Η τέχνη είναι καταναλωτικό προϊόν. Όσο περισσότερο πουλήσει τόσο περισσότερο δικαιούται τον χαρακτηρισμό win-win. Η διαπίστωση προκύπτει από το πέμπτο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Ο χάρτης και η επικράτεια» (εκδόσεις Εστία). Ένα μυθιστόρημα που έρχεται στην ελληνική αγορά απογυμνωμένο από τη δημοσιότητα που έλαβε το φθινόπωρο στη Γαλλία, από το πλήθος των κριτικών, τον καταιγισμό των συνεντεύξεων και την αναστάτωση που φέρνει το βραβείο Γκονκούρ, με το οποίο τιμήθηκε. Ο Μισέλ Ουελμπέκ έχει υποστεί βάναυσες προσεγγίσεις στα βιβλία του και στο πρόσωπό του_ θεωρήθηκε κυνικός, σεξιστής, ρατσιστής, μονόχνοτος.

Αν κάποιοι εξανίσταντο με αυτήν την τακτική, να κρίνεται δηλαδή το βιβλίο από τον χαρακτήρα του συγγραφέα του, παίρνουν την κατάλληλη απάντηση μέσα από τις σελίδες του νέου μυθιστορήματος. Ο Ουελμπέκ χρησιμοποιεί εαυτόν ως ήρωα, στο πλευρό του κεντρικού χαρακτήρα, του εικαστικού καλλιτέχνη Ζεντ Μαρτέν.
Μέσα από την επιτυχία του Ζεντ Μαρτέν διακωμωδούνται τόσο οι καλλιτεχνικές προθέσεις όσο και η αποδοχή που έχει ένα έργο. Ο δημιουργός κάνει ορισμένες τυχαίες επιλογές, οι κριτικοί αντιμετωπίζουν το αποτέλεσμα υπερβατικά και ο αναγνώστης απολαμβάνει την διάλυση ενός σύμπαντος: του κόσμου της τέχνης.

Ο Ζεντ Μαρτέν συνήθιζε ως φοιτητής να φωτογραφίζει χρηστικά μεταλλικά αντικείμενα. Η πρώτη του ατομική έκθεση που έχει θέμα την φωτογράφιση χαρτών Μισελέν, κάνει πάταγο. Ο καλλιτέχνης έχει γνωρίσει τα κατάλληλα πρόσωπα, μια ρωσίδα στέλεχος της εταιρείας, ένα γκαλερίστα με καινούργιο βιομηχανικό χώρο. Τον συνδράμει μια νεαρά ειδική στις δημόσιες σχέσεις, η οποία γνωρίζει όλα τα κόλπα της προώθησης. Ο Μαρτέν αποθεώνεται από τον Τύπο. Η πιο ενδιαφέρουσα (ξεκαρδιστική) κριτική έχει θεολογικό πάτημα. Θα χρειαστεί να περάσει μια δεκαετία για την επόμενη έκθεση. Σε εκείνο το σημείο μπαίνει στην αφήγηση ο Ουελμπέκ. Ο καλλιτέχνης του ζητά να γράψει το κείμενο για τον κατάλογο της έκθεσης, η οποία έχει θέμα τα επαγγέλματα. Επιστροφή στην παραστατική ζωγραφική.
Είναι πολύ παράξενο να αναφέρεται ένας συγγραφέας στον εαυτό του. Ο Ουελμπέκ καταφέρνει κάτι: έχει πολλά πρίσματα. Δεν αναφερόμαστε στα δεδομένα που αφορούν τον τόπο κατοικίας ή την απροθυμία του να ανοίξει τις κούτες τρία χρόνια μετά την μετακόμιση στο σπίτι της Ιρλανδίας. Μιλάει για τις παραξενιές, τις ευαισθησίες, τις ανασφάλειες ενός άνδρα που επιλέγει τον μοναχικό βίο. Πολύ πετυχημένα ειρωνεύεται την ίδια του την ύπαρξη. Στην πρώτη συνάντηση που έχει με τον Ζεντ Μαρτέν του λέει ότι τα μίντια τον περιγράφουν ως μέθυσο. Εξηγεί ότι πάντα πίνει όταν είναι με δημοσιογράφους για να αντέξει την βλακεία τους. Κάπου εκεί ο αναγνώστης θα υποψιαστεί ότι ο συγγραφέας συκοφαντείται. Μέχρι το τέλος του βιβλίου ο Ουελμπέκ θα ανοίξει τόσα μπουκάλια ώστε να ανατρέψει ο ίδιος τους ισχυρισμούς του.
Πολλά γράφτηκαν για το «Ο χάρτης και η επικράτεια», ότι είναι το πιο ώριμο, το λιγότερο προκλητικό. Ο Ουελμπέκ είναι πάντα Ουελμπέκ. Δεν χρειάζονται συγκρίσεις μεταξύ των βιβλίων του. Το μυθιστόρημα είναι απολαυστικό ακόμη και για τον αναγνώστη που αγνοεί το φαινόμενο. Όποιος τον παρακολουθεί χρόνια, ως γραφιά και ως δημόσιο πρόσωπο, θα κατανοήσει τη δήλωσή του ότι αυτό θα είναι το τελευταίο του βιβλίο. Το απευχόμαστε.