Είστε άριστος γνώστης της Αθήνας. Αλήθεια, σας γοητεύει ακόμη; «Με συναρπάζει. Μέσα στην πολυφωνία και στην κακοφωνία της, η οποία συχνά προκαλεί αμηχανία, είναι μια ενδιαφέρουσα πόλη, η οποία κρύβει μια μοναδικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο».
Γιατί το λέτε αυτό; «Αποτελεί μια πόλη-περίληψη του 20ού αιώνα. Με την κατάλληλη αξιοποίηση μπορεί να εκπλήξει ευχάριστα. Και εδώ θεωρώ πολύ σημαντική τη διευθέτηση του αίσχους των ταρατσών της».
Δείχνει τόσο άσχημη από ψηλά; «Ναι, μια μεσογειακή πόλη που αντί να λούζεται στο φως πνίγεται στο λερωμένο γκρι. Μπορούμε να μετατρέψουμε όσες ταράτσες το αντέχουν σε κήπους, αλλού να δημιουργήσουμε πισίνες ή να υιοθετήσουμε τις στέγες νέας τεχνολογίας που «ενσωματώνουν» και κάνουν αόρατους τους θερμοσίφωνες».
Σήμερα κάποιοι θα αντιτείνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο… «Η σκέψη πάνω στην πόλη δεν πρέπει να σταματά και ίσα ίσα η κρίση θα έπρεπε να την επιταχύνει. Ναι, πράγματι, σε αυτή την εποχή δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά. Αλλωστε μια πόλη για να ευημερήσει προαπαιτεί ελευθερία επιχειρηματικότητας για τους κατοίκους της. Δυστυχώς στην Αθήνα αυτό δεν συμβαίνει. Η μικρή και η μεσαία επιχειρηματικότητα έχουν εξαφανιστεί, αν εξαιρέσεις τα café και τους φούρνους που ξεφυτρώνουν συνεχώς».
Είναι μια ασφαλής πόλη; «Δεν θα έλεγα ότι είναι επικίνδυνη. Σαφώς υπάρχουν μέρη όπου δεν αισθάνεσαι καθόλου ευχάριστα να κυκλοφορήσεις».
Μπορούμε να μιλήσουμε για γκέτο; «Η Αθήνα είναι πλέον μια μητρόπολη. Εχει υποστεί πληθυσμιακές μεταβολές, αλλά δεν νομίζω ότι ο κίνδυνος προέρχεται τόσο από τους ξένους όσο από τους ίδιους τους Ελληνες. Εγώ πιο ασφαλής αισθάνομαι να κυκλοφορήσω στην Αχαρνών παρά στο γκέτο των Εξαρχείων».
Η εγκατάλειψη του ιστορικού κέντρου σάς τρομάζει; «Είναι μείζον θέμα να δοθούν κίνητρα επιστροφής των κατοίκων στο κέντρο. Ωστόσο, αυτός ο αστικός ιστός των γερασμένων πολυκατοικιών λειτουργεί αποθαρρυντικά. Στα περισσότερα κτίρια λείπουν οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, ενώ η παρούσα κατάσταση δεν ευνοεί την ανέγερση νέων κτιρίων».
Η ευθύνη των πολιτών πού ξεκινά; «Οταν ταξιδεύω μου αρέσει να βλέπω τις πόλεις να υποδέχονται κάθε καινούργια ημέρα με δουλειά και φροντίδα για το περιβάλλον. Πεζοδρόμια πλένονται, πάρκα φροντίζονται, κτίρια καθαρίζονται. Εδώ βλέπεις ένα πενταώροφο κατάστημα στην Ερμού να μη θέλει να δαπανήσει ούτε 300 ευρώ και να επιτρέπει οι κολόνες του να είναι γεμάτες γκραφίτι. Ολοι πρέπει να φροντίζουν αυτό που τους αναλογεί».
Είστε ο αντιπρόεδρος του σωματείου «Φίλοι Κτήματος Τατοΐου». Γιατί είναι τόσο σημαντικό να αξιοποιηθεί; «Η συνύπαρξη φύσης και πολιτισμού είναι εντυπωσιακή στο Τατόι. Μπορεί να αποτελέσει μια τεράστια ευκαιρία για τον ελληνικό τουρισμό με τη δημιουργία ενός νέου προϊόντος, ενός ιστορικού πάρκου αναψυχής, το οποίο μπορεί να αποτελέσει πόλο έλξης για χιλιάδες πολίτες αλλά και για ξένους τουρίστες».
Προς το παρόν, όμως, έχει γνωρίσει την πλήρη εγκατάλειψη και απαξίωση. Τι συμβαίνει σήμερα; «Το σωματείο μας έχει εκπονήσει μελέτες αποκατάστασης των κτιρίων με ιδιωτικές χορηγίες, οι οποίες παραμένουν στα συρτάρια των υπουργείων. Αυτή τη στιγμή πραγματοποιούνται κάποια αποσπασματικά έργα συντήρησης, υπάρχουν πάρα πολλά αντικείμενα αφημένα στη λήθη και μην ξεχνάμε την εγκατάλειψη των ιστορικών αυτοκινήτων και των βασιλικών αμαξών που σαπίζουν στους στάβλους από το ’67. Η αστυνόμευση είναι ελλιπής και τα κτίρια καταρρέουν».
Αποδίδετε την εγκατάλειψη σε ιδεοληπτικούς λόγους; «Θεωρώ ότι αυτή η κωλυσιεργία δεν έχει να κάνει τόσο με τις δομές τους κράτους, αλλά με έναν άυλο δισταγμό των ελληνικών κυβερνήσεων να κοιτάξουν με ώριμη ματιά το Τατόι, ως αυτό που πραγματικά είναι και όχι ως αυτό που φοβούνται ότι είναι».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ