ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ σύστημα υγείας, το αποκαλούμενο εθνικό, απαξιώνεται καθημερινά. Δυσβάσταχτες οφειλές στη βιομηχανία υγείας, μηδαμινά έσοδα από την παροχή υπηρεσιών, ανεπαρκέστατο αριθμητικά νοσηλευτικό προσωπικό, υπερπληθώρα ιατρικού προσωπικού σε μερικές ειδικότητες και έλλειψή του σε άλλες, παράλληλα με την απουσία αξιολόγησης για την απόδοσή του, έλλειψη σημαντικών ειδικοτήτων, διαγνωστικών εργαστηρίων και κλινών εντατικής θεραπείας ακόμη και στα τριτοβάθμια νοσοκομεία- όλα αυτά είναι η κορυφή του παγόβουνου των συσσωρευμένων από χρόνια προβλημάτων που ταλανίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας μας.

Η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας παρακολουθεί την κατρακύλα, υπόσχεται ότι θα διορθώσει πολλά, αλλά δεν κάνει τίποτα. Διαβάσαμε πρόσφατα στις εφημερίδες ότι ο τωρινός υπουργός Υγείας θα ήθελε να μετακινηθεί, λέει, σε ένα «πιο μάχιμο υπουργείο», πιθανότατα διότι θεωρεί ότι τα προβλήματα της Υγείας είναι πληκτικά και δεν ανταποκρίνονται στο μέγεθος των πολιτικών του ικανοτήτων. Ετσι περνάει καιρός, οι υπουργοί διαδέχονται αλλήλους, για να επαναλάβουν τα ίδια και στη συνέχεια να μετακινηθούν σε άλλα αξιώματα. Κι όμως, υπάρχει τρόπος για να εκσυγχρονιστεί το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας μας. Το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο και η λύση του δεν είναι εύκολη. Απαιτείται ηγεσία που να έχει τη σοβαρότητα να μελετήσει διεξοδικά το πρόβλημα και να θέλει να το λύσει αγνοώντας το πολιτικό κόστος. Τον χώρο της υγείας λυμαίνονται πολλά και ισχυρά συμφέροντα που αντιπαλεύουν κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Γιατί το σύστημα υγείας απαξιώνεται καθημερινά; Ανοργανωσιά, σπατάλη και η μη αξιολόγηση του προσφερόμενου έργου είναι οι τρεις κύριες αιτίες που δημιούργησαν το πρόβλημα. Καμιά πολιτική ηγεσία του υπουργείου δεν χαρτογράφησε ανά γεωγραφική περιοχή την υλικοτεχνική υποδομή και το προσωπικό για να αναδείξει ελλείμματα και να προγραμματίσει τη βελτίωσή τους. Συνήθως οι θέσεις του ιατρικού προσωπικού δεν δίδονται με βάση τις ανάγκες του συγκεκριμένου νοσοκομείου και της γεωγραφικής περιοχής αλλά για να ικανοποιήσουν τους εκάστοτε κολλητούς. Το νοσηλευτικό προσωπικό πανελλήνια είναι ελλειμματικό. Νοσηλευτές προσλαμβάνονται αλλά νοσηλευτές δεν υπάρχουν στα νοσοκομεία. Στη χώρα μας τη νοσηλευτική φροντίδα των ασθενών αναλαμβάνουν συγγενείς ή ιδιωτικά προσλαμβανόμενες αποκλειστικές αδερφές.

Τα νοσοκομεία διοικούνται κατά πλειοψηφία από αδαή κομματικά στελέχη και όχι από άτομα με παιδεία και εμπειρία στην οργάνωση και διοίκηση νοσοκομείων. Η πλημμελής διοίκηση τροφοδοτεί την ανοργανωσιά και τη σπατάλη. Η ανοργανωσιά είναι διάχυτη και η σπατάλη πρωτοφανής. Στη χώρα μας οι τιμές των βιοτεχνολογικών προϊόντων είναι δύο ή και τρεις φορές πάνω από τις αντίστοιχες τιμές των προϊόντων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το γιατί είναι κοινό μυστικό. Η βιομηχανία εξοφλείται για τα προϊόντα που διέθεσε ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ- άκουσον άκουσον- δίδει ποσοστό στον θεράποντα γιατρό («μαύρα», όπως λέει ο λαός μας) που κυμαίνεται από 15%-25% επί της τιμής του προϊόντος. Είναι δύσκολο η ηγεσία της χώρας μας, κυβερνώντες και αντιπολίτευση, να εξισορροπήσουν τις τιμές των βιοτεχνολογικών προϊόντων με αυτές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών; Φαίνεται πως ναι! Αφενός γιατί αρκετοί πολιτικοί μας χρωστούν πολλά στη βιομηχανία υγείας (με τη μορφή χρηματοδοτήσεων των προεκλογικών τους δαπανών κ.λπ.) και αφετέρου γιατί δεν θέλουν να ταράξουν την ησυχία τους από τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών του χώρου. Η άλλη μεγάλη πληγή σπατάλης είναι η συνταγογράφηση ακριβών θεραπευτικών ουσιών, πολλές φορές χωρίς ένδειξη, για το νόσημα που δίδονται. Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε πολλές άλλες πληγές σπατάλης, όπως η μη ανταποδοτικότητα ακριβών διαγνωστικών οργάνων (καθ΄ ότι δεν λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο) ή η επανάληψη, χωρίς ένδειξη, ακριβών εξετάσεων ή και οι πολλαπλές νοσηλείες ενός ασθενή για τη λύση του ιατρικού του προβλήματος.

Στη θανατηφόρα τριάδα της απαξίωσης του δημοσίου συστήματος υγείας έρχονται να προστεθούν, για να ολοκληρωθεί η καταστροφή, η έλλειψη σοβαρών προγραμμάτων συνεχιζόμενης εκπαίδευσης του ιατρικού προσωπικού, η μη περιοδική αξιολόγησή του, η αναρρίχηση ιατρών σε διευθυντικές θέσεις με δημοσιοϋπαλληλικά κριτήρια και οι κουρασμένοι υπό ειδίκευση ιατροί (μέσος όρος ηλικίας έναρξης ειδικότητος 30 ετών), θύματα της λίστας μακροχρόνιας αναμονής τους για την έναρξη ειδικότητος.

Πώς λοιπόν θα αντιμετωπιστούν τα προβλήματα; Μήπως ο ρόλος του ιατρικού σώματος στη διόρθωση των «κακώς κειμένων» στον χώρο της υγείας είναι ουσιώδης; Μήπως ήρθε ο καιρός ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, αντί να παρακολουθεί παθητικά την κατρακύλα, να εισηγηθεί και να προωθήσει μεταρρυθμίσεις του συστήματος που θα το εκσυγχρονίσουν; Σε κάθε περίπτωση, ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε- το έκαναν άλλες χώρες πριν από μας, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο. Βούληση χρειάζεται, σθένος και σοβαρότητα- αρετές που δεν πλεονάζουν στο πολιτικό μας σύστημα.

Ο κ. Χαράλαμπος Μ. Μουτσόπουλος είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.