει, τότε που ήμασταν μαζί στο Χορόδραμα της Μάνου, κάθε φορά που τον ρωτούσαν γιατί τρέχει. “Ο Σπύρος έχει την Κική, εγώ όμως; ” έλεγε κάθε τόσο».



Για τον Βασιλείου το θέατρο βάδιζε σε όλη του τη ζωή παράλληλα με τη ζωγραφική του και ο απολογισμός των σκηνογραφιών του ­ περισσότερες από 100 συνεργασίες με θέατρα κρατικά και ελεύθερα ­ είναι από μόνος του αρκετός για να το επιβεβαιώσει. Πόσο μάλλον όταν η πρώτη του δουλειά για το θέατρο γίνεται το 1929, τη χρονιά που ο Φώτος Πολίτης τον καλεί για να σκηνογραφήσει τα «Κορακιστικά» του Ιάκωβου Ρίζου-Νερουλού στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου. «Ο Πολίτης είχε δει το εξώφυλλο που είχε κάνει ο Σπύρος με τον Παπαδιαμάντη στα “Ελληνικά Γράμματα”. “Φωνάξτε μου τον Βασιλείου” είπε τότε “γιατί αυτός θα γίνει σκηνογράφος” και έτσι έγινε» λέει η κυρία Βασιλείου και μιλάει για τα δύσκολα βράδια τα πρώτα εκείνα χρόνια που πέρναγε χρωματίζοντας διαφημιστικές γιγαντοαφίσες για κινηματογραφικές ταινίες. Ο Βασιλείου θα συνεργαστεί στα χρόνια που ακολουθούν με τον Σωκράτη Καραντινό, τον Κάρολο Κουν, τον Λίνο Καρζή, τον Τάκη Μουζενίδη, τον Κωστή Μιχαηλίδη, τον Αλέξη Σολομό. «Ηταν καταπληκτικό το πόσο αγαπούσε τους τεχνικούς του θεάτρου» λέει η κυρία Βασιλείου. «Στο τραπέζι τους καθόμασταν για να φάμε μετά τις πρόβες και όχι σε εκείνο των ηθοποιών. Θυμάμαι μια φορά στο “Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας”, που είχε σκηνοθετήσει ο Κουν στο Εθνικό το 1952, πήγαμε στο Μοναστηράκι για να αγοράσει δίχτυα, σκοινιά και υφάσματα ­ του άρεσαν τα παλιά πράγματα, δεν ήθελε καινούργια. Οι τεχνικοί στην αρχή, όταν τους τα έδειξε, νόμιζαν ότι τρελάθηκε αλλά όταν είδαν τη μακέτα μπήκαν αμέσως στο πνεύμα του. Χωρίς να τον ρωτήσουν άρχισαν να στήνουν ένα ολόκληρο δάσος με αυτά τα υλικά. Είχαν τόσο γοητευθεί που τους τσάκωσε να φωτίζουν μόνοι τους το σκηνικό. Θυμάμαι ακόμη πως στην πρεμιέρα, όταν η αυλαία σηκώθηκε, χειροκρότησε όλο το θέατρο».


Ο μπαρμπα-Σπύρος όμως έγραφε κιόλας ­ «οι λογοτέχνες τον προέτρεπαν να αφήσει τα πινέλα» ­ και ίσως γι’ αυτό είχε πάντα έναν τίτλο στο μυαλό του για κάθε έκθεση που ετοίμαζε, σαν ένα είδος σεναρίου που παρίστανε έπειτα με τον χρωστήρα του πάνω στον μουσαμά: «Φώτα και σκιές» (1959), «Κατεδάφιση» (1963), «Το σπίτι που έκλεισε τη θέα τελειωτικά» (1969), «Το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας» (1950). Η αγωνία του για τους «όγκους παγωμένου τσιμέντου, άχρωμους και άγευστους, χαραγμένους στο χαρτί με τον βιαστικό γραμμοσύρτη της προόδου» που εμπόδιζαν, όπως έγραφε, όλο και πυκνότερα τη θέα από τα παράθυρα του σπιτιού του αλλά και η γιορτή που έκαναν κάθε Καθαρή Δευτέρα συντροφιά με όλους τους φίλους τους επιστρέφουν κάθε τόσο στις κουβέντες της κυρίας Βασιλείου. «Κάθε πρωί στις 7 ακριβώς καθόταν μπροστά στο καβαλέτο. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να είναι μόνο σκηνογράφος ­ όλα ήταν στο κεφάλι του και εκφράζονταν κάθε φορά ανάλογα. Δεν υπήρχε τίποτε που να τον τυραννάει» λέει και μας δείχνει καθώς κατεβαίνουμε από το ατελιέ του τρεις πίνακες, «Πρωί», «Μεσημέρι» και «Βράδυ» στην παραλία της αγαπημένης του Ερέτριας: «Βλέπετε αυτό το μπλε της νύχτας; Τον παίδεψε πολύ, δεν ξέρω γιατί, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του».


Νίκος Νικολάου Η μεγάλη αγάπη για το αρχαίο δράμα


«Το αρχαίο θέατρο και η τέχνη του λόγου, η κίνηση, όλα αυτά τα πράγματα, η αρχιτεκτονική, ο κόσμος που τα παρακολουθούσε είναι μαζί, έχουν μια ενότητα και μια εξέλιξη. Γι’ αυτό όταν βλέπεις ανθρώπους σήμερα να κινούνται εκεί μέσα και να φωνάζουν είναι σαν κουρέλια που τα παίρνει ο αέρας. Αν θελήσουμε να κάνουμε τώρα αρχαίο θέατρο μέσα σ’ αυτόν τον χώρο, τα προβλήματά μας πρέπει να ξεκινάνε από το πώς θα σεβαστούμε τον χώρο» έλεγε ο Νίκος Νικολάου στον Διονύση Φωτόπουλο σε μία από τις «ήσυχες συζητήσεις» τους στην Αίγινα και έκανε λόγο για τον Κουν, μια και «οι περισσότεροι από τους άλλους [σκηνοθέτες] δεν ξεκινάνε από μέσα τους, ξεκινάνε από μια θύμηση, είναι σαν να θυμούνται κάτι και να προσπαθούν να το κάνουν, ενώ ο Κουν ξεκινάει από την αίσθησή του». Στο Υπόγειο του Τέχνης ήταν άλλωστε εκεί όπου άρχισε να ασχολείται συστηματικά με το θέατρο σκηνογραφώντας το «Με τα δόντια» του Θόρντον Γουάιλντερ το 1954 ­ εκεί έκανε για πρώτη φορά μάσκες για το θέατρο ­ για να ακολουθήσουν πέντε ακόμη συνεργασίες τους τα επόμενα χρόνια.



Ο Κουν ανήκε άλλωστε στους στενούς φίλους του, όπως και ο Σωκράτης Καραντινός, για τον οποίο σκηνογράφησε τον «Οιδίποδα Τύραννο», τον «Προμηθέα Δεσμώτη» και την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ένα κοινό κατά βάση σκηνικό που για τον Νικολάου συμπύκνωνε τρόπον τινά την «πρόταση» που κατέθεσε πάνω στο αρχαίο δράμα. «Στους Φιλίππους ταξίδευε μόνος του αλλά στην Επίδαυρο πηγαίναμε μαζί» θυμάται σήμερα η σύντροφός του κυρία Αγγέλα Νικολάου και μας μιλάει για τη σκηνογραφία του στις «Εκκλησιάζουσες» που ανέβασε το 1971 το Εθνικό και για την αγάπη που είχε για το θέατρο «και μάλιστα το αρχαίο θέατρο». Στη δουλειά του η κυρία Νικολάου δεν μετείχε ποτέ. «Μου άρεσε όμως να του κάνω παρέα όταν ζωγράφιζε» λέει και μας μιλάει για το σπίτι τους στην Αίγινα όπου εγκαταστάθηκαν το 1960 ­«στην αρχή ο Νίκος είχε στο νησί μόνο ένα ατελιέ το οποίο επισκεπτόμασταν τα Σαββατοκύριακα» ­, για το φως της Αίγινας που τόσο αγαπούσε, για τους φίλους που έρχονταν και γέμιζαν την αυλή, για τον Γιάννη Μόραλη, τον αδελφικό του φίλο που την επισκέπτεται ακόμη…


Νίκος Εγγονόπουλος Ο υπερρεαλισμός επί σκηνής


Μπορεί η ζωγραφική και η σκηνογραφία να πλέουν αδιαχώριστες στο σύμπαν του Νίκου Εγγονόπουλου, έτσι καθώς το θεατρικό στοιχείο εισχωρεί στις εικαστικές του συνθέσεις και τα τυπικά ζωγραφικά μοτίβα του ανάγονται σε στοιχεία σκηνικά, το θέατρο ωστόσο δεν κατείχε ποτέ για τον δημιουργό θέση ισότιμη με τη ζωγραφική πράξη. «”Είμαι ζωγράφος, ποιητής, καθηγητής του Πολυτεχνείου” έλεγε όταν ήθελε να μιλήσει για την ουσία της ζωής του» θυμάται η κυρία Λένα Εγγονοπούλου. «Θέατρο έκανε από ανάγκη οικονομική, για να βγάλει χρήματα, αλλά τη ζωγραφική του δεν την εμπορεύθηκε ποτέ ­ ούτε τα χρόνια που είχε έναν πενιχρό μισθό, ως επιμελητής, από το Πολυτεχνείο. Ηταν θέση ζωής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν είχε δεχθεί ποτέ να κάνει προσωπογραφίες κατά παραγγελία. Δεν ήθελε να υποτάσσεται στον έλεγχο των πλουσίων». Μεσημέρι μιας Δευτέρας στο ατελιέ του Νίκου Εγγονόπουλου στους πρόποδες του Λυκαβηττού, κατοικία σήμερα για την κυρία Εγγονοπούλου, ανάμεσα σε πίνακες αφημένους στα καβαλέτα, στο ξύλινο έπιπλο όπου ο ζωγράφος φύλαγε τις μπογιές του, ανέπαφο, και στο λιτό γραφείο του, τακτοποιημένο προσεκτικά, όπως το ήθελε εκείνος, με τα πινέλα, τα μολύβια και τα χαρτιά του. «Υποστήριζε ότι ο ζωγράφος πρέπει να βάζει κάθε ημέρα έστω και πέντε πινελιές πάνω στον μουσαμά και το εφάρμοζε. Τα πινέλα του τα έπλενε ύστερα με πράσινο σαπούνι. “Ο μάστορας πρέπει να συντηρεί πολύ καλά τα εργαλεία του” έλεγε. Ηταν πολύ τακτικός και οργανωμένος, συγκροτημένος όπως η σκέψη του» ιστορεί και μας χαρίζει μια καθαρά «εγγονοπούλεια» φράση: «Στα διαλείμματα από τη ζωγραφική μου γράφω και κάνα ποίημα για να έχω κάτι να διαβάζω».



Στα 27 χρόνια που έζησαν μαζί, «tête a tête», όπως λέει η κυρία Εγγονοπούλου, ο κινηματογράφος ήταν μια έξοδος καθιερωμένη στο πρόγραμμά τους, στο θέατρο όμως δεν πήγαιναν παρά στις παραστάσεις που σκηνογραφούσε ο Εγγονόπουλος: «Το ρομάντζο της πεντάρας» του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζίσκου, ο «Αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ­«με τον Καραντινό συνεργαζόταν πολύ καλά και δεν ήταν λίγες οι φορές που ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη για να δουλέψουν μαζί στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων» ­, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρ Σο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού με τον θίασο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, όλα την ίδια χρονιά, το 1962. Τρία χρόνια νωρίτερα συνεργάζεται με τον Θυμελικό Θίασο και τον σχολαστικό στην προσπάθειά του να αναβιώσει το αρχαίο δράμα Λίνο Καρζή δουλεύοντας για τον «Ιωνα» και τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη που ανεβάζει ο Καραντινός στο ΚΘΒΕ το 1965 θα είναι η τελευταία δουλειά του για το θέατρο.


Στη σκηνογραφία ο υπερρεαλιστής Εγγονόπουλος εισχωρεί για πρώτη φορά το 1938 με μια ριζοσπαστική δουλειά: κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο του Πλαύτου «Μέναιχμοι» που σκηνοθετεί στο θέατρο «Κοτοπούλη» ο Γιαννούλης Σαραντίδης. Την επόμενη χρονιά «καταθέτει» στον Κάρολο Κουν και στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη που ανεβάζουν τη σοφόκλεια «Ηλέκτρα» μια πρωτοποριακή σκηνική πρόταση που θα αποτελέσει σταθμό για την παρουσίαση του αρχαίου δράματος σε κλειστό χώρο. Το 1957 εγγράφεται στην «ομάδα» των ζωγράφων που συσπειρώνει γύρω από το Ελληνικό Χορόδραμα η Ραλλού Μάνου. Εναν χρόνο νωρίτερα αφιερώνει στη δυναμική μαθηματικό που γνώρισε στο Πολυτεχνείο και μετέπειτα σύζυγό του το πλέον «αυτοβιογραφικό» ποίημά του με τίτλο «Περί ύψους»: «”Εχω γράψει ένα ποίημα για εσάς” μου είπε λίγο προτού φύγω για μεταπτυχιακές σπουδές στη Νέα Υόρκη και όταν επέστρεψα ανακάλυψα ότι είχε δημοσιευθεί στη συλλογή του “Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω”. Αρχίσαμε να βγαίνουμε σε καθημερινή βάση, στην αρχή με συντροφιά, αργότερα μόνοι μας. Τον Μάρτιο του 1960 παντρευτήκαμε. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι το ποίημα αυτό είναι η ιστορία της ζωής μας». Της ζητάμε «μαρτυρίες» φωτογραφικές αλλά αυτές είναι ελάχιστες. «Δεν του άρεσε να φωτογραφίζεται. Δεν έδινε ποτέ σημασία στην εξωτερική όψη. Πολλές φορές μου ζητούσαν να γνωρίσουν τον σύζυγό μου αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. “Το έργο μου” μου απαντούσε “αυτό φθάνει”».


Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ


Η έκθεση «Ζωγραφική για το θέατρο: Σπύρος Βασιλείου, Νίκος Νικολάου, Νίκος Εγγονόπουλος» εγκαινιάζεται στις 28 Νοεμβρίου στα Φουαγέ του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη, τηλ.: 7282.000). Τα εκθέματα προέρχονται από τις συλλογές της Κικής Βασιλείου, της Λένας και της Ερριέττης Εγγονοπούλου και της Αγγέλας Νικολάου, κληρονόμων των ζωγράφων, όπως επίσης από το Θεατρικό Μουσείο, τον Οργανισμό Εθνικής Πρόνοιας, το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και ιδιωτικές συλλογές. Την επιμέλεια της έκθεσης, η οποία θα μείνει ανοιχτή ως τις 28 Ιανουαρίου, έχει η τεχνοκριτικός Εφη Ανδρεάδη. Ωρες λειτουργίας: 10.00-18.00.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version