Το 1963 κυκλοφόρησε στη δυτική Γερμανία το βιβλίο του ιστορικού Ερνστ Νόλτε «Der Faschismus in seiner Epoche: Action française· Italienischer Faschismus· Nationalsozialismus» (Ο φασισμός στην εποχή του: η Action franÇaise, ο ιταλικός φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός). Δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκε και στα αγγλικά, με τίτλο «Three Faces of Fascism» (Οι τρεις όψεις του φασισμού), προκαλώντας μεγάλη αίσθηση και εκτός Γερμανίας. Για πρώτη φορά η εμφάνιση, ο χαρακτήρας και η ιδεολογία του ευρωπαϊκού φασισμού ερμηνεύονταν ως αντίδραση στον μοντερνισμό και όχι απλώς ως διαστρεβλωτική έκφανση του εθνικισμού ή παράγωγο οικονομικών συνθηκών.

Υπήρξαν και ενστάσεις στις απόψεις του Νόλτε, αλλά δεν ήταν ισχυρές, με εξαίρεση τον κορυφαίο ιστορικό Καρλ Μπράχερ, που έγραψε το κλασικό του έργο «Die deutsche Diktatur» (Η γερμανική δικτατορία, 1969) ως απάντηση στον «Φασισμό στην εποχή του», λες και προέβλεπε την κατοπινή ιδεολογική μετάλλαξη του Νόλτε.

Ο Νόλτε πραγματοποίησε εξονυχιστική έρευνα και βασίστηκε στα κείμενα των ίδιων των εκπροσώπων και των υποστηρικτών του φασισμού, από τους προδρόμους ως τους κύριους εκφραστές του. Ουδείς μπορούσε τότε να φανταστεί ότι εκείνος ο ιστορικός και φιλόσοφος, μαθητής του Χάιντεγκερ και καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 θα στρεφόταν θεαματικά εναντίον όσων είχε υποστηρίξει παλαιότερα και στα μεταγενέστερα βιβλία του θα διατύπωνε απόψεις που θα προκαλούσαν την μήνιν παγκοσμίως.
Ιδού κάποιες από τις απόψεις του: Η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης είχε αμυντικό χαρακτήρα. Η εξόντωση των Εβραίων ήταν η απάντηση του Χίτλερ στη μαζική εξόντωση των Γερμανών από τους Μπολσεβίκους. Το ναζιστικό καθεστώς δεν ήταν παρά ο καθρέφτης του σοβιετικού. Ο παλιός του καθηγητής, ο φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος υπήρξε μέλος του ναζιστικού κόμματος, ήταν «ένας συνηθισμένος ναζιστής».
Ο Νόλτε έφτασε μάλιστα στο σημείο να υπονοεί πως ούτε λίγο ούτε πολύ οι Εβραίοι θα πρέπει να χρωστούν περίπου «χάρη» στον Χίτλερ, αφού εξαιτίας του απέκτησαν κράτος. Οσο για τους σύγχρονους Γερμανούς, αν θέλουν να γίνουν ένας σώφρων και πολιτισμένος λαός, θα πρέπει να αφήσουν το παρελθόν στο παρελθόν. Αλλά, όπως έλεγε ο Οργουελ, όσοι λησμονούν την Ιστορία και το παρελθόν θα το ξαναζήσουν στο μέλλον.
Υπέρβαση και φόβος

Ο «Φασισμός στην εποχή του» δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά, όμως αξίζει να τον διαβάσει κανείς, έστω και αν δεν συμφωνεί με το σκεπτικό του, ιδιαίτερα σήμερα που πολλοί ανησυχούν για την άνοδο της Ακροδεξιάς και του φασισμού στην Ευρώπη, αλλά λίγοι ενδιαφέρονται να ερμηνεύσουν το φαινό-μενο χωρίς να καταφεύγουν σε στερεότυπα.
Ο Νόλτε, ακολουθώντας το πρότυπο του Χέγκελ, θεωρεί εδώ ότι αφού η Ιστορία και η φιλοσοφία αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα, την ίδια ενότητα διακρίνουμε και στον φασισμό, όπως τουλάχιστον εκφράζεται στις τρεις βασικές μορφές του. Εφαρμόζοντας, λοιπόν, το χεγκελιανό σχήμα θέση-αντίθεση-σύνθεση, παρουσιάζει τη γαλλική ακροδεξιά Action française ως θέση, τον μουσολινικό φασισμό ως αντίθεση και τον χιτλερικό εθνικοσοσιαλισμό ως σύνθεση.
Το ότι ο θεωρητικός της Action française Σαρλ Μοράς δικάστηκε μετά την απελευθέρωση και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά ως δωσίλογος δεν είναι τυχαίο. Oπως επίσης και ότι ο ιδρυτής του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, Ζαν-Μαρί Λεπέν (που το κόμμα του, με επικεφαλής τώρα την κόρη του, Μαρίν, αναδείχθηκε πρώτο στις πρόσφατες γαλλικές ευρωεκλογές), μοίραζε σε νεαρή ηλικία την εφημερίδα τής Action française. Αν κάποιος έχει την υπομονή να διαβάσει τα κείμενα των θεωρητικών της Action française Μορίς Μπαρές και Σαρλ Μοράς (ο δεύτερος είναι αναμφίβολα μέντορας του Λεπέν), δεν θα βρει ουσιαστικές διαφορές με όσα υποστηρίζει σήμερα το Εθνικό Μέτωπο.
Τις κοινωνίες του 20ού αιώνα, λέει ο Νόλτε, τις χαρακτηρίζει η υπέρβαση, που έχει δύο μορφές: τη θεωρητική και την πρακτική. Αμφότερες εκφράζονται από τον φιλελευθερισμό, την αστική δημοκρατία και τον σοσιαλισμό –εξού και ο αντικομμουνισμός, ο αντιφιλελευθερισμός και το αντιδημοκρατικό ιδεολόγημα του φασισμού.
Η θεωρητική υπέρβαση στοχεύει στο όλον, δηλαδή σε εκείνο το οποίο βρίσκεται πέρα από αυτό που υπάρχει –και θέλουμε να προσεγγίσουμε. Την πρακτική υπέρβαση συνιστούν όσα μας απομακρύνουν από τους παραδοσιακούς μας δεσμούς. Η υπέρβαση, λοιπόν, και στις δύο μορφές της εκφράζει το πνεύμα της νεωτερικότητας, αλλά οι φασίστες (δυστυχώς σήμερα και ένα τμήμα της συντηρητικής, αν και δημοκρατικής κατά τα άλλα, Δεξιάς) στρέφονται εναντίον της εξαιτίας του φόβου που προκαλεί. Γι’ αυτό και ο φασισμός στο πολιτικό πεδίο επιτίθεται στον κομμουνισμό, ενώ στο κοινωνικό στις αξίες της αστικής δημοκρατίας. Στη θέση τους υψώνει το κράτος ως αυτόνομη οντότητα, στην οποία υποτάσσονται τα πάντα. Η βία, επομένως, αποτελεί δομικό στοιχείο της φασιστικής ιδεολογίας –και αυτό οι Ελληνες το γνωρίζουμε από τον καιρό ακόμη του Αισχύλου, όπου στον «Προμηθέα Δεσμώτη» πρωταγωνιστούν το Κράτος και η Βία.
«Καταπίνοντας» άλλα κράτη

Είναι της μόδας οι διάφορες φασιστικές ή ημιφασιστικές ομάδες της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ακόμη και πολιτικά κόμματα, να χαρακτηρίζονται «μορφώματα», και έτσι δυστυχώς να υποβαθμίζεται ο κίνδυνος που εγκυμονούν για τη δημοκρατία. Για τούτο και δεν γίνονται κατανοητές οι «αντιφάσεις». Για παράδειγμα, ενώ το αιώνιο και αδιάφθορο κράτος (που όταν επιβληθεί, θα «ακινητοποιήσει» την Ιστορία) αποτελεί στόχο κάθε μορφής φασισμού, ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τις πλέον σύγχρονες –και για την εποχή του πρωτοπόρες –μορφές πολέμου και έχτισε με μοντέρνα υλικά την αυτοκρατορία του.
Ο φασιστικός ιμπεριαλισμός επίσης είναι τελείως διαφορετικός από τον αντίστοιχο των αστικών δημοκρατιών του παρελθόντος. Αν το κράτος είναι ζωντανός οργανισμός, για να επιζήσει θα πρέπει να τρέφεται –όχι απλώς εκμεταλλευόμενο άλλα κράτη και λαούς, παρά καταπίνοντάς τους. Το έθνος, λοιπόν, και η φυλή είναι το υπόβαθρό του, το οποίο στη φαντασία των φασιστών αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις, όπως τις εκφράζει η θεωρία «του χώματος και του αίματος».
Οι στρατιωτικές δικτατορίες μεταχειρίζονται φασιστικά πρότυπα για τον έλεγχο της κοινωνίας, όμως το ιδεολογικό τους υπόβαθρο είναι ή ανύπαρκτο ή γελοίο. Αντίθετα, η θεωρία περί ζωτικού χώρου του Χίτλερ, καθώς και ο ρατσισμός, δεν αποτελεί παρά εφαρμογή των θεωριών του κοινωνικού δαρβινισμού, σύμφωνα με τον οποίο και στην κοινωνία ισχύει ο φυσικός νόμος της επιβίωσης του ισχυρότερου. Γι’ αυτό και «υπάρχουν» ανώτερες και κατώτερες φυλές, επομένως «ελεύθεροι» και «δούλοι».
Υποστηρικτές και συμπαθούντες

Στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου οι θεωρίες αυτές ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς –και εύρισκαν μεγάλη ανταπόκριση στον γενικό πληθυσμό, αλλά και σε μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα καλλιτεχνών και διανοουμένων. Ποιος θα φανταζόταν ότι στην Ιταλία ο Φιλίπο Τομάζο Μαρινέτι, ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ακόμη και ο Λουίτζι Πιραντέλο, θα συντάσσονταν με τον Μουσολίνι; Οτι στη Γαλλία ο Λουί-Φερντινάν Σελίν, ο Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ και ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ θα στέκονταν στο πλευρό του Μοράς και μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής θα γίνονταν δωσίλογοι; Οτι ένας διόλου ασήμαντος συγγραφέας, όπως ο Μπαρές, στην υπόθεση Ντρέιφους θα υποστήριζε πως ο Ντρέιφους είναι ένοχος όχι με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά μόνο και μόνο επειδή ήταν Εβραίος; Οτι στην Αγγλία ο Τ.Σ. Ελιοτ θα δήλωνε θαυμαστής του Μοράς και υποστηρικτής του αρχηγού των βρετανών φασιστών, Οσβαλντ Μόσλεϊ, και ότι θα προέβαινε σε αντισημιτικά σχόλια στο βιβλίο του «After Strange Gods», το οποίο εκδόθηκε το 1934 και έκτοτε ουδέποτε ανατυπώθηκε; Οτι ένας κορυφαίος ποιητής όπως ο Εζρα Πάουντ θα συνεργαζόταν με το μουσολινικό καθεστώς, θεωρώντας τον Ντούτσε ένα είδος σύγχρονου Σιγισμούνδου Μαλατέστα, και θα πραγματοποιούσε τις επιεικώς απαράδεκτες –κατ’ ουσίαν προδοτικές –εκπομπές του από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης εναντίον των Συμμάχων, μεσούντος του Πολέμου, όπου απευθύνονταν στους αμερικανούς στρατιώτες και πολίτες αναφωνώντας: «Τα κανόνια σας δεν είναι της δημοκρατίας, αλλά της εβραιοκρατίας», ή «ο πόλεμος αυτός είναι χαμένος για εσάς και τα παιδιά σας» ή πως «ηγέτες σας είναι ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι»;
Ο Ελιοτ ήταν μοναρχικός, δεν ήταν φασίστας όπως ο Πάουντ. Για ένα διάστημα, ωστόσο, υπήρξε θαυμαστής του Μουσολίνι, τον οποίο συνέκρινε με τον Κοριολανό, γι’ αυτό και το ποίημά του «Κοριολανός» (πρώτο μέρος της ημιτελούς σύνθεσής του «Θριαμβική πορεία») είναι εμπνευσμένο από την πορεία στη Ρώμη των μελανοχιτώνων του Μουσολίνι για την κατάκτηση της εξουσίας. Στην Αγγλία ο Πέρσι Γουίνταμ Λιούις, ηγετική φυσιογνωμία του βορτισισμού, εξαίρετος στυλίστας και ζωγράφος, θα έγραφε ένα υμνητικό βιβλίο για τον Χίτλερ (ασχέτως του ότι αργότερα έγραψε και ένα άλλο εναντίον του). Ο μεγαλύτερος πεζογράφος της Νορβηγίας, Κνουτ Χάμσουν, θα γινόταν ένθερμος υποστηρικτής του Χίτλερ, θα συνεργαζόταν με τους γερμανούς κατακτητές και μάλιστα το μετάλλιο του βραβείου Νομπέλ θα το χάριζε στον Γκέμπελς. Και, ακόμη χειρότερα, θα παρέμενε αμετανόητος ως τον θάνατό του. Γι’ αυτό και ο Τζορτζ Οργουελ έγραφε ότι το πώς κατάφεραν όλοι αυτοί να χωρέσουν στην ίδια βάρκα είναι ένα μυστήριο.
Εχουν περάσει 32 χρόνια, αλλά θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, ότι νεαροί της χουντικής νεολαίας «4η Αυγούστου» περιέφεραν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης αφίσα του Πάουντ (ο οποίος είχε πεθάνει την 1η Νοεμβρίου 1972) με τυπωμένη τη φράση «Ο Εζρα Πάουντ πέθανε» και από κάτω «Ο Εζρα Πάουντ γεννήθηκε», στα ιταλικά, καθότι την αφίσα είχαν τυπώσει οι νεοφασίστες της Νάπολης. Αμφίβολο πόσοι από εκείνους είχαν διαβάσει ποιήματά του, όπως είναι αμφίβολο αν τον έχουν διαβάσει και οι νεοφασίστες τού σήμερα –εκτός ίσως από τα δύο φασιστικά «Κάντος» που έγραψε στα ιταλικά, γι’ αυτό και συνεχώς παραπέμπουν στον στίχο του «Ελ Αλαμέιν, ερχόμαστε», προφανώς επειδή ταιριάζει με το γκεμπελικό «θα ξαναγυρίσουμε και η γη θα τρέμει».
Ο πατέρας του Μουσολίνι ήταν αναρχικός. Αναρχικός στην αρχή ήταν και ο ίδιος, και μάλιστα ο πρώτος που μετέφρασε βιβλίο του πρίγκιπα της αναρχίας Πιοτρ Κροπότκιν στα ιταλικά. Από μποέμ, λάτρης της μουσικής, σοσιαλιστής και αναρχοσυνδικαλιστής που υπήρξε στα νιάτα του, όταν και αναδείχθηκε εξαιτίας του αντικληρικαλισμού του και της ιδιότυπης θεωρίας του, η οποία συνδύαζε τις ιδέες του Μπλανκί και του Κροπότκιν με εκείνες του Μαρξ και του Ενγκελς, κατέληξε να γίνει ο πεφυσιωμένος δικτάτορας που ονειρευόταν να ανασυστήσει τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και να καταστήσει τη Μεσόγειο ιταλική λίμνη.
Ο Τζορτζ Οργουελ έλεγε πως λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όλη η Ευρώπη βρισκόταν κάτω από τον αστερισμό του ολοκληρωτισμού και η μόνη χώρα που είχε στυλώσει τα πόδια εναντίον του ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Αυτή η κακή κληρονομιά αταβιστικά μοιάζει να επανέρχεται σήμερα, παρότι, στη Γερμανία τουλάχιστον, τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν και παραμένουν δραστικά.
Η μουσική του μίσους

Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση των δύο Γερμανιών, ο ναζισμός φάνηκε ότι επέστρεφε δυναμικά με ενέργειες που προκαλούσαν σοκ. Επιθέσεις, εμπρησμοί και δολοφονίες στο Βερολίνο σε σπίτια μεταναστών, σε καθημερινή βάση, και συνεντεύξεις στην τηλεόραση των νεοναζί που είχαν εξαπολύσει ένα κύμα βίας, το οποίο άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη.
Οι νεοναζί (όπως και ο ευρωπαϊκός φασισμός στο σύνολό του) δεν διέθεταν πλέον τους θεωρητικούς του παρελθόντος και εκφράζονταν μέσω ροκ και πανκ συγκροτημάτων τα οποία έδιναν συναυλίες με τραγούδια που περιείχαν στίχους απίστευτης αγριότητας, όπως «αν δείτε έναν Τούρκο στο τραμ και σας κοιτάξει περίεργα / ρίξτε του μια γροθιά στο πρόσωπο / και μαχαιρώστε τον δεκαεφτά φορές». Ακουσα να τους τραγουδά ομάδα σκίνχεντ στην Ολλανδία τον Δεκέμβριο του 1991, όταν έκανα έρευνα για την εμφάνιση του νεοφασισμού στην Ευρώπη. Φαντάζομαι ότι τέτοιους είχαν ως πρότυπα δέκα χρόνια αργότερα και οι εγχώριοι μιμητές τους, αντικαθιστώντας, για παράδειγμα, τη λέξη «Τούρκος» με τη λέξη «Αλβανός».
Σήμερα υπάρχει παγκοσμίως πλήθος από ροκ και πανκ συγκροτήματα, τα οποία παίζουν μουσική που ονομάζεται «μουσική του μίσους». Κάποια από αυτά βρίσκονται και στην Ελλάδα, αν και αναπτύχθηκαν περίπου μία δεκαετία μετά την εμφάνιση ανάλογων συγκροτημάτων στον δυτικό κόσμο, με γνωστότερο το Πογκρόμ. (Η λέξη «πογκρόμ» είναι ρωσική και παραπέμπει στον 19ο αιώνα, όταν το πογκρόμ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά εναντίον των Εβραίων της χώρας.)
Από τα δημοφιλέστερα συγκροτήματα νεοναζιστικής μουσικής που εμφανίστηκαν από τη δεκαετία του 1980 και εξής είναι τα γερμανικά Landser και Macht und Ehre, το καναδικό RaΗoWa (συντομογραφία του Racial Holy War – Φυλετικός Ιερός Πόλεμος), το πολωνικό Honor και το ρωσικό Kolovrat.
* Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας και συντάκτης του «Βήματος». Το τελευταίο του βιβλίο, «Οι μηχανές της Ιστορίας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ολκός.

** Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ