Οταν ένα καταναλωτικό αγαθό ορισμένου τύπου και ορισμένου μοντέλου θεωρείται επικίνδυνο, οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με την επιτήρηση της αγοράς είναι εξουσιοδοτημένες να λαμβάνουν κάθε μέτρο που επιβάλλεται, για την προστασία του καταναλωτή, όπως την αναστολή της διάθεσης του προϊόντος στην αγορά ή την απόσυρσή του. Η κοινοτική νομοθεσία επιβάλλει επίσης στις Αρχές αυτές να εφαρμόζουν συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αυτών αλλά και της Επιτροπής. Οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η απουσία του σήματος CE (ή ΕΚ) στα παιχνίδια ­ ή στη συσκευασία τους ­ και στις ηλεκτρικές οικιακές συσκευές συνιστά παράβαση των κοινοτικών κανόνων που τιμωρείται με κυρώσεις των οποίων οι λεπτομέρειες εξαρτώνται από τη νομοθεσία του κάθε κράτους – μέλους της Ενωσης.


Οι κοινοτικοί κανόνες προβλέπουν την ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων. Με άλλα λόγια, αν αγοράσει κάποιος ένα τέτοιο προϊόν, ο παραγωγός, ο εισαγωγέας και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο προμηθευτής είναι κανονικά υπεύθυνοι για τη βλάβη που ενδεχομένως προκληθεί. Και αυτό διότι δεν παρείχαν την προβλεπόμενη ασφάλεια. Ενας γενικός κανόνας τον οποίο θα πρέπει να γνωρίζει ο καταναλωτής είναι ότι για να διαπιστωθεί η «επικινδυνότητα» ενός προϊόντος λαμβάνεται υπόψη κυρίως η εξωτερική εμφάνιση αλλά και η χρήση του.


Αν λοιπόν ένας καταναλωτής πέσει θύμα τέτοιου προϊόντος, δικαιούται κατά κανόνα επανόρθωση της προσωπικής και υλικής ζημίας που προκλήθηκε λόγω του ελαττωματικού προϊόντος, ακόμη και αν δεν υπάρχει πταίσμα από την πλευρά του παραγωγού. Για να λάβει αποζημίωση, αρκεί να αποδείξει τη ζημία που έχει υποστεί, το ελάττωμα του προϊόντος και τη σχέση μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας.


Με στόχο την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών, τόσο η κοινοτική όσο και η ελληνική νομοθεσία προβλέπουν ότι οι κατασκευαστές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε προϊόν που παρέχεται στο πλαίσιο μιας εμπορικής δραστηριότητας και απευθύνεται στον καταναλωτή ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από αυτόν, δεν πρέπει να παρουσιάζει κανένα κίνδυνο ή μόνο κινδύνους χαμηλού επιπέδου που συμβιβάζονται με τη χρήση του προϊόντος σε κανονικές ή λογικά προβλέψιμες συνθήκες.


Οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι για να πληρούν τα προϊόντα αυτό το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας και της ασφάλειας, οι παραγωγοί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη κυρίως:


­ Τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, όπως τη σύνθεσή του ή τη συσκευασία του.


­ Την παρουσίαση του προϊόντος, την επισήμανσή του, ενδεχόμενες οδηγίες σχετικά με τη χρήση και την απόρριψή του.


­ Τις κατηγορίες καταναλωτών σε συνθήκες σοβαρού κινδύνου όσον αφορά τη χρήση του προϊόντος, ιδίως από παιδιά.


Επιπλέον οι διανομείς οφείλουν να ενεργούν προσεκτικά σχετικά με την ασφάλεια των προϊόντων, ιδίως με το να μην προμηθεύουν προϊόντα για τα οποία γνωρίζουν ή όφειλαν να εκτιμήσουν, με βάση τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους, ότι δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις των κανονισμών.


Πέρα από αυτή τη γενική ρύθμιση θεσπίστηκαν και κλαδικές διατάξεις για να ληφθεί υπόψη ο πιο ευαίσθητος χαρακτήρας ορισμένων προϊόντων. Σε αυτά, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται τα προϊόντα διατροφής, τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα καλλυντικά, τα παιχνίδια και οι ηλεκτρικές οικιακές συσκευές.


Αν τώρα ο καταναλωτής πέσει θύμα ενός προϊόντος, έχει δικαίωμα να ζητήσει την αποκατάσταση των προσωπικών και υλικών ζημιών που προκλήθηκαν από αυτό, ακόμη και αν δεν υπήρχε σφάλμα από μέρους του κατασκευαστή. Οπως προαναφέρθηκε, για να αποζημιωθεί, πρέπει απλώς να αποδείξει τη ζημία που έχει υποστεί, το ελάττωμα του προϊόντος, αλλά και τη σχέση μεταξύ του ελαττώματος και της ζημίας.


Καλό θα ήταν επίσης οι καταναλωτές να γνωρίζουν ότι η δυνατότητα προσφυγής στη Δικαιοσύνη λήγει ύστερα από τρία χρόνια από την ημερομηνία κατά την οποία το θύμα θα όφειλε να είχε διαπιστώσει τη ζημία, το ελάττωμα και την ταυτότητα του κατασκευαστή. Σε κάθε περίπτωση, δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του προϊόντος δεν είναι πλέον δυνατή η αναζήτηση της ευθύνης του κατασκευαστή.


Η προστασία που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο σε θέματα γενικής ασφάλειας των προϊόντων και ευθύνης λόγω ελαττωματικών προϊόντων πρέπει να εξασφαλίζεται από κάθε κράτος της Ενωσης. Το θύμα ενός ελαττωματικού ή επικίνδυνου προϊόντος θα πρέπει να μπορεί να ενεργήσει αποτελεσματικά και να μπορεί να υπερασπίσει σωστά τα δικαιώματά του.


Αρμόδια αρχή για την γενική ασφάλεια των προϊόντων είναι το υπουργείο Ανάπτυξης – Γενική Γραμματεία Εμπορίου. Πιο συγκεκριμένα ο καταστηματάρχης και ο καταναλωτής σε περίπτωση διαπίστωσης ανασφαλών ή επικίνδυνων προϊόντων, για να λάβει σχετικές πληροφορίες μπορεί να απευθύνεται στη Διεύθυνση Προστασίας του Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης.