«Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;» ρώτησα τη δωδεκάχρονη κόρη της Καίτης. «Queen of the web» απάντησε και συνέχισε να «σερφάρει» με το κινητό τηλέφωνο της μαμάς της. «Τι επάγγελμα είναι αυτό;». «Είσαι όλη μέρα μέσα στο Internet και μιλάς με τους φίλους σου, ανεβάζεις φωτογραφίες, πατάς like, γίνεσαι YouTubίτσα, επικοινωνείς με άλλες YouTubίτσες…». Εγώ στην ηλικία της ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. «Εγώ, πάλι, παίζω ένα online παιχνίδι με αρχαιολόγους: πρέπει να μπω στην πυραμίδα και να ανακαλύψω πρώτη απ’ όλους τη μούμια. Τότε ανοίγει η πύλη προς το Bασίλειο των Nεκρών». Αυτό δεν είναι ανασκαφή, είναι θρίλερ. «Μπα, δεν είναι πολύ τρομακτικό, υπάρχουν πιο φοβιστικά παιχνίδια. Οπως αυτό που πρέπει να γλιτώσεις από τον δολοφόνο που σε κυνηγάει με το μαχαίρι. Δοκίμασε!».
Λίγο αργότερα ήμουν πεσμένος στο κέντρο της οθόνης του τηλεφώνου, μέσα στα αίματα. Με είχε μαχαιρώσει μπαμπέσικα ο κακούργος, στην πλάτη. «Δεν είναι πολύ βίαια αυτά τα παιχνίδια για ένα κορίτσι δώδεκα ετών;» ρώτησα τη μαμά της. «Και για ένα αγόρι δώδεκα ετών είναι βίαια, όλα, όμως, τα παιδιά τέτοια παίζουν» απάντησε: «Εξάλλου, οι πραγματικές, οι μοιραίες παγίδες κρύβονται αλλού: στην επικοινωνία, στα σάιτ κοινωνικής δικτύωσης. Αυτή η αναθεματισμένη απλωσιά του Internet δεν σου επιτρέπει να έχεις τον έλεγχο που θα ήθελες». Και τι κάνεις; «Μιλάω πολύ με τα παιδιά μου, τους εξηγώ ξανά και ξανά τους κινδύνους. Θέλω να πιστεύω ότι με αυτόν τον τρόπο τα βοηθάω να αποκτήσουν επίγνωση της κατάστασης. Είμαι, όμως, κατά των απαγορεύσεων, εξάλλου, πώς να τα αποκλείσω από το Διαδίκτυο; Ολοι οι συνομήλικοί τους τον ελεύθερο χρόνο τους εκεί μέσα τον περνάνε. Είναι και εργαλείο για την εκπαίδευσή τους».
Παρακολουθείς, όμως, στενά τη δραστηριότητά τους; «Οχι ιδιαιτέρως. Από τη μία δεν έχω καλή σχέση με Facebook, από την άλλη δεν μου αρέσει η ιδέα της κατασκοπείας, θέλω να πιστεύω ότι ο τρόπος με τον οποίο μεγαλώνω τα παιδιά μου τους δίνει τα απαραίτητα εφόδια, τα κάνει πιο προσεκτικά, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγω στα παλαιάς κοπής κολπάκια που έκαναν οι δικές μας μητέρες –η δική μου διάβαζε λεπτομερώς το ημερολόγιό μου…». Είναι μια μέθοδος και αυτή.
Η Αννα, πάλι, εφαρμόζει άλλη μέθοδο, πιο κοντά στη μαμά που διάβαζε το ημερολόγιο, αλλά και πιο εξελιγμένη: έχει μπει στο Facebook με ψευδώνυμο και ψεύτικη φωτογραφία, έχει γίνει φίλη της κόρης της και έτσι παρακολουθεί από κοντά τις δραστηριότητές της. «Δεν ντρέπεσαι να κατασκοπεύεις το παιδί;» τη ρωτάω. «Καθόλου», απαντά με τη σιγουριά της «Μ» από τον Τζέιμς Μποντ: «Μόνο έτσι θα προφτάσω τα χειρότερα». «Ναι, αλλά από ηθικής απόψεως…». «Από ηθικής απόψεως, η ανήλικη κόρη της Σόνιας τα έφτιαξε μέσω Internet με έναν Αλβανό και το περασμένο Πάσχα την έψαχναν στα Τίρανα. Ηταν έτοιμοι να βάλουν στο κόλπο και τη Νικολούλη, ευτυχώς όμως το παιδί γύρισε. Ούτε στα Τίρανα θέλω να πάω, ούτε τη Νικολούλη να γνωρίσω, ειδικά το δεύτερο».
Τι θα έκανα εγώ; Ομολογώ ότι η μέθοδος της Καίτης ακούγεται πιο «καθωσπρέπει», μπροστά όμως στην πιθανότητα να βρεθώ γκεστ σταρ στο «Φως στο τούνελ» δεν λέω όχι και στη μέθοδο της Αννας. Εξίσου διχασμένοι εμφανίστηκαν και άλλοι φίλοι στους οποίους μετέφερα τον προβληματισμό μου. Σημασία έχει το αποτέλεσμα, αποφάνθηκαν άπαντες: παιδιά όσο το δυνατόν πιο ασφαλή από τη σκοτεινή πλευρά του Internet. Ειδικά σήμερα, που αμέσως μόλις μάθουν να περπατάνε, μαθαίνουν και να σερφάρουν. Που το Διαδίκτυο είναι όλος ο κόσμος τους, με τα καλά του και τα κακά του, από τον οποίο δεν μπορεί να τα απομονώσει κανείς. Το μόνο που μπορεί είναι να φροντίσει να τα οχυρώσει απέναντι στους κινδύνους. Πώς γίνεται αυτό; Ελα ντε!
Παρατηρώ γνωστούς και φίλους να αυτοσχεδιάζουν: Ο ένας κάνει τον Σέρλοκ Χολμς και ψάχνει κρυφά τα ηλεκτρονικά ίχνη του παιδιού του (όχι πάντα χωρίς τύψεις για την αδιακρισία του), ο άλλος εφαρμόζει την πατροπαράδοτη πλύση εγκεφάλου με την οποία έχουν διαπαιδαγωγηθεί γενεές επί γενεών («εγώ θα σ’ τα λέω συνέχεια για να τα ακούς, και ας δυσανασχετείς», «πες πες, κάτι θα σου μείνει»…), ένας τρίτος βάζει αυστηρά όρια στη χρήση του Internet, ο τέταρτος ακολουθεί πιο… φιλελεύθερη πολιτική.
Ποιος είναι σωστός και ποιος λάθος; Υπάρχει κανένας που να μπορεί αυτή τη στιγμή να αποφανθεί με σιγουριά; Νομίζω πως όχι. Ζαλισμένοι όλοι από την τεχνολογική επανάσταση που τους αιφνιδίασε, που ανέτρεψε όλα τα δεδομένα της καθημερινότητάς τους και που διαμορφώνει το μέλλον, αναζητούν ακόμη τρόπους για να την αντιμετωπίσουν. Πού θα πάει, θα τους βρουν, είναι θέμα χρόνου. Στο μεταξύ, με αυτή τη ζαλάδα στο κεφάλι τους οι digital immigrants (πείτε τους και μετανάστες στο νέο ψηφιακό περιβάλλον) παρατηρούν τα παιδιά τους (τους digital natives –γηγενείς του Διαδικτύου) να ανοίγουν τα φτερά τους και να επιδίδονται σε παράτολμες πτήσεις σε αυτό το νέο, ολόδικό τους σύμπαν. Οι… άλλες εποχές είναι εδώ! Ο γονιός θα έχει πάντα την έγνοια τους.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ