Το σίριαλ της υποθαλάσσιας αρτηρίας της Θεσσαλονίκης, η οποία δεν κατασκευάστηκε ποτέ, συνεχίζεται. Όπως αποκάλυψε την Παρασκευή από τη Βουλή ο υπουργός Υποδομών, κ. Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, έδωσε εντολή στις νομικές υπηρεσίες του υπουργείου να προσφύγουν κατά διαιτητικών αποφάσεων, με τις οποίες είχε επιδικαστεί στην κοινοπραξία «Θερμαϊκή Οδός» αποζημίωση, ύψους 67 εκατ. ευρώ για παραβίαση όρων της σύμβασης παραχώρησης ενός έργου που δεν έγινε ποτέ. Και, μάλιστα, ο παραχωρησιούχος δεν έχει εισπράξει ακόμη ούτε ένα ευρώ από την αποζημίωση, η οποία τοκίζεται και έχει φτάσει τα 90 εκατ. ευρώ.

«Το ελληνικό δημόσιο, προκειμένου να διασφαλίσει πλήρως τα συμφέροντά του, προχώρησε στην επιβολή ακύρωσης των κρισίμων διαιτητικών αποφάσεων, επί της οποίας ακόμη δεν έχει εκδοθεί η απόφαση. Άρα, η νομιμότητα τόσο της καταγγελίας της σύμβασης από την πλευρά του παραχωρησιούχου όσο και της αιτηθείσας και επιδικασθείσας κατά τα ανωτέρω αποζημίωσης είναι σε εκκρεμότητα δικαστική» δήλωσε ο υπουργός Υποδομών, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση της βουλευτού Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίας Ευαγγελίας Αμμανατίδου –Πασχαλίδου.
«Αμέσως μετά από την ανάληψη των καθηκόντων μου έδωσα ρητή εντολή στο γραφείο του Νομικού Συμβούλου της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων να καταθέσει αίτηση αναστολής κατά των διαιτητικών αποφάσεων, πάντα με γνώμονα την προστασία των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου» τόνισε.
«Λαμβάνεται μέριμνα προκειμένου να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες, ώστε να προστατευτεί δικαστικά πλήρως το συμφέρον του ελληνικού δημοσίου. Μέχρι στιγμής ουδεμία επιβάρυνση του ελληνικού δημοσίου έχει γίνει, δεδομένου ότι χάρη στις προαναφερθείσες ενέργειες δεν έχει καταβληθεί κανένα ποσό προς τον παραχωρησιούχο» αποκάλυψε ο κ. Χρυσοχοϊδης.
Η υπόθεση στο Εφετείο
Το υπουργείο Υποδομών έχει καταθέσει αίτηση ακύρωσης των αποφάσεων της διαιτησίας στο πολιτικό εφετείο, όπου η υπόθεση έχει συζητηθεί και αναμένεται η έκδοση απόφασης. Μάλιστα, είναι πιθανόν όποιος χάσει, να προσφύγει στον Άρειο Πάγο.
Στην ερώτησή της, η κυρία Αμμανατίδου –Πασχαλίδου μίλησε για μνημειώδη προχειρότητα του σχεδιασμού του έργου, παντελή έλλειψη ωρίμανσης και έλλειψη συντονισμού από πλευράς δημοσίου, την περίοδο της ενεργοποίησης της σύμβασης παραχώρησης.
«Ο Ν.3028/2002, που πέρασε από τη Βουλή, έλεγε ότι θα έπρεπε το Υπουργείο Πολιτισμού να περάσει το έργο μέσα από το ΚΑΣ, δηλαδή η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, κάτι που δεν έγινε. Γι’ αυτό ακριβώς το Υπουργείο Πολιτισμού τις δύο αποφάσεις του τις τράβηξε πίσω» είπε η βουλευτής, εξιστορώντας τις περιπέτειες του έργου. Επίσης, υπογράμμισε ότι προ διμήνου ο υπουργός Υποδομών είχε μιλήσει για αποζημίωση, ύψους 90 εκατ. ευρώ υπέρ του παραχωρησιούχου.
Ο κ. Χρυσοχοϊδης απάντησε ότι «μέχρι σήμερα δεν έχει καταβληθεί ούτε 1 ευρώ». «Και δεν έχει καταβληθεί ούτε 1 ευρώ, γιατί; Διότι από την ώρα που πήγα εκεί και είδα το πρόβλημα, είπα ότι θα ασκηθούν μέχρι τέλους όλα τα ένδικα μέσα. Το πότε θα τελειώσουν όλα αυτά δεν είναι δικό μου ζήτημα. Ούτε ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπορεί να απαντήσει. Θα απαντήσουν τα αρμόδια δικαστήρια, όταν θα έρθει η ώρα των εκδικάσεων» τόνισε.
«Σε ό,τι αφορά το ποσό, το ποσό είναι συγκεκριμένο, τα ξέρετε. Το εάν θα πληρωθεί ή όχι, επίσης, αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο θα αποφασίσουν τα δικαστήρια. Συνεπώς, τίποτα δεν προβλέπουμε και τίποτα δεν ξεκαθαρίζουμε. Δεν προδιαθέτουμε κανέναν και για τίποτα» σημείωσε ο κ. Χρυσοχοϊδης.
Ένα έργο που δεν ξεκίνησε ποτέ
Η υποθαλάσσια αρτηρία ης Θεσσαλονίκης είναι μία πονεμένη ιστορία. Η σύμβαση παραχώρησης για την δημιουργία του έργου, παρόλο που εξασφάλισε ευρύτερη πλειοψηφία στη Βουλή, δίχασε τη Θεσσαλονίκη, καθώς αμφισβητήθηκε εντονότατα η σκοπιμότητα της κατασκευής της.
Η παραχώρηση ξεκίνησε 2007 και το έργο έπρεπε να κατασκευαστεί σε τέσσερα χρόνια, ενώ ο παραχωρησιούχος θα το λειτουργούσε έως το 2037. Το φυσικό αντικείμενο προέβλεπε την δημιουργία ενός «ενιαίου διαμπερούς κυκλοφοριακού διαδρόμου μετά διοδίων για τη σύνδεση της Δυτικής Εισόδου της Θεσσαλονίκης με την ανατολική πλευρά της πόλης, συνολικού μήκους 6,2 χλμ. εκ των οποίων 1,24 χλμ. αποτελούν το υποθαλάσσιο τμήμα».
Το κόστος κατασκευής ανερχόταν σε 472 εκατ. ευρώ, ενώ η συμμετοχή του δημοσίου, το οποίο θα αναλάμβανε παράλληλα το κόστος των απαλλοτριώσεων και των αρχαιολογικών εργασιών, θα έφτανε τα 100 εκατ. ευρώ.
Κατά του έργου δημειώθηκαν προσφυγές στη Δικαιοσύνη απο ομάδες πολιτών, ενώ τον Μάρτιο του 2008 ο τότε υπουργός Πολιτισμού, κ. Μιχάλης λιάπης υιοθέτησε γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) για κατασκευή του έργου με μετροπόντικα, στα 25 μέτρα κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας και όχι 15 όπως προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός. Έτσι, έπρεπε να εκπονηθεί νέα μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων και να αναθεωρηθούν πολλές μελέτες του έργο, ενώ το κόστος αυξήθηκε κατά 150 εκατ. ευρώ.
Στις 30 Ιουλίου 2009, η κοινοπραξία «Θερμαϊκή Οδός», έπειτα από εντολή του ∆ιατραπεζικού Εκπροσώπου των δανειστριών τραπεζών, προέβη σε Γνωστοποίηση Καταγγελίας της Σύµβασης Παραχώρησης προς το ∆ηµόσιο για Γεγονός Αθέτησης ∆ηµοσίου. Στις 28 Σεπτεµβρίου 2009 το πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ αµφισβήτησε την ισχύ της καταγγελίας και προσέφυγε στην διαιτησία, λίγες ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές.
Τοκίζεται από το 2010
Στις 26 Ιουλίου 2010 δηµοσιεύτηκε η απόφαση του ∆ιαιτητικού ∆ικαστηρίου, το οποίο επιδίκασε 43,7 εκατ. ευρώ υπέρ του παραχωρησιούχου. Έτσι, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της κοινοπραξίας, το σύνολο των απαιτήσεων από το ∆ηµόσιο, που έχουν επιδικασθεί υπέρ της κοινοπραξίας έφτασαν τα 67,8 εκατ. ευρώ. «Λόγω της τρέχουσας οικονοµικής κατάστασης στην Ελλάδα στο παρόν στάδιο δεν µπορεί να εκτιµηθεί ο χρόνος είσπραξης της απαίτησης από το Ελληνικό ∆ηµόσιο» σημειώνεται.
Σύμφωνα με δηλώσεις του τότε υπουργού Υποδομών, κ. Δημήτρη Ρέππα, οι απαιτήσεις του παραχωρησιούχου και των τραπεζών ξεπερνούσαν τα 400 εκατ. ευρώ, για ένα έργο που θα κόστιζε συνολικά 450 εκατ. ευρώ. «Μέσα από σκληρές διαπραγματεύσεις στη διαιτησία το δημόσιο πέτυχε να κατεβάσει το ποσό αυτό στα 67 εκατ. ευρώ» είχε πει.
Τριάμισι χρόνια αργότερα ο νυν υπουργός Υποδομών ομολογούσε ότι η αποζημίωση είχε φτάσει τα 90 εκατ. ευρώ, λεφτά για να δοθούν δεν υπήρχαν και οι τόκοι εξακολουθούν να τρέχουν.