Την Ταμίλα Κουλίεβα – Καραντινάκη την πρωτογνωρίσαμε σε ένα χωριό των Αγράφων, το καλοκαίρι του ’49, λίγο μετά την πτώση του Γράμμου και την ήττα των ανταρτών, να υποδύεται τη Βασιλική στην ομώνυμη ταινία του Βαγγέλη Σερντάρη που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κερδίζοντας το βραβείο κριτικών και μουσικής. Αρκετούς μήνες μετά βρισκόμασταν καθισμένοι απέναντί της με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις αθηναϊκές αίθουσες και την ακούγαμε να μιλά για το επόμενο ταξίδι της. «Οι ηθοποιοί για μένα είναι σαν τους ναύτες του Χριστόφορου Κολόμβου. Οσο βρίσκονται στη θάλασσα διακατέχονται από την επιθυμία να γυρίσουν πίσω γιατί δεν ξέρουν τι τους περιμένει στην άκρη του ορίζοντα. Μόλις όμως επιστρέψουν, νιώθουν ξανά την ανάγκη να φύγουν».
Η Ταμίλα ταξίδεψε για πρώτη φορά στον ελληνικό κινηματογράφο μέσα από μια αληθινή ερωτική ιστορία. «Οταν το πρόσωπο που υποδύεσαι είναι φανταστικό, ο ηθοποιός γίνεται αυτός που θα το κάνει να υπάρξει. Από τη στιγμή όμως που ξέρεις ότι η ηρωίδα έζησε, η ευθύνη που αναλαμβάνεις απέναντί της μεγαλώνει. Και μόνο το γεγονός ότι η Βασιλική ήταν πρόσωπο υπαρκτό, ήταν αρκετό για να με συγκινήσει και για να ξεχωρίσει τη δουλειά αυτή από όλες τις προηγούμενες». Στην περίπτωση της Ταμίλα οι προηγούμενες δουλειές έγιναν στη Μόσχα, στην πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. «Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη. Μαθηματικός ο πατέρας μου, πολιτικός μηχανικός η μητέρα μου… Από τότε όμως που θυμάμαι τον εαυτό μου πηγαίναμε συνέχεια στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Πολλές φορές μάλιστα δύο και τρεις φορές την εβδομάδα. Ακόμη και στις κοπάνες που κάναμε από το σχολείο κινηματογράφο πηγαίναμε».
Ρωσικό βεβαίως αφού ο αμερικανικός ήταν τότε απαγορευμένος, «χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρώ άτυχο τον εαυτό μου». Εν τω μεταξύ η τύχη την οδήγησε στο Ινστιτούτο Πολιτισμού της Μόσχας και στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου για να σπουδάσει σκηνοθεσία και υποκριτική αλλά και για να αποκτήσει δίπλωμα διδασκαλίας αγωγής του ηθοποιού.
Ακολούθησαν οι πέντε μεγάλου μήκους ταινίες στη χώρα της μεταξύ των οποίων και ο «Νυχτερινός χορός» του Α. Tsabatze που βραβεύθηκε με τον Χρυσό Αλέξανδρο το 1992 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ώσπου ήρθε πριν από πέντε χρόνια το ταξίδι στην Ελλάδα και οι δύο δουλειές με έλληνες σκηνοθέτες: το «Αύριο θα ξέρουμε…» του Ανδρέα Θωμόπουλου και η «Βασιλική». «Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, δεν με δυσκόλεψε η ελληνική καταγωγή της ηρωίδας. Ισως γιατί είχα να κάνω με ένα πρόσωπο διαχρονικό και αυτό με βοήθησε να ψάξω μέσα του και να βρω πράγματα και αξίες που αφορούν όλους. Από την άλλη, προσπάθησα να αναπλάσω την προσωπική της “ατμόσφαιρα”. Ο Βαγγέλης Σερντάρης μού διηγήθηκε αρκετές από τις ιστορίες που του εμπιστεύτηκε η Βασιλική όταν τη συνάντησε στα τελευταία της στο Κέντρο Καρκινοπαθών το 1975… Επιπλέον, διάβασα βιβλία για την εποχή, είδα ταινίες ρωσικές της ίδιας χρονικής περιόδου, άνοιξα παλιά λευκώματα…».
Καθοριστική όμως υπήρξε και η δουλειά της ενδυματολόγου Δέσποινας Αθανασιάδου. «Ξέρετε, όταν δεν υπάρχει κενό στον εικαστικό χώρο, είναι δύσκολο να υπάρξει κενό μέσα στον ηθοποιό». Τη ρωτάμε αν κράτησε κάτι από τα αντικείμενα και τα ρούχα που φορούσε στην ταινία. «Κράτησα τα γαλόνια του “άντρα” μου, του Λουφάκου, και τη δίψα για ελευθερία εσωτερική σε μια εποχή όπου η επανάσταση η προσωπική ήταν τόσο δύσκολη… Το πιστεύετε ότι ακόμη και σήμερα πολλές φορές γυρίζω στο όνομα Βασιλική;».
Μας μιλά για τον «Κλέφτη της Βαγδάτης», την πρώτη σκηνοθεσία της στον χώρο του παιδικού θεάτρου σκηνοθετικά έχει δουλέψει άλλες τρεις φορές στην Αθήνα και για τον γιο της, τον εξάχρονο Στέφανο, που παίζει στην παράσταση του Μπρόντγουεϊ. «Αγαπώ ιδιαίτερα το θέατρο για παιδιά. Αφήνει μεγάλα περιθώρια στη φαντασία αλλά από την άλλη σε αναγκάζει και ως σκηνοθέτη και ως ηθοποιό να ψάξεις βαθιά μέσα σου για να παρουσιάσεις κάτι αληθινό. Τα παιδιά, ξέρετε, δεν συγχωρούν ούτε ένα τόσο δα μικρό ψέμα…».
Τη ρωτάμε για το σπίτι της στη Μόσχα και για το πρώτο πράγμα που κάνει κάθε φορά που επιστρέφει. «Δεν το είχα σκεφθεί ποτέ αλλά μόλις φθάνω τρέχω να μάθω το ρεπερτόριο των θεάτρων για να δω κάποια καλή παράσταση!». Το σπίτι της το πατρικό είναι στο κέντρο, στον ένατο όροφο μιας δεκαπενταώροφης πολυκατοικίας. «Το μόνο που βλέπει κανείς από τα παράθυρά του είναι ένα παγοδρόμιο, όπου έκανα πατινάζ από τα έξι μου χρόνια».
Η «Βασιλική» προβάλλεται για δεύτερη εβδομάδα στις αθηναϊκές αίθουσες. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ανήκουν στον Βαγγέλη Σερντάρη, τα σκηνικά στον Αναστάς Ζανάκιεφ και στη Δέσποινα Αθανασιάδου, η οποία υπογράφει και τα κοστούμια, και η μουσική στον Γιώργο Τσαγκάρη. Παίζουν: Ταμίλα Κουλίεβα – Καραντινάκη, Πασχάλης Τσαρούχας, Βίβιαν Κοντομάρη, Χάρης Γρηγορόπουλος, Βασίλης Παπανίκας κ.ά.
