Joshua Foer
Χορεύοντας με τον Αϊνστάιν.
Η τέχνη και η επιστήμη του να θυμάσαι τα πάντα
Εκδόσεις Λιβάνη, 2012,
σελ. 333, τιμή 15 ευρώ

Ο Θεμιστοκλής θυμόταν τα ονόματα 20.000 Αθηναίων και ο βασιλιάς Κύρος τα ονόματα όλων των στρατιωτών του στρατού του. Ο Σιμπλίκιος, ένας φίλος του Ιερού Αυγουστίνου, μπορούσε να απαγγείλει απ’ έξω όλα τα έργα του Βιργιλίου και μάλιστα ανάποδα. Ανθρωποι με εξαιρετικές μνημονικές ικανότητες υπάρχουν και σήμερα, οι περισσότεροι όμως είμαστε σαν τον νεαρό Τζόσουα Φόερ, έναν αμερικανό δημοσιογράφο ο οποίος δεν μπορεί να θυμηθεί πού πάρκαρε το αυτοκίνητό του και ξεχνάει γιατί άνοιξε την πόρτα του ψυγείου.

Το 2005 ο Φόερ κάλυψε ως ρεπόρτερ το Πρωτάθλημα Μνήμης των ΗΠΑ και εντυπωσιάστηκε από τους «διανοητικούς αθλητές»: μέσα σε πέντε λεπτά απομνημόνευαν τη σειρά χαρτιών μιας ανακατεμένης τράπουλας. Οταν γνώρισε από κοντά ορισμένους από αυτούς, ανακάλυψε ότι δεν είναι άτομα προικισμένα με ασυνήθιστο IQ αλλά συστηματικοί εργάτες της μνήμης που γυμνάζουν τον εγκέφαλό τους με ασκήσεις καθημερινά. Τον έπεισαν να δοκιμάσει κι ο ίδιος και έναν χρόνο μετά πήρε μέρος στο Πρωτάθλημα. Το Χορεύοντας με τον Αϊνστάιν (Λιβάνης, 2012) καταγράφει το ιστορικό της προετοιμασίας του και τη μύησή του στη μνημοτεχνική, στην τέχνη του να θυμάσαι σχεδόν τα πάντα.
Η γέννησή της συνδέεται με τον Σιμωνίδη τον Κείο, έναν αρχαίο έλληνα λυρικό ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα. Οι εξελικτικοί βιολόγοι γνωρίζουν ότι η μνήμη μας δεν φτιάχτηκε για τον σύγχρονο κόσμο αλλά εξελίχθηκε μέσω μιας διαδικασίας φυσικής επιλογής σε ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από αυτό που ζούμε σήμερα.
Οι πρωτόγονοι άνθρωποι χρειαζόταν να θυμούνται πού θα βρουν τροφή και τον δρόμο για να επιστρέψουν στη σπηλιά τους. Η μνήμη τους ήταν χωρική. Αυτό αντιλήφθηκε ο Σιμωνίδης όταν βρέθηκε μπροστά στα ερείπια μιας αίθουσας συμποσίων που είχε καταρρεύσει στη Θεσσαλία.
Μόλις έκλεισε τα μάτια του συνειδητοποίησε ότι φέρνοντας στον νου του το τραπέζι μπορούσε να θυμηθεί καθαρά πού καθόταν ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες. Κατέληξε λοιπόν ότι οτιδήποτε μπορεί να οπτικοποιηθεί στη φαντασία μπορεί και να εντυπωθεί στη μνήμη διότι εμπλέκει τη χωρική μνήμη στην πράξη της ενθύμησης.
Η τέχνη της απομνημόνευσης καταγράφηκε σε εγχειρίδια –με βασικότερο το ανώνυμο λατινικό πόνημα «Rhetorica ad Herennium» («Ρητορικά στον Ερέννιο», μεταξύ 86 και 82 π.Χ.) –τα οποία χρησιμοποιούνταν στην εκπαίδευση. Μαζί με τη γραμματική, τη λογική, τη ρητορική, τα μαθηματικά, τη μουσική, βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα θεωρούνταν η εκπαίδευση της μνήμης. Οι μαθητές διδάσκονταν πώς να θυμούνται όσα έπρεπε να θυμούνται. Βασισμένοι στο λατινικό εγχειρίδιο, οι εκπαιδευτές του Φόερ τού δίδαξαν πώς να μετατρέπει το περιεχόμενο όσων πρέπει να θυμάται σε εικόνες και αξιοποιώντας τη φυσική χωρική του μνήμη να τις αποθηκεύει σε τόπους που οι μνήμονες αποκαλούν «παλάτια μνήμης».
Σήμερα οι μαθητές κατακλύζονται από πληροφορίες που πρέπει να θυμούνται για να περάσουν ένα διαγώνισμα αλλά δεν μαθαίνουν πώς να τις διατηρούν, παρατηρεί ο Φόερ. Από την άλλη, στον σύγχρονο πολιτισμό έχουμε συνηθίσει να εξωτερικεύουμε τις μνήμες μας.
Τώρα η καθημερινή μας δραστηριότητα βρίσκεται αρχειοθετημένη στο κινητό μας τηλέφωνο, πληροφορίες που χρειάζεται να θυμόμαστε είναι γρήγορα πρόχειρες μέσω του Διαδικτύου και το Facebook φροντίζει να μας υπενθυμίζει τα γενέθλια των φίλων μας. Στο μέλλον αυτή η εξωτερίκευση ενδέχεται να φτάσει στα άκρα. Αυτό επιχειρεί ο Γκόρντον Μπελ, επιστήμονας της πληροφορικής, ο οποίος σκανάρει οποιαδήποτε εικόνα ή έγγραφο πρέπει να θυμάται και τα περνά σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή προσπαθώντας να δημιουργήσει μια ψηφιακή μνήμη που δεν ξεχνάει ποτέ. Η ηλεκτρονική μνήμη είναι προέκταση του εαυτού μας, σχολιάζει ο Φόερ, δεν είναι όμως ακόμη αναπόσπαστο κομμάτι μας.
Μέσα από τη χιουμοριστική αφήγηση και τους πνευματώδεις διαλόγους του Φόερ με τους δασκάλους του μαθαίνουμε πρακτικές άσκησης της μνήμης και εφοδιαζόμαστε με τη σχετική βιβλιογραφία. Το βιβλίο του Φόερ δεν ανήκει όμως στην κατηγορία των βιβλίων αυτοβοήθειας που λειτουργούν ως «γυμναστήρια εγκεφάλου» για να κρατήσουμε μακριά το Αλτσχάιμερ.
Είναι μια αναδρομή στη φυσιολογία και στην ιστορία της μνήμης και ένα προσωπικό χρονικό μνημοτεχνικής εκπαίδευσης που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα. Στο τέλος ο Φόερ καταφέρνει να θυμάται ακολουθίες αριθμών, ποιήματα, πρόσωπα και ονόματα, εξακολουθεί όμως να ξεχνά πού έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του. Ακόμη κι έτσι δεν μετανιώνει για τον χρόνο που αφιέρωσε στην καλλιέργεια της ικανότητάς του να θυμάται, «γιατί οι μνήμες μας είναι αυτές που μας κάνουν αυτό που είμαστε. Είναι η έδρα των αξιών και η πηγή του χαρακτήρα μας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ