Ξαφνικά, μια «βόμβα» έσκασε το καλοκαίρι του 1948, λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ, στα γραφεία της ομάδας ασφαλείας της αμερικανικής Μεραρχίας Μηχανικού στη Θεσσαλονίκη, που έκανε ανακρίσεις για τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου. Ο προϊστάμενος της ομάδας Ρόμπερτ Μακάουν δήλωσε στους υφισταμένους του πως είναι βέβαιος ότι η δολοφονία του Πολκ έχει σχέση με το «οργανωμένο έγκλημα». Ο Μακάουν είχε μελετήσει τους φακέλους με τα στοιχεία που του έδωσε η Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης αλλά και αρκετές πληροφορίες από «άλλες πηγές», προφανώς αμερικανικών και βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Καλός επαγγελματίας, σοβαρό πρόσωπο, με μετρημένες τις κουβέντες του, δεν ήταν δυνατόν να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα αν δεν είχε κάτι σοβαρό στα χέρια του. Δυστυχώς, για λόγους τουλάχιστον περίεργους, λίγες εβδομάδες αργότερα ο Μακάουν πήρε μετάθεση. Η έρευνα προς την κατεύθυνση που έδειξε δεν έγινε ποτέ. Ή μάλλον δεν έγινε γνωστό ποτέ αν οι Αμερικανοί έκαναν κάποια σχετική έρευνα.


Ο Βλάντον στο βιβλίο του βεβαιώνει ότι πολλά έγγραφα, ακόμη και φάκελοι της «υπόθεσης Πολκ», λείπουν από τα αμερικανικά αρχεία. Αρκετά χρόνια αργότερα ο Μακάουν, συνταξιούχος πλέον, κυριολεκτικά εκλιπαρούσε «να ανοίξει ο φάκελος Πολκ» υποσχόμενος ότι «είχε τρομερά στοιχεία πως ο Πολκ εργαζόταν για κάποιο σκάνδαλο με ναρκωτικά και άλλα (είδη) την εποχή που τον σκότωσαν», μάλιστα ζητούσε να πάει με δικά του έξοδα στην Ελλάδα «για να εργαστεί πάνω στη δολοφονία» του Πολκ. Ουδέποτε έλαβε απάντηση.


Ωστόσο υπάρχουν αρκετές ενδείξεις. Είναι απολύτως τεκμηριωμένο ότι Ελληνες, παρακρατικοί και μη, καθώς και Αμερικανοί έκαναν λαθρεμπόριο πολύτιμων αγαθών, φαρμάκων, ανταλλακτικών, ακόμη και όπλων· μάλιστα είχαν συλληφθεί και είχαν τιμωρηθεί κατά καιρούς τρεις – τέσσερις αμερικανοί υπαξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βόρεια Ελλάδα και ήταν πολύ περισσότεροι εκείνοι που αποδεδειγμένα είχαν κατηγορηθεί για συνεργασία με έλληνες μαυραγορίτες. Επίσης είναι βέβαιο ότι ο Πολκ είχε πολλά στοιχεία γι’ αυτή τη συνεργασία· μάλιστα επανειλημμένα στις ανταποκρίσεις του έκανε λόγο για τους «διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους» που «κλέβουν ασύστολα τη βοήθεια που στέλνουν οι Αμερικανοί στον ελληνικό λαό για την ανοικοδόμηση της χώρας του». Λογικό είναι να φανταστούμε ότι αυτές οι εκπομπές ενοχλούσαν τρομερά έλληνες κυβερνητικούς και αστυνομικούς, τους οποίους ο Πολκ περιποιόταν καταλλήλως, και Αμερικανούς ­ κυρίως τους πρώτους.


Μαυραγορίτες και πράκτορες της CIA


Πολύ επιβαρυντικά στοιχεία είχε ο Πολκ για κάποιο λοχαγό της μισθοδοσίας Λιούις Ρόμπερτς, ο οποίος φαίνεται είχε γίνει και πληροφοριοδότης του. Η πρεσβεία ανακάλυψε κάποτε τις απάτες του Ρόμπερτς και τον εξαπέστειλε στην Αμερική αλλά κάνοντας σχετικές ανακρίσεις διαπίστωσε ότι αυτός είχε σχέσεις με τον Πολκ. Τα στοιχεία από τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που φέρνει στη δημοσιότητα ο Βλάντον είναι εντυπωσιακά. Ελληνες μαυραγορίτες και αμερικανοί στρατιωτικοί είτε απλοί υπάλληλοι εταιρειών που είχαν αναλάβει την ανοικοδόμηση στην Ελλάδα «έκλεβαν με τα τέσσερα χέρια».


Το τι θα συνέβαινε αν όλα αυτά έρχονταν στη δημοσιότητα δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε. Ωστόσο οι αμερικανικές αρχές προτίμησαν να κλείσουν τα μάτια τους. Η δολοφονία του Πολκ έφερε την καρδιά στη θέση της σε εκείνους που είχαν λερωμένα τα χέρια τους. Αλλά 30 χρόνια αργότερα ήρθε κάτι άλλο να προστεθεί και να φέρει πάλι την υπόθεση στο προσκήνιο. Το 1977, με την αποκατάσταση δημοκρατικών συνθηκών στην Ελλάδα, κάποιος αμερικανός βουλευτής, το όνομα του οποίου δεν ανακοινώνεται από τις αμερικανικές αρχές, έστειλε μία επιστολή στο αρχηγείο της CIA στην οποία έγραφε ότι έχει υπόψη του συγκεκριμένο πρόσωπο το οποίο τον βεβαίωσε πως «παρέστη μάρτυς» όταν ένας πράκτορας της CIA, ο οποίος εμφανιζόταν ως υπάλληλος μιας αμερικανικής τεχνικής εταιρείας, σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ. Μια τέτοια επιστολή γραμμένη από ένα βουλευτή δεν ήταν δυνατόν να μείνει χωρίς συνέχεια. Πράγματι, στα αμερικανικά αρχεία αναφέρεται η σχετική αλληλογραφία της CIA με τον βουλευτή αλλά είτε παραμένουν έγγραφα ακόμη «κλειστά» είτε έχουν απαλειφθεί ονόματα, ημερομηνίες, τοποθεσίες και ό,τι άλλο θα μπορούσε να είναι κατατοπιστικό. Γιατί; Δεν υπάρχει επίσημη απάντηση.


Η πληροφορία δεν μπορεί παρά να είναι ακριβής. Θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι ένας άνθρωπος στέλνει επιστολή στον βουλευτή του για μια υπόθεση ξεχασμένη, 30 χρόνια μετά. Ούτε και είναι δυνατόν ένας βουλευτής να αποφασίζει να στείλει την επιστολή στη CIA χωρίς να έχει κάνει προηγουμένως κάποια έρευνα για τη φερεγγυότητα του επιστολογράφου του. Τότε λοιπόν;


Καθώς η «υπόθεση Πολκ» εξακολουθεί να απασχολεί αρκετούς στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελλάδα ­ άρθρα σε σοβαρά περιοδικά και βιβλία άρχισαν να εμφανίζονται όχι μόνο στις δύο χώρες αλλά και στη Βρετανία, στη Γαλλία και αλλού ­, ένα άλλο στοιχείο «ανακαλύπτεται», καταχωνιασμένο σε κάποια αρχεία της Ουάσιγκτον.


Ο τραμπούκος και ο χωροφύλακας


Τον Ιανουάριο του 1953 παρουσιάζεται στην αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα μια γυναίκα από τη Θεσσαλονίκη ονόματι Σούλα Καράνθου, η οποία δηλώνει ότι «έχει ζωτικής σημασίας πληροφορίες για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ». Οταν της ζητούν να τις αναφέρει, καταθέτει ότι «πιστεύει» πως δολοφόνος είναι κάποιος Ζήσης Νίκτσας που κάθεται στο διπλανό διαμέρισμα της πολυκατοικίας της. Δίνει και σχετικές λεπτομέρειες, τα «αποδεικτικά» που αναφέρει είναι εύλογα και εξηγεί ότι δεν τολμούσε να τα παρουσιάσει ενωρίτερα λόγω του κλίματος που επικρατούσε. Ο αμερικανός ανακριτής εντυπωσιάζεται, γίνεται κάποια έρευνα για διασταύρωση των πληροφοριών αλλά αυτές δεν οδηγούν πουθενά γιατί στο μεταξύ το εν λόγω πρόσωπο έχει εξαφανιστεί και η υπόθεση οδηγείται στο αρχείο. Ωστόσο, όπως γράφει και ο Βλάντον, η Καράνθου έδειξε ένα δρόμο. Ποιος ήταν αυτός ο Νίκτσας;


Μια σοβαρή έρευνα αρκετά χρόνια αργότερα έδωσε το πορτρέτο του: μικροαπατεώνας και καταχραστής, έκλεψε χρήματα που προορίζονταν για τα θύματα της Κατοχής και με αυτά αγόρασε μια ταβέρνα στη Νέα Κρίνη της Θεσσαλονίκης την οποία ονόμασε «Πίνδος». Ο Νίκτσας το 1946 οργανώθηκε σε ακροδεξιές συμμορίες και σύντομα το «Πίνδος» έγινε στέκι των παρακρατικών. Ο Βλάντον συνάντησε πριν από λίγα χρόνια κάποιον «καπετάνιο» που ζούσε εκεί και γνώριζε πολλά. Ο Ζήσης ήταν «σε μια ομάδα τραμπούκων που (τότε) κυκλοφορούσαν πάντοτε ένοπλοι και δεν το είχαν σε τίποτε να κάνουν χρήση του όπλου τους. Εκαναν ό,τι τους γούσταρε». Αλλά και κάτι άλλο προέκυψε από την έρευνα: επικεφαλής της Χωροφυλακής στη Νέα Κρίνη τότε ήταν ο Ευθύμιος Καμουτσής, που έπαιξε ρόλο στη «διαλεύκανση» της δολοφονίας του Πολκ ­ και, σε λιγότερο από 20 χρόνια αργότερα, της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.


Ναρκωτικά, όπλα, μπιζέλια και αστακοί


Και δύο άλλα πράγματα προέκυψαν από την έρευνα. Οι παρακρατικοί ήταν «βαθιά μπασμένοι» στο λαθρεμπόριο, όχι σπάνια «περνούσαν ναρκωτικά όπου είχε ζήτηση», ακόμη και όπλα, πάντοτε με την κάλυψη της τοπικής Χωροφυλακής που βεβαίως έπαιρνε τη μίζα της. Το δεύτερο στοιχείο ήταν ότι η περιοχή βγάζει αστακούς και δεν έλειπε ποτέ από την κουζίνα του «Πίνδος». Τι σημασία έχει αυτό; Πολύ μεγάλη. Από τη νεκροψία που έγινε στο πτώμα του Πολκ βρέθηκαν στο στομάχι του «υπολείμματα αστακού και μπιζελιών». Κατά το κατηγορητήριο, ο Πολκ συνέφαγε με τους κατοπινούς δολοφόνους του στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο» της Θεσσαλονίκης όπου (υποτίθεται) παρήγγειλε αστακό με μπιζέλια. Αλλά τέτοιο φαγητό δεν υπήρχε εκείνη την ημέρα σε αυτό το εστιατόριο ­ κάτι που δεν τόλμησαν να αναφέρουν τα γκαρσόνια του στη δίκη του Στακτόπουλου κ.ά.


Μήπως λοιπόν ο Πολκ ήταν θύμα όχι κάποιας συνωμοσίας δεξιών ή αριστερών αλλά «της στιγμής»; Μήπως οι δολοφόνοι του ήταν μαυραγορίτες και λαθρέμποροι που τον δολοφόνησαν γιατί φοβήθηκαν ότι ο δημοσιογράφος θα τους αποκάλυπτε και μαζί με αυτούς και τους χωροφύλακες που τους κάλυπταν; Ο Βλάντον φαίνεται ότι αυτό πιστεύει ­ και δεν είναι ο μόνος ­ και δίνει τις γενικές γραμμές του σεναρίου.


Ο Πολκ έχει ανακαλύψει το λαθρεμπόριο, έχει αρκετά στοιχεία για την ανάμειξη των Αμερικανών στα κυκλώματα και αναζητεί τα ίχνη ­ όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα. Η συνέντευξη με τον Μάρκο περνά σε δεύτερη μοίρα καθώς βλέπει τις δυσχέρειες και δεν έχει τον απαιτούμενο χρόνο. Αναζητεί κάποιους από το κύκλωμα ανάμεσα στους παρακρατικούς ­ ούτε γι’ αυτούς έχει αμφιβολίες ­ και όταν τους βρίσκει εκείνοι τον πηγαίνουν ­ πού αλλού; ­ στο «Πίνδος», στο στέκι τους. Τον ταΐζουν αστακό και όταν διαπιστώνουν ότι γνωρίζει πολλά τον δολοφονούν και με μια βάρκα τον μεταφέρουν και τον πετούν στα ανοικτά. Το ρεύμα του κόλπου της Θεσσαλονίκης θα τον ξεβράσει λίγες ημέρες αργότερα. Είναι ο Ζήσης Νίκτσας ο δολοφόνος; Αγνωστο, οπωσδήποτε όμως είναι συνεργός. Η Καράνθου έχει καταθέσει στην αμερικανική πρεσβεία ότι λίγες ημέρες προτού ανακαλυφθεί το πτώμα του Πολκ άκουσε τη γυναίκα του Νίκτσα να κλαίει και να του λέει «γιατί το έκανες αυτό;».


Βολική η «ενοχή» των κομμουνιστών


Φυσικά οι δολοφόνοι – παρακρατικοί ενημέρωσαν τη Χωροφυλακή για το τι έκαναν. Θα ήταν βέβαια αφέλεια να περιμένουμε ότι αυτή «θα ενεργούσε τα δέοντα» εκείνη την εποχή. Κάθε άλλο. Νεκρός ο Πολκ; Να η ευκαιρία! Τι άλλο από το να τον δολοφόνησαν οι κομμουνιστές. (Λίγα χρόνια αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι είχαν διαπιστώσει «τροχαίο δυστύχημα» στη δολοφονία του Λαμπράκη). Το σκηνικό δεν ήταν δύσκολο να φτιαχτεί, είχαν άλλωστε τουλάχιστον 48 ώρες καιρό για τη σκηνοθεσία. Σε αυτό το διήμερο παραβιάστηκε το δωμάτιο του Πολκ στο ξενοδοχείο του, εκλάπησαν χαρτιά και φάκελοι με σημειώσεις και έγγραφα για τα οποία είχε αναφερθεί στους προϊσταμένους του ­ και τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ (βοήθησαν όμως για την πλαστογράφηση της υπογραφής του Πολκ και στο γράψιμο μιας επιστολής «του» ­ και χαλκεύτηκε το κατηγορητήριο. Καθώς η «ενοχή των κομμουνιστών» βόλευε περίφημα την Ουάσιγκτον δεν έγινε καμιά σοβαρή προσπάθεια να ερευνηθεί σε βάθος η «υπόθεση Πολκ», ούτε τότε ούτε και αργότερα. Και, πράγμα διόλου περίεργο, μετά τη δολοφονία του Πολκ σταμάτησαν οι αποκαλυπτικές ανταποκρίσεις από την Αθήνα για τους «μοναρχοφασίστες», εξαφανίστηκαν στην Αμερική τα επικριτικά σχόλια για το δόγμα Τρούμαν, για τη βοήθεια στην Ελλάδα και ποιοι την καρπούνται κλπ.


Ο γνωστός αμερικανός δημοσιογράφος Α. Φ. Στόουν είπε τα εξής όταν το 1968 έλαβε το Βραβείο Τζορτζ Πολκ: «Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν το πρώτο μας Βιετνάμ, η πρώτη εφαρμογή της Pax Americana. (…) Ο Τζορτζ Πολκ ήταν ένας από εκείνους τους λίγους αμερικανούς δημοσιογράφους που δεν φοβόταν να δει πίσω από τη μαυρίλα του Ψυχρού Πολέμου την αγωνία του ελληνικού λαού. Δολοφονήθηκε γι’ αυτό, ήταν ο «Ζ» της δεκαετίας του ’40. Κάποια ημέρα κάποιος θα πρέπει να γράψει την ιστορία του Τζορτζ Πολκ με όλες τις επιπτώσεις που είχε η δολοφονία του…».


Πενήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ το μυστήριο παραμένει. Ισως επειδή κάποιοι δεν τόλμησαν ακόμη να ανοίξουν κάποια αρχεία.