«Κάθε φορά που χορεύω μαζί του δεν βλέπω τον Νουρέγεφ αλλά την ίδια την προσωποποίηση του μπαλέτου» είπε κάποτε η Μαργκότ Φοντέιν αναφερόμενη στον αγαπημένο της παρτενέρ. Και πραγματικά, ένας από τους διασημότερους χορευτές καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ο Ρούντολφ Νουρέγεφ υπήρξε ο πρώτος μετά τον θρυλικό Βάσλαβ Νιζίνσκι που κατάφερε να υπογραμμίσει τη σημασία των ανδρικών ρόλων. Τα εντυπωσιακά του άλματα – πολλοί ήταν εκείνοι που χαριτολογώντας έλεγαν ότι περισσότερο πετούσε στα ουράνια παρά πατούσε στη γη – και οι γρήγορες στροφές του κυριολεκτικά υπνώτιζαν το κοινό. Ωστόσο το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο και η λάμψη που εξέπεμπε από σκηνής ήταν τα δύο στοιχεία που έκαναν το όνομά του συνώνυμο της λέξης φαινόμενο.
Τάταρος την καταγωγή, ο Ρούντολφ Νουρέγεφ γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ της πρώην Σοβιετικής Ενωσης στις 17 Μαρτίου του 1938. Αρχισε να σπουδάζει χορό σε ηλικία 11 ετών ενώ στα 17 του έγινε δεκτός στη Σχολή Μπαλέτου του Λένινγκραντ, όπου διακρίθηκε τόσο για το ταλέντο όσο και για τον επαναστατικό, ασυμβίβαστο χαρακτήρα του. Απτές αποδείξεις του τελευταίου η άρνησή του να ενταχθεί στην οργάνωση της Κομμουνιστικής Νεολαίας της χώρας του αλλά και τα μαθήματα αγγλικών που έπαιρνε κρυφά. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του το 1958, ο Νουρέγεφ υπερπήδησε το corps de ballet του Κίροφ και αναμετρήθηκε εξαρχής με τους σολιστικούς ρόλους. Η σκληρή δουλειά άλλωστε ήταν κάτι που ουδέποτε φοβήθηκε. Ακόμη και όταν δεν χόρευε ο ίδιος, παρακολουθούσε όσο το δυνατόν περισσότερες παραστάσεις απομνημονεύοντας, αναλύοντας και «ρουφώντας» κυριολεκτικά όχι μόνο τα βήματα αλλά το ύφος και τα βαθύτερα νοήματα κάθε έργου. Τρία χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του διάσημου ρωσικού συγκροτήματος στο Παρίσι, αυτομόλησε στη Δύση. Οι αμέσως επόμενοι μήνες σήμαναν μια σειρά εμφανίσεις του Νουρέγεφ τόσο στη γαλλική πρωτεύουσα όσο και στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο.
Το 1962 πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στο αστέρι του βρετανικού μπαλέτου, την περίφημη Μαργκότ Φοντέιν. Παρά το ότι ήταν μεγαλύτερή του κατά 19 ολόκληρα χρόνια, η δεξιοτεχνία και η ορμητικότητά του αποδείχθηκαν το ιδανικό «αντίβαρο» στην εκλεπτυσμένη ωριμότητα της διάσημης χορεύτριας. Η εν λόγω συνεργασία – που αποτυπώθηκε στο γαλλοβρετανικό ντοκυμαντέρ του 1972 με τίτλο «Είμαι ένας χορευτής» – κυριολεκτικά ξαναζωντάνεψε την καριέρα της Φοντέιν και καθιέρωσε τον Νουρέγεφ στο παγκόσμιο στερέωμα.
Παρά την εικοσάχρονη συνεργασία του με το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου πάντως, ουδέποτε ενσωματώθηκε σε αυτό προτιμώντας τον ρόλο του προσκεκλημένου καλλιτέχνη, τίτλο που διατήρησε στις ανά τον κόσμο εμφανίσεις του τόσο ως χορευτή – όπου το ρεπερτόριό του υπήρξε τεράστιο περιλαμβάνοντας μια ευρύτατη γκάμα κλασικών και σύγχρονων ρόλων – όσο και ως χορογράφου. Ολα αυτά ωστόσο δεν υπήρξαν αρκετά για την πληθωρική και ανικανοποίητη προσωπικότητά του. Τη δεκαετία του ’70 ο Νουρέγεφ επεξέτεινε τις δραστηριότητές του μεταξύ άλλων στην τηλεόραση αλλά και στον κινηματογράφο: το 1973 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική εκδοχή του «Δον Κιχώτη» και τέσσερα χρόνια αργότερα ερμήνευσε τον Ροδόλφο Βαλεντίνο στην ομότιτλη ταινία. Το 1980 υπέγραψε την παραγωγή του «Καρυοθραύστη» για το Μπαλέτο του Βερολίνου ενώ ένα χρόνο αργότερα το κατά Νουρέγεφ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» παρουσιάστηκε στο ιστορικό θέατρο της Σκάλας του Μιλάνου.
Παρά το ότι το 1982 έγινε αυστριακός πολίτης, ζούσε κατά βάση στο Παρίσι όπου ένα χρόνο αργότερα έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του μπαλέτου της Οπερας του Παρισιού, γεγονός που από πολλούς θεωρήθηκε η ύψιστη αναγνώριση της μεγάλης καριέρας του. Το 1989 εγκατέλειψε την εν λόγω θέση παραμένοντας ωστόσο πρώτος χορογράφος του ονομαστού συγκροτήματος. Την ίδια χρονιά ο άνεμος ελευθερίας που φύσηξε στην πρώην Σοβιετική Ενωση επέτρεψε στον θρυλικό καλλιτέχνη να επισκεφθεί την πατρίδα του ύστερα από μακροχρόνια απουσία. Η καριέρα του τότε έπνεε ήδη τα λοίσθια, οι συμπατριώτες του ωστόσο ποτέ δεν έπαψαν να είναι υπερήφανοι γι’ αυτόν, είτε φανερά είτε κρυφά. Τέσσερα χρόνια αργότερα – και ενώ είχε ήδη δοκιμάσει τις δυνάμεις του και στη διεύθυνση ορχήστρας – ο Ρούντολφ Νουρέγεφ πέθανε υποκύπτοντας στην «πληγή του 20ού αιώνα», το AIDS.
Λίγο πριν από τον θάνατό του ωστόσο, που σφράγισε μια ζωή συνώνυμη της λέξης περιπέτεια, ο ίδιος δήλωνε προφητικά: «Οι δημιουργοί πεθαίνουν αλλά ό,τι δημιούργησαν ζει αιώνια». Εννέα χρόνια μετά, για τους εκατομμύρια ανά τον κόσμο θαυμαστές του, ο θρύλος του μπαλέτου συνεχίζει το πέταγμά του στους αιθέρες…
