H χαρά των αλβανών φιλάθλων μετά τη νίκη της Αλβανίας στον προκριματικό ποδοσφαιρικό αγώνα του Μουντιάλ ήταν η χαρά των «μικρών». Το σοκ που προκάλεσε στην ελληνική πλευρά αντανακλούσε ίσως, όχι μόνο την απότομη προσγείωση της «ομαδάρας», αλλά και την απότομη ανατροπή των σχέσεων που κυριαρχούσαν την περίοδο του Euro και της Ολυμπιάδας, όπου οι Ελληνες κατείχαν τη θέση του αουτσάιντερ που δοκιμάζεται, άνισα και ηρωικά, στις αρένες των «Δυτικών».


Το παιχνίδι με την Αλβανία όμως ήρθε να υπενθυμίσει ότι, ενώ στον ευρύτερο ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο χάρτη οι Ελληνες αντιπροσωπεύουν το στερεότυπο του μαθητευόμενου Ευρωπαίου, στα μετα-κομμουνιστικά Βαλκάνια οι Ελληνες είναι πια οι «προνάρ γκρεκ», τα αφεντικά, φτασμένοι και δυνατοί.


* Εμείς και οι άλλοι


H εικόνα των μεταναστών σε μια χώρα, όπως άλλωστε και των φτωχών, των εγκληματιών, αλλά και των «εξωτικών» λαών, διαμορφώνεται συνήθως από τους εκπροσώπους της ηγεμονικής κουλτούρας: δημοσιογράφους, αστυνομικούς, δικηγόρους, πολιτικούς, κοινωνιολόγους ή εθνολόγους. Πώς όμως βλέπουν «εμάς» αυτοί οι «άλλοι» της ελληνικής κοινωνίας;


Το ερώτημα αυτό συνήθως δεν τίθεται καν. Ετσι στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, οι ντόπιοι θεωρούν ότι οι μετανάστες δεν είναι σε θέση να αντιστρέψουν το διεισδυτικό βλέμμα της ηγεμονικής κουλτούρας για να παράγουν τις δικές τους αναπαραστάσεις της εμπειρίας τους, αφού δεν έχουν τα μέσα, τον χρόνο ή τη γνώση για να περιγράψουν τη ζωή τους. Στην πραγματικότητα όμως, παίρνοντας το παράδειγμα του πρόσφατου ρεύματος της αλβανικής μετανάστευσης, μπορεί κανείς να βρει μια πληθώρα από πολιτισμικά προϊόντα «υψηλής» και «λαϊκής» κουλτούρας (αλβανικά τηλεοπτικά σίριαλ, μυθιστορήματα, ραπ μουσική, σινεφίλ ταινίες και δημοτικά τραγούδια), τα οποία, ακόμη και αν δεν παράγονται ευθέως από τους ίδιους τους μετανάστες ή τους ανθρώπους που έχουν μείνει «πίσω», αντλούν όμως από τις δικές τους αφηγήσεις. Αυτή η διαδικασία εξιστόρησης του συλλογικού βιώματος της μετανάστευσης από την αλβανική πλευρά δεν είναι παρά ένας τρόπος διαχείρισης των τραυματικών όψεων της εμπειρίας αυτής, μιας εμπειρίας που σημάδεψε και μεταμόρφωσε την αλβανική κοινωνία τη δεκαετία του 1990.


* Επικίνδυνος ή ήρωας


Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας από τις πιο συγκλονιστικές αλβανικές αφηγήσεις της πρώτης δεκαετίας της μετανάστευσης στην Ελλάδα. H αφήγηση αυτή έχει οργανωθεί γύρω από τη μορφή του Φλαμούρ Πίσλι, του εικοσιτετράχρονου αλβανού μετανάστη που κατέλαβε ένα υπεραστικό λεωφορείο στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης το 1999. Το τέλος της τραγικής ιστορίας είναι γνωστό: ύστερα από ένα εικοσάωρο διασυνοριακό κυνηγητό, αλβανοί κομάντος, ύστερα από μια χαοτική επέμβαση, δολοφόνησαν τον δράστη και έναν έλληνα όμηρο, τον Γιώργο Κουλούρη.


Στην Αλβανία ο Πίσλι γρήγορα αναδείχθηκε σε μυθική φιγούρα. Αποθεώθηκε σαν ένας «ήρωας της ξενιτιάς» (heroi kurbetit), όπως αποκαλείται σε ένα επιτάφιο τραγούδι που σύνθεσε ο λαϊκός ραψωδός Ded Gjinaj ύστερα από πρόσκληση του ίδιου του πατέρα του δράστη, και που αργότερα κυκλοφόρησε σε πειρατική κασέτα στο Κοσσυφοπέδιο, στις αλβανόφωνες περιοχές της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και, βέβαια, στην Ελλάδα. Για πολλούς Αλβανούς που έχουν δουλέψει στην Ελλάδα, αλλά ιδιαίτερα για τους νεαρούς άνδρες από τη Βόρεια Αλβανία απ’ όπου προερχόταν ο δράστης, η ιστορία της ζωής του Πίσλι έδωσε ένα αφηγηματικό σχήμα μέσα από το οποίο μπορούσαν και οι ίδιοι να εξιστορήσουν τις δικές τους μεταναστευτικές εμπειρίες.


Σύμφωνα με την άποψη πολλών Αλβανών σήμερα, ο Πίσλι δεν ήταν σύμβολο της βίας που ασκούν οι αλβανοί μετανάστες, αλλά της βίας που έχουν υποστεί από διάφορους φορείς εξουσίας – τόσο από ελληνικής όσο και από αλβανικής πλευράς. Οι ισχυρισμοί του Πίσλι σχετικά με τα κίνητρα της πράξης του – η καταστροφή των χαρτιών του, η φυλάκιση, ο ξυλοδαρμός του και η σεξουαλική κακοποίηση στη φυλακή – συγκλίνουν με τις αφηγήσεις άλλων αλβανών εργατών για την οικονομική εκμετάλλευσή τους από τα αφεντικά τους στην Ελλάδα, καθώς και τη βιαιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας απέναντι στους ξένους. H δολοφονία του Πίσλι από τις αλβανικές αρχές στο Ελμπασάν κρυστάλλωνε, εξάλλου, την κυνική και εγκληματική αδιαφορία του αλβανικού κράτους για τους απλούς πολίτες του.


Θα ήταν βέβαια εξαιρετικά παραπλανητικό να υποστηρίξει κανείς ότι ο Πίσλι έγινε ήρωας για κάποιους Αλβανούς επειδή υπήρξε εγκληματίας στα μάτια των Ελλήνων. Για τους αλβανούς μετανάστες στην Ελλάδα, αυτό που κατέστησε συμβολικά και αφηγηματικά μοναδική την ιστορία του Πίσλι, ξεχωρίζοντάς την από τις υπόλοιπες μεταναστευτικές αφηγήσεις, ήταν η αποκάλυψη και δημόσια μαρτυρία μιας συνήθως ατιμώρητης και, πάνω από όλα, αόρατης βίας απέναντι στους Αλβανούς. Μάλιστα στο επιτάφιο τραγούδι ο Πίσλι απεικονίζεται όχι να απειλεί τους ομήρους αλλά να απευθύνεται στο ελληνικό τηλεοπτικό κοινό: «Κοίτα τις πληγές μου πώς τρέχουν. Τον ιδρώτα μου ζητάω». Το ότι αυτή η εκδοχή της ιστορίας δεν κατάφερε να ακουστεί μέσα στον καταιγισμό των στερεότυπων εικόνων που συνέθεσαν την ελληνοκεντρική τηλεοπτική «κάλυψη» είναι ένδειξη του πόσο η ανάγνωση του «γεγονότος» καθορίζεται από τους άνισους όρους της αναπαράστασης.


Τελικά η μορφή του Πίσλι, μια μορφή που συμπύκνωνε συμβολικά όχι μόνο τη διάσταση της εθνικής αντίστασης στους προνάρ γκρεκ αλλά και αυτή της έμφυλης – ανδρικής ηρωικής υπερηφάνειας, «επιστρατεύτηκε» αναλόγως τόσο από την ελληνική πλευρά για να σηματοδοτήσει την εικόνα του απειλητικού ξένου, όσο και από την αλβανική για να σηματοδοτήσει την εικόνα του άνδρα πολεμιστή.


* «Σήκωσέ το…»


Αν η μετατροπή της μετανάστευσης σε θέμα «εξωτερικής» πολιτικής και εθνικής άμυνας μας αναγκάζει να στρέψουμε την προσοχή μας στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ εθνοτήτων, μας «επιτρέπει» ταυτόχρονα να αγνοήσουμε άλλες μορφές ρατσισμού. Στην κάλυψη της απαγωγής, όπως στο πρόσφατο ματς με την Αλβανία, «εμείς» καλούμαστε να παρακολουθούμε μια μάχη μεταξύ μιας «καλής», «ευρωπαϊκής» αρρενωπότητας και μιας «κακής», «πρωτόγονης» πατριαρχίας. Ωστόσο στη μορφή του «λεωφορειοπειρατή» που πολεμά για τη χαμένη «μπέσα» του, και την εικόνα του αλβανού φίλαθλου που γιουχάρισε τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας, απλώς μεταθέτουμε τις πιο απαξιωμένες και στιγματισμένες όψεις του δικού μας εθνικού ανδρισμού στους «άλλους». Εν τω μεταξύ, σε αυτές τις «μάχες» οι γυναίκες του έθνους απουσιάζουν παντελώς.


H ηρωοποίηση, η έκφραση της εθνικής και έμφυλης περηφάνιας και οι βίαιες εκδηλώσεις της συλλογικής αλαζονείας αναδύονται παράλληλα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία, μέσα από διαδικασίες ωστόσο που καθορίζονται από τις ανισότητες της ξενιτιάς. Μεταξύ της εικόνας του οπλισμένου παλικαριού και των πολεμικών ιαχών στα γήπεδα, στα «πεδία μάχης» της μετανάστευσης και της ποδοσφαιρικής αναμέτρησης, εθνικά και έμφυλα ιδιώματα από τις δύο πλευρές των συνόρων συγκλίνουν και αλληλοενισχύονται. Μετά το Euro, την Ολυμπιάδα και τα πρόσφατα ματς της προκριματικής περιόδου του Μουντιάλ, ίσως ήρθε η ώρα να ξεπλύνουμε τα τατουάζ με τα εθνικά σύμβολα, να διπλώσουμε στον πάτο του συρταριού τη σημαία-«ρούχο» και να κοιτάξουμε προσεκτικότερα την εικόνα που έχουν οι «άλλοι» της ελληνικής κοινωνίας για «εμάς».


H κυρία Πηνελόπη Παπαηλία είναι λέκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.